ΚΑΙ ΑΠΑΛΟΔΑΓΚΩΝΟΝΤΑΙ
Τ’ άγρια ζώα τ’ απόγεμα, μετά ’πο το κυνήγι
ξαπλώνουνε στο πράσινο του δάσους κι αγαπιούνται.
Καθένα με το ταίρι του το αγαπημένο σμίγει
και απαλοδαγκώνονται-και γλυκογρατζουνιούνται.
Και τα δεντράκια σκύβουνε τη νύχτα τις κορφές τους
και σμίγουνε τα φύλλα τους και σμίγουν τα κλαριά τους
και οι καυτές φλογίζουνε οι κουβέντες οι κρυφές τους
το αγέρι που ανύποπτο βρεθεί στην αγκαλιά τους.
Κι εγώ,λιοντάρι γέρικο και δέντρο ξεραμένο
που μια ’λαφίτσαν αγαπώ και μια μικρή μηλίτσα
από τη φαντασία μου μονάχα περιμένω
να πάρω αυτά που μου κρατεί η γλυκειά της αγκαλίτσα.
Τ’ άγρια ζώα τ’ απόγεμα, μετά ’πο το κυνήγι
ξαπλώνουνε στο πράσινο του δάσους κι αγαπιούνται.
Καθένα με το ταίρι του το αγαπημένο σμίγει
και απαλοδαγκώνονται-και γλυκογρατζουνιούνται.
Και τα δεντράκια σκύβουνε τη νύχτα τις κορφές τους
και σμίγουνε τα φύλλα τους και σμίγουν τα κλαριά τους
και οι καυτές φλογίζουνε οι κουβέντες οι κρυφές τους
το αγέρι που ανύποπτο βρεθεί στην αγκαλιά τους.
Κι εγώ,λιοντάρι γέρικο και δέντρο ξεραμένο
που μια ’λαφίτσαν αγαπώ και μια μικρή μηλίτσα
από τη φαντασία μου μονάχα περιμένω
να πάρω αυτά που μου κρατεί η γλυκειά της αγκαλίτσα.