Φαντάσου τα
Έλα ζωγράφε και ζωγράφισε
τα χείλη της τα ωχρά
σαν φύλλα πεταμένα στο ποτάμι πολυκαιρινά
και τα μικρά της χέρια
που αφημένα στο λευκό σεντόνι πάνω
μοιάζουν κουπιά μικρής χρυσής βαρκούλας κουρασμένα.
Όμως ζωγράφε να μη ζωγραφίσεις
αντίς για χείλια τους τρελούς σωρούς
των μύριων μου φιλιών που τα σκεπάζουν
κι αντίς για το δικό της δέρμα
το χνούδι του δικού μου του κορμιού
που τηνε ντύνει.
Και μέριασε για λίγο
τη λάβα της λατρείας μου
τα μάτια της για να ’βρεις.
Τα στήθη της ζωγράφε
φαντάσου τα μονάχα
και ζωγράφιστα σα ρόδα
σα ρόδα μυρωμένα
σα ρόδα του πρωιού ατίθασα
σα ρόδα του πρωιού μισανοιχτά.
Έλα ζωγράφε και ζωγράφισε
τα χείλη της τα ωχρά
σαν φύλλα πεταμένα στο ποτάμι πολυκαιρινά
και τα μικρά της χέρια
που αφημένα στο λευκό σεντόνι πάνω
μοιάζουν κουπιά μικρής χρυσής βαρκούλας κουρασμένα.
Όμως ζωγράφε να μη ζωγραφίσεις
αντίς για χείλια τους τρελούς σωρούς
των μύριων μου φιλιών που τα σκεπάζουν
κι αντίς για το δικό της δέρμα
το χνούδι του δικού μου του κορμιού
που τηνε ντύνει.
Και μέριασε για λίγο
τη λάβα της λατρείας μου
τα μάτια της για να ’βρεις.
Τα στήθη της ζωγράφε
φαντάσου τα μονάχα
και ζωγράφιστα σα ρόδα
σα ρόδα μυρωμένα
σα ρόδα του πρωιού ατίθασα
σα ρόδα του πρωιού μισανοιχτά.