Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

έξω από το σούπερ μάρκετ

Όταν εβγήκε με τα ψώνια
(πυκνά τα ολόξανθα μαλλιά της)
έβαλε κάτω τη σακούλα
(λευκά τα πόδια τα κομψά της)

και γύρισε και με φωνάζει
(απαλοχάϊδευτη η φωνή της):
"έλα να δεις κάτι αστείο..."
(τα μπλε τα μάτια της μαγνήτης).

Πήγα. Κι ανοίγει τη σακούλα
(σαν να την άνοιξε πνοούλα)
"Κοίτα", μου λέει, "μια πεταλούδα"
(μ’  άλλο αυτό ήτανε που ’δα).

Και αστειεύτηκε-μου λέει:
"Πάλι καλά, δε με χρεώσαν…" 
Σηκώθη. Έφυγε. Γι αυτήνε
φεύγοντας όλα ετελειώσαν.

Για μένα ούτε είχε αρχίσει
ούτε και κάτι είχε τελειώσει: 
αδιάκοπο είναι το μεθύσι
ώσπου στο τέλος με σκοτώσει.