Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

Γιωργία πες στο φίλο μας ότι και μένα μου άρεσε το «ΠΩΣ;» μου, σαν ένα από τα καλά μου ποιήματα. Ακόμα ότι άρεσε και σε πολλούς άλλους.
Η διαφορά με τους άλλους είναι όπως μου είπες, ότι ο φίλος μας δεν ξέρει να πει γιατί του άρεσε.
Θα δώσω εδώ τους λόγους που άρεσε σε μένα κοιτάζοντάς το σαν αναγνώστης γραμένο στο χαρτί. Κάπου θα ταιριάξουν οι δικές μου αιτιάσεις με τις δικές του. Θα κάνω δηλαδή μια ανάλυση του ποιήματος αυτού, έστω κι αν αυτό είναι σπάνιο, επειδή σπάνια ο ποιητής χρειάζεται να αναλύσει δικούς του στίχους.
Κάποιος λοιπόν ρωτάει κάποιον πώς θα μπορέσει-πώς θα δυνηθεί- να πάει για ύπνο αφήνοντας ένα φεγγάρι όπως το αποψινό. Και τονίζει τη θλίψη και τη χάρη του φεγγαριού. Ίσως για να κάνει ευκολότερη μια αλλαγή της σκέψης ή της τάσης του ερωτώμενου να πάει να κοιμηθεί.
Το αποψινό φεγγάρι λοιπόν έχει θλίψη και χάρη. Αυτά είναι και στοιχεία που αν τα έχει και μια γυναίκα, την κάνουν πιο επιθυμητή στα μάτια του άντρα. Αυτά τα γνωρίσματα του αποψινού φεγγαριού επισημαίνει ο ερωτών σε εκείνον που φαίνεται ότι έχει ανακοινώσει στον ερωτώντα την πιθανότητα να πάει να κοιμηθεί.
Στα τρία επόμενα τετράστιχα ο ερωτών περιγράφει τις χάρες του φεγγαριού, συγκρίνοντάς τες με τη σκληρή αλήθεια της γης.
Το φως του φεγγαριού ρέει σαν ασήμι από ψηλά. Και όχι μόνο ντύνει με το φως αυτό το βουνό, παρά ολόκληρη τη γη, που μάλιστα την κάνει να μοιάζει σαν νύφη. Και ξέρουμε πόσο ωραία είναι μια νύφη, και πόσο ο κάθε γαμπρός (εδώ τάχα ο ερωτώμενος) δεν βλέπει την ώρα να χωθεί στην αγκαλιά της αγαπημένης του νύφης.
Στό τρίτο τετράστιχο, θέλοντας ή μη, ο ερωτών κάνει μεγαλύτερο το δίλημμα του ερωτώμενου. Του παρουσιάζει σαν ψέμα την ομορφιά του φεγγαριού, ενώ η αγκαλιά της γης είναι η αλήθεια, η πραγματικότητα. Και αν και στρώμα της γης είναι το χώμα και θάνατος το φιλί της, όμως κι αυτή απόψε είναι λαμπρή. Βέβαια τη λαμπράδα της η γη την παίρνει από το φεγγάρι. Και αυτό το έχει ομολογήσει πιο πριν ο ίδιος ο ερωτών. Το «λαμπρή» όμως δεν παύει από του να προσδίδει ένα ακόμα πλεονέκτημα στη γη, κάτι που ίσως θέλει να λειάνει την εντύπωση του στρώμα-χώμα και του θάνατος-φιλί.
Ο ερωτών θεωρεί αδιανόητο για τον ερωτώμενο, τον οποίο εδώ δείχνει με αυτά που του λέει ότι τον ξέρει καλά, να αφήσει το ψέμα του φεγγαριού και να αγκαλιάσει την αλήθεια της γης, όσο κι αν αυτή απόψε είναι τόσο λαμπρή. Και τον ρωτάει σαν να ξέρει την απάντηση και δεν περιμένει να την ακούσει καν.
Στο τέταρτο τετράστιχο βλέπουμε  μια πρόθεση του ερωτώντος να ωραϊσει στη ζυγαριά της κρίσης του ερωτώμενου το φεγγάρι, ρίχνοντας στο τάσι των πλεονεκτημάτων του ψέματος του φεγγαριού το βαρίδι «σώμα». Δεν είναι, του λέει, μονον η γη γυναίκα και μάλιστα νύφη, που σε καλεί, γιατί και το φεγγάρι κοίταξέ το: είναι, ή έχει κι αυτό ένα «σώμα». Ναι, η γη νυφούλα, μα και το φεγγάρι έχει σώμα. Και μάλιστα  ουράνιο αυτό. Και μάλιστα-κοίταξέ το πάλι!- «τέτοιο» σώμα! 
Στο πέμπτο τετράστιχο ξεδιαλύνονται τα πράγματα και απαντώνται τα ερωτήματα.
Ερωτών και ερωτώμενος φαίνεται ότι ταυτίζονται. Το «άπελπε ονειρευτή» και το «πώς εσύ, σελήνης ταίρι», δείχνουν ότι ο ερωτών ξέρει τόσο καλά των ερωτώμενο, ώστε καμία αμφιβολία δεν μένει ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Το «πώς εσύ, σελήνης ταίρι θα κοιμόσουνα τη γη;», δείχνει ότι από την αρχή των ερωτήσεών του (ο ερωτών και ερωτώμενος, δηλαδή) ο ποιητής, ήξερε ότι στο τέλος θα υπερίσχυε ο έρωτάς του για το φεγγάρι και ότι δεν θα «κοιμότανε» τη γη, δηλαδή δεν θα κοιμόταν τον αιώνιο ύπνο στο χώμα. Και ας προσέξουμε εδώ ότι στον προτελευταίο στίχο το ουδέτερο «φεγγάρι», γίνεται θηλυκό: σελήνη. Και ένα άλλο καθαρά γυναικείο, και όνομα και σώμα, τώρα έχει μπροστά του ο ποιητής!
Ο ποιητής είναι ταίρι της σελήνης. Δεν της απιστεί. Δε θα κοιμηθεί τη γη. (Το «κοιμάμαι την…», από τον Μακρυγιαννη κιόλας σημαίνει «κάνω έρωτα με την…»: «Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οχτώ.», λέει η παπαδιά στον Μακρυγιάννη.)
Το «πώς εσύ… θα κοιμόσουνα τη γη;», έχει διττή σημασία. Η πρώτη: πώς εσύ, να κάνεις έρωτα με άλλη εκτός από την αγαπημένη σου; Και η δεύτερη: Πώς εσύ να πεθάνεις και να πάψεις να βλέπεις την αγαπημένη σου; Πώς εσύ θα στέρξεις να χάσεις για πάντα τη μαγεία της σελήνης; Πώς εσύ, για να πάψεις να βασανίζεσαι και να είσαι δυστυχισμένος, θα θυσιάσεις την απόλαυση, τη μέθεξή σου στη γοητεία της σελήνης;  Πώς θ’ απαρνηθείς τα θέλγητρά της;
 Άφησα για το τέλος το «ρίξε κατου το μαχαίρι». 
Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι όταν ο ερωτών μιλούσε για ύπνο και για κοίμισμα του ερωτώμενου, εννοούσε τον θάνατο.
Ο ποιητής μέσα σε μια στιγμή απελπισίας, είχε πάρει στο χέρι του ένα μαχαίρι, αποφασισμένος να βάλει τέρμα στη ζωή του. Ότι ήταν απελπισμένος μας το ορίζει ο γενικότερος προσδιορισμός του «άπελπος».  Για έναν άπελπο άνθρωπο δεν είναι αφύσικο αυτό.
Μαζί είναι και «ονειρευτής». Αυτή τη φορά το όνειρό του ταιριασμένο με απελπισία, όπλισε το χέρι του.
Όμως δεν πραγματοποίησε το σχέδιό του. Η ίδια η σελήνη, που καθορίζει τις ενέργειες και τις αποφάσειςτων ποιητών, δηλαδή το Αίσθημα (με την έννοια του αντίθετου με τη Λογική), το ίδιο αυτό που όπλισε το χέρι του ποιητή, με μια νέα του επέμβαση, τον εμπόδισε να αυτοκτονήσει.
*
Γιωργία τα απομνημονεύματά μου αργούν λίγο λόγω προβλημάτων υγείας μου, δεν τα ξεχνώ όμως. Λίαν συντόμως η συνέχειά τους.