Της Πλάνης
Ο ουρανός μου βρέχει αίμα
χοντρές οι στάλες του χτυπάνε
το ντελικάτο μου κορμί
κι έτσι ως πέφτουνε μ’ ορμή
λες και να σβήσουνε ζητάνε
της ύπαρξής μου τ’ άθλιο ψέμα.
Μα με τσιμέντο έχει πετρώσει
κι έχει με σίδερο πλαστεί
της Πλάνης τ’ άγριο πουλί
και ίδια ολόπικρο χαλί
χοντρά φτερά έχει σκεπαστεί
που ολόγυρά του έχει απλώσει.
Ο ουρανός μου βρέχει αίμα
χοντρές οι στάλες του χτυπάνε
το ντελικάτο μου κορμί
κι έτσι ως πέφτουνε μ’ ορμή
λες και να σβήσουνε ζητάνε
της ύπαρξής μου τ’ άθλιο ψέμα.
Μα με τσιμέντο έχει πετρώσει
κι έχει με σίδερο πλαστεί
της Πλάνης τ’ άγριο πουλί
και ίδια ολόπικρο χαλί
χοντρά φτερά έχει σκεπαστεί
που ολόγυρά του έχει απλώσει.