Β
ΣΠΑΡΤΗ
Γεννήθηκα στη Σπάρτη το 1939. Στις 3 Ιουλίου. Ημέρα Δευτέρα.
Έζησα εκεί μέχρι τα έξη χρόνια μου.
Το σπίτι του παππού μου (πατέρα της μητέρας μου) όπου μέναμε, απείχε λιγότερο από εκατό μέτρα από το κενοτάφιο του Λεωνίδα («Του Λεωνίδα ο τάφος» λεγόταν από όλους τότε).
Το σπίτι του παππού μου ήταν μεγάλο, με έναν μεγάλο πήπο όπου υπήρχαν πορτοκαλιές, μανταρινιές, ροδιές, μια θεσπέσια καϊσιά, ενώ στο πίσω μέρος του σπιτιού υπήρχαν πολλές κληματαριές κατά μήκος ενός παραλληλεπίπεδου χώρου, που τα κλαδιά τους και τα βαριά σταφύλια τους στηρίζονταν πάνω σε μια μακρόστενη και γερή κρεβαταριά.
Είχε τρεχούμενο νερό, με βρύσες στην κουζίνα, στην τουαλέτα, στον μακρύ διάδρομο του σπιτιού στα δεξιά του οποίου μπαίνοντας βρίσκονταν τα δωμάτια, στο κατώγι. Στην τουαλέτα είχε και μπανιέρα.
Επρόκειτο λοιπόν για ένα άνετο σπίτι. Ο παππούς μου ήταν μεγαλοϋδραυλικός. Λέω «μεγαλο»-υδρυλικός γιατί αναλάμβανε μεγάλες δουλειές μαζί με τις μικρές. Ήταν ο πρώτος, όπως έλεγε ο ίδιος, που έφερε σόμπες πετρελαίου στη Σπάρτη. Έφτιαχνε ψυγεία πάγου τα οποία και εμπορεύονταν. Αναλάμβανε μεγάλες υδραυλικές εργασίες. Μεταξύ άλλων άκουγα ότι είχε κατασκευάσει το υδραγωγείο της Τρύπης. Πηγαινοέρχονταν συχνά στην Αθήνα καθώς και στα γύρω της Σπάρτης χωριά για δουλειές.
Καταλαβαίνεις ότι ένα σπίτι τέτιο ήταν ιδανικό για να μεγαλώσει ένα παιδί. Και αλήθεια, στη Σπάρτη, στο σπίτι αυτό, έζησα τα μόνα ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου.
Σου είπα αυτά για το σπίτι ώστε να μπορείς να συγκρίνεις με αυτό τα σπίτια που έμεινα κατόπιν.
Πολλές αναμνήσεις από τη Σπάρτη. Η πρώτη αφορά στην Ελένη, μια δεκαεξάχρονη φιλενάδα της μητέρας μου που έμενε απέναντί μας. Μια πανέμορφη κοπέλα. Όταν ήμουν ενάμισυ με δυο χρονών, με έπαιρνε αγκαλιά πολλά βράδια και πηγαίναμε στου Λεωνίδα τον Τάφο. Τότε ο Τάφος ήτανε περιφραγμένος με μάντρα και κάγγελα. Ήταν ένας χώρος εκατό με εκατόν πενήντα τετραγωνικών μέτρων. Μέσα του ήσαν τοποθετημένες μεγάλες ορθογώνιες πορώδεις πέτρες, που άφηναν μικρούς διαδρόμους μεταξύ τους.
Μετά τον Τάφο άρχιζε ο ελαιώνας.
Όταν φτάναμε, η Ελένη με γύμνωνε από τη μέση και κάτω και μου χάιδευε και μου φιλούσε τα γεννητικά μου όργανα. Θυμάμαι ότι μου άρεσε αυτό και ότι το περίμενα κάθε φορά. Μετά από αυτό η Ελένη με τάιζε σιτάρι που έκοβε από το δίπλα στο σπίτι μας χωράφι. Μεστό σιτάρι αλλά όχι ξεραμένο. Έβγαζε τα άγανα από κάθε σπυρί και μου το έβαζε στο στόμα. Η μητέρα μου κάθε που η Ελένη πήγαινε να μου δώσει σιτάρι όταν ήτανε κι αυτή μπροστά, δεν την άφηνε «για να μην πνιγεί το παιδί» από κάποιο άγανο που θα είχε ξεφύγει. Εγώ ήξερα ότι δεν έπρεπε να τρώω τα στάχια που μου έδινε η Ελένη στου Λεωνίδα τον τάφο, όμως μου άρεσαν και τα καλοδεχόμουνα.
Βλέπεις Γιωργία πως από τη μικρή εκείνη ηλικία με είχαν σημαδέψει ο έρωτας και ο θάνατος, τα στοιχεία που έμελλε να με εξουσιάζουν σε όλη τη ζωή μου.
Ο Τάφος του Λεωνίδα και το πνίξιμο από τα άγανα, να ο θάνατος και ο τάφος μου. Τα χάδια της Ελένης, να ο έρωτας. Αργότερα, όταν πήγα στο σχολείο και έμαθα για τη Σπάρτη, σκεφτόμουν τι τέλεια που έδεναν η ομορφιά της Ελένης μου με την Ωραία Ελένη του Πάρι και ο έρωτάς μου μαζί της, ο θεληματικός θάνατος του Λεωνίδα με το θάνατο από τα στάχια που πιθανό να μου είχε συμβεί. Και να και ο Τάφος όπου μέσα του έζησα ολοζωής. Και όταν άρχισα να γράφω στίχους δεν έκανα άλλο από το να υπηρετώ τη μοίρα μου-να ασχολούμαι δηλαδή με το Θάνατο και τον Έρωτα, τις δυο όψεις του νομίσματος της ποίησης.
Η Σπάρτη. Το 1939 και μέχρι το 1945 που έφυγα από τη Σπάρτη, η πόλη διατηρουσε το αθώο και γλεντζέδικο ύφος του μεσοπολέμου, όπως έμαθα αργότερα. Βέβαια μέσα στην Κατοχή δεν μπορεί κανείς να μιλάει για γλέντι, όμως ο απόηχος της αγνής και αλλέγρας ζωής δεν χάθηκε παρά αργά αργά από τη Σπάρτη μετά το τέλος του πολέμου, όταν η μεταπολεμική ζωή με όλα της τα αντιανθρώπινα έφτασε να χτυπήσει και την πόρτα της Σπάρτης. Και πάλι όμως χωρίς να καταφέρει να την αλώσει πλήρως. Η περίσκεψη, η αγνότητα, η λιτότητα της Σπάρτης, κληρονομιές της αρχαίες, δεν την άφησαν να γίνει άθυρμα στα νύχια της νέας ληστρικής κατάστασης πραγμάτων. Απόδειξη γι αυτό το αθώο και γλεντζέδικο ύφος της Σπάρτης ήτανε για μένα μια φωτογραφία της μητέρας μου ντυμένης απάχισσας κάποιες προπολεμικές απόκριες, σε διάφορες πόζες. Κάτι που για να το ξαναδώ σε ελληνίδα, έπρεπε να περάσουν οι γερμανοιταλοί από την Ελλάδα,να φουντώσει ένας εμφύλιος και να αρχίσει διαρκώντας για δεκαετίες η ανοικοδόμηση της χώρας. Τόσα χρόνια χαμένα.
Ο παππούς μου ήταν ένας αλεέγρος άνθρωπος, ζεστός, καλοσυνάτος. Κάθε τόσο μαζευε τα παιδάκια της γειτονιάς και έπαιζε μαζί τους τις κουμπάρες. Τα χώριζε σε οικογένειες, τους μοίραζε ρόλους και επαγγέλματα, τους προμήθευε με τα απαραίτητα παιχνίδια. Έκανε βαφτίσια και γάμους μοιράζοντας κάθε φορά άφθονα τις καραμέλες και τα γλυκά. Τα παιδάκια τον λάτρευαν. Κάθε καλοκαίρι, όταν εμείς μέναμε πια στην Τρίπολη, ερχόταν και μας έβέπε για λίγο. Κάποια από αυτές τος φορές, ενώ βαδίζαμε σε δρόμο της Τρίπολης, φάνηκε να έρχεται από απέναντι ένα στρουμπουλό, ξανθό και όμορφο κοριτσάκι. Φτάνοντας στο ύψος μας, ο παππούς μου, που από μακριά μιλωντας σε μένα εκθείαζε τα κάλλη του δωδεκάχρονου περίπου κοριτσιού, μπήκε μπροστά του σταματώντας το και του είπε με σημασια «κοριτσάκι μου τα φρατολάκια σου!...», εννοώντας τα μπράτσα του κοριτσιού. Και τίποτε άλλο. Καθένας μετά από αυτό πήγε στη δουλειά του-και εμείς και το κορίτσι.
Ήταν τότε εβδομήντα χρονών ο παππούς μου.
Θύμησες.
Η Κούλα ήτανε μια άλλη νεαρή γειτονοπούλα, που το σπίτι της ήτανε διπλα στου Λεωνίδα του Τάφο. Από αυτήν έχει μείνει στη μνήμη μου η εικόνα καθισμένος εγώ, τριών χρόνων μπόμπιρας, στο μέσα μισό του πρεβαζιού του παραθύρου του σπιτιού της, ενώ στο άλλο μισό του πρεβαιζού ήταν ένα πιάτο γεμάτο με δροσερά κομμάτια λαχταριστού καρπουζιού μέσα στη μεσημεριάτικη κάψα. Και η Κούλα να μου λέει κάθε τόσο: «πές ζήτω ο βασιλιάς». Και όταν το έλεγα με τη μπεμπεκίστικη γλώσσα μου, ένα κομμάτι καρπουζι έμπαινε κάθε φορά στο στόμα μου.
Η Κούλα μεγαλώνοντας άνοιξε στη Σπάρτη ένα ευπρεπές, ζηλευτό και προσοδοφόρο κομμωτήριο.
Μεγάλωνα κι εγώ. Τρία, τέσσερα, πέντε, έξη χρόνια μέτρησα πριν φύγω από τη Σπάρτη.
Θύμησες.
Ο καλλίτερος φίλος μου τα χρόνια αυτά ήταν ο Κωστάκης. Συνομήλικός μου.
Το σπίτι του απέναντι ακριβώς από το δικό μου.
Γιος της Ποτίτσας. Είχε δυο αδέρφια και μία αδερφή, τη Γιωργία.
Η Ποτίτσα ήτανε θεία της (ωραίας) Ελένης. Εμεναν σε ένα υπόγειο. Φτώχεια. Τον άντρα της, κουμουνιστή, τον είχαν σκοτώσει οι ταγματασφαλίτες. Η κόρη της Γιωργία, μετά από κάποιο ατύχημα έχασε το ένα πόδι της. Ήτανε δασκάλα στο Ξηροκάμπι. Αργότερα διαδόθηκε η φήμη ότι αυτικτίνησε. Όπως και να είναι, πέθανε νέα.
Με τον Κωστάκη κάναμε πολλά παιχνίδια. Ήμασταν σχεδόν κάθε ώρα μαζί, είτε οι δυο μας είτε με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Μπαίναμε στου Λεωνίδα τον Τάφο και παίζαμε ό,τι παιχνίδι μπορούσε να φανταστούμε. Ο Τάφος ήτανε βέβαια περιφραγμένος, όμως από το χώρο που άφηνε το κάγγελο το αμεσως μετά την σιδερένια πόρτα του Τάφου, με την πόρτα του, χωρούσε το σώμα μας και μπαίναμε μέσα. Ένα παιχνίδι μας ήτανε να πιάνουμε σαύρες. Οι σαύρες κρύβονταν μεσα στις τρύπες που υπήρχαν στις ογκώδεις αλλά και πορώδεις πέτρες του Τάφου. Κόβαμε ένα αγριόχορτο και με την χλωρή αλλά ανθεκτική άκρη του φτιάχναμε μία θηλειά. Τη θηλειά την προσαρμόζαμε σε κάποια οπή κάποιας πέτρας όπου είχαμε δει ή που υποθέταμε ότι μέσα της υπήρχε μία σαύρα. Όταν η σαύρα έβγαζε το κεφάλι της από την τρύπα, τραβούσαμε το χόρτο βίαια προς τα πάνω και αυτό ήτανε, η σαύρα είχε πιαστεί. Αφού δείχναμε το κατόρθωμά μας στους άλλους, αφήναμε πάντοτε ελεύθερη τη σαύρα.
Μια μέρα ο Κωστάκης, ένας αδερφός του (δεν θυμάμαι το όνομά του) κι εγώ, πήγαμε να μαζέψουμε ξύλα από τον ελαιώνα. Τα μαζεύαμε, τα βάζαμε το ένα πάνω στο άλλο, δέναμε με σπάγκο το δεμάτι, και το κουβαλούσαμε στην πλάτη ως το σπίτι του Κωστάκη, που από κει και πέρα το αναλάμβανε η κυρα-Ποτίτσα.
Μια μέρα βρεθήκαμε μπροστά σε μια ελιά που είχε μια μεγάλη κουφάλα. Στο στόμιο της κουφάλας δυο τρεις μέλισσες πηγαινόρχονταν. Είχα ακούσει ότι στις κουφάλες συχνά υπήρχαν μελίσσια. Και ότι οι μέλισσες όταν υπάρει καπνός βγαίνουν από την κουφάλα. Χάμου υπήρχαν πολλές σβουνιές-ξέρεις τι είναι η σβουνιά, είναι τα ξεραμένα κάπρανα των αγελάδων.
Παίρνω λοιπόν μία, της βάνω φωτιά και την πετώ μέσα στην κουφάλα.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ αυτό που έγινε. Ένα άλλο νέφος βγήκε από τη φωλιά και έπεσα καταπάνω μας. Το νέφος αυτό το σχημάτιζε πλήθος μεκισσών. Ακόμα τρέχουμε.
Μιαν άλλη φορά ο Κωστάκης είχε μια ιδέα. Ήθελε να μάθει τι καταλαβαίνουν οι μεγάλοι που καπνίζουνε. Μια μέρα λοιπόν πήραμε τους δρόμους της Σπάρτης και αρχίσαμε να μαζεύουμε γόπες. Αποτσίγαρα. Αφού γεμίσαμε τις χούφτες μας, πήγαμε στη γειτονιά μας και μπήκαμε στην αυλή του σπιτιού της κυρ-Τασίας, μιας γειτόνισσας που ξέραμε πως τέτια ώρα λείπει από το σπίτι. Κρυφτήκαμε πίσω από την πόρτα της αυλής της, ανάψαμε τα αποτσίγαρα και αρχίσαμε να καπνίζουμε όπως μπορούσαμε. Δεν είχαν τελειώσει ούτε οι μισές γόπες, νάσου η κυρα-Τασία. «Βρε! Τι κάνετε εδώ; Έξω γρήγορα.» Φοβηθήκαμε πως θα το έλεγε στις μανάδες ας . Όμως φαίνεται πως δεν το έκανε γιατί δεν τιμωρηθήκαμε γι αυτό.
Ύστερα από τετια επαφή με τα χώματα και τις κάθε είδους βρωμιές, λες να υπήρχε λόγος να εμβολιαστούμε ενάντια σε οποιαδήποτε αρρώστια; Μα εμβολιαζόμασταν κάθε μέρα για κάθε είδους αρρώστια. Φαντάζεσαι τι αντισώματα δημιουργήσαμε μόνον εκείνη την ημέρα που βάλαμε στο στόμα μας και ρουφούσαμε όσες βρωμιες δεν θα έχει βάλει στο στόμα του ένας σύγχρονος όσο και να ζήσει;
Τα παιδιά της γειτονιάς συνήθιζαν να παίρνουν το κατόπι γριές και γέροντες κοροϊδεύοντάς τους και πετροβολώντας τους. Ποτέ δεν τους ακολούθησα σ’ αυτό. Λυπόμουν τους κακόμοιρους τους γέρους και σκεφτόμουν «Αφού κι αυτά τα παιδιά θα γεράσουν. Δεν το σκέφτονται αυτό; Θα ήθελαν να τους φέρονται έτσι τα τότε παιδιά;» Δεν ήμουν όμως ο μάγκας της παρέας ώστε να τους επιβάλω να μη το κάνουν. Μάλιστα σε μια γριούλα που έμενε απέναντι από τον Ταφο είχαν φτιάξει και ένα τραγουδάκι που της το έλεγαν κυνηγώντας την και πετροβολώντας την. Ήταν το εξής, που λεγόταν με κάποιο σκοπό γνωστόν σε όλα τα παιδιά από την συχνή χρήση: «Κυρα-Γιώργαινα την παντόφλα σου-την έχασα-την έβρηκα-την πούλησα-μια πεντάρα-μια δεκάρα-ούξω παλιο-γαϊδάρα»! Η καημένη συνήθιζε να βγάζει την παντόφλα της και να την εκσφενδονίζει ενάντια στους διώκτες της. Ίσως αυτό ενέπνευσε σε κάποιους και το τραγουδάκι…
Μια μέρα ο Κωστάκης κι εγώ βρεθήκαμε στο πίσω μέρος του σπιτιού του. Εκεί, χωρίς να μπορώ να θυμηθώ πώς άρχισε, βρεθήκαμε, μπόμπιρες τεσσάρων χρόνων, να στεκόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο και σηκώνοντας ψηλά εναλλάξ το μπατζτάκι του παντελονιού μας, να δείχνουμε ο ένας στον άλλο τα γεννητικά του όργανα. Ιδέα δεν έχω πώς και γιατί. Μια υποσυνείδητη αντίδραση στον «πολιτισμό» που έντυσε με ρούχα τον άνθρωπο; Μια επιβεβαίωση της ιδέας ότι είμαστε κι οι δυο του ίδιου φύλου, κάτι που θα επιβεβαίωνε και θα δυνάμωνε τη φιλία μας; Η φωνή της ανυποψίαστης μητέρας του Κωστάκη που βρέθηκε ξαφνικά στο χώρο («φύγετε από δω-έχω να ανάψω το φούρνο») μας χάλασε την… μυστηριακή τελετή.
Το μαγαζί του παππού μου ήταν στο κέντρο της πόλης. Από τεσσάρων χρονων είχα μάθει τη διαδρομή από το σπίτι προς αυτό και είχα το ελεύθερο να πηγαινοέρχομαι. Τότε τα μαγαιζά δεν έκλειναν το μεσημέρι παρά μόνον αν και όποτε το επιθυμούσε ο καταστηματάρχης. Κάθε μεσημέρι λοιπόν, πήγαινα στο μαγαζί του παππού. Εκεί θαύμαζα τα εργαλεία ή έπαιζα μ’ αυτά προσπαθώντας να μιμηθώ τα έργα των μεγάλων-είχα γι αυτό την πλήρη ελευθερία από τον παππού μου. Συνεταίρος του παππού ήταν ένας άνρας ψηλός και εντάξει τύπος, νεότερος από τον παππού μου. Ο Καραμπίνης. Κουμουνιστής που δει είχε «υπογράψει» και τα λαιπωρήθηκε στις φυλακές. Σχεδόν
κάθε μεσημέρι λοιπόν βρισκόμουν στο μαγαζί του παππού. Ο λόγος περισσότερο ήτανε ότι κάθε μεσημέρι περνούσε από εκεί ο «παγωτάς», που πάνω σε ένα τρίτροχο χειρονίκητο καροτσάκι κουβαλούσε έναν κάδο γεμάτο παγωτό και περιτριγυρισμένον από πάγο. Και διαλαλούσε το εμπόρευμά του φωνάζοντας κάθε τόσο «ο παγωτάααας! Κασάτο παγωτόοοο!..» Ο παππούς τότε έβγαζε από την τσέπη του ένα πενηνταράκι που αστραπιαία μετασχηματιζόταν σε ένα κασάτο παγωτό που αυτό με την ίδια ταχύτητα έμπαινε στο στομάχι μου.
Το πενηνταράκι ήταν η αξία του παγωτού. Ήταν ένα μεγάλου σχήματος κόκκινο χαρτονόμισμα που δεν ξέρω τι πενήντα αντιπροσώπευε: δραχμές; χιλιάδες δραχμές; εκατομμύρια δραχμές; δισεκατομμύρια δραχμές; γιατί τα χρόνια εκείνα ήταν τα χρόνια του ασυγκράτητου πληθωρισμού.
ΣΠΑΡΤΗ
Γεννήθηκα στη Σπάρτη το 1939. Στις 3 Ιουλίου. Ημέρα Δευτέρα.
Έζησα εκεί μέχρι τα έξη χρόνια μου.
Το σπίτι του παππού μου (πατέρα της μητέρας μου) όπου μέναμε, απείχε λιγότερο από εκατό μέτρα από το κενοτάφιο του Λεωνίδα («Του Λεωνίδα ο τάφος» λεγόταν από όλους τότε).
Το σπίτι του παππού μου ήταν μεγάλο, με έναν μεγάλο πήπο όπου υπήρχαν πορτοκαλιές, μανταρινιές, ροδιές, μια θεσπέσια καϊσιά, ενώ στο πίσω μέρος του σπιτιού υπήρχαν πολλές κληματαριές κατά μήκος ενός παραλληλεπίπεδου χώρου, που τα κλαδιά τους και τα βαριά σταφύλια τους στηρίζονταν πάνω σε μια μακρόστενη και γερή κρεβαταριά.
Είχε τρεχούμενο νερό, με βρύσες στην κουζίνα, στην τουαλέτα, στον μακρύ διάδρομο του σπιτιού στα δεξιά του οποίου μπαίνοντας βρίσκονταν τα δωμάτια, στο κατώγι. Στην τουαλέτα είχε και μπανιέρα.
Επρόκειτο λοιπόν για ένα άνετο σπίτι. Ο παππούς μου ήταν μεγαλοϋδραυλικός. Λέω «μεγαλο»-υδρυλικός γιατί αναλάμβανε μεγάλες δουλειές μαζί με τις μικρές. Ήταν ο πρώτος, όπως έλεγε ο ίδιος, που έφερε σόμπες πετρελαίου στη Σπάρτη. Έφτιαχνε ψυγεία πάγου τα οποία και εμπορεύονταν. Αναλάμβανε μεγάλες υδραυλικές εργασίες. Μεταξύ άλλων άκουγα ότι είχε κατασκευάσει το υδραγωγείο της Τρύπης. Πηγαινοέρχονταν συχνά στην Αθήνα καθώς και στα γύρω της Σπάρτης χωριά για δουλειές.
Καταλαβαίνεις ότι ένα σπίτι τέτιο ήταν ιδανικό για να μεγαλώσει ένα παιδί. Και αλήθεια, στη Σπάρτη, στο σπίτι αυτό, έζησα τα μόνα ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου.
Σου είπα αυτά για το σπίτι ώστε να μπορείς να συγκρίνεις με αυτό τα σπίτια που έμεινα κατόπιν.
Πολλές αναμνήσεις από τη Σπάρτη. Η πρώτη αφορά στην Ελένη, μια δεκαεξάχρονη φιλενάδα της μητέρας μου που έμενε απέναντί μας. Μια πανέμορφη κοπέλα. Όταν ήμουν ενάμισυ με δυο χρονών, με έπαιρνε αγκαλιά πολλά βράδια και πηγαίναμε στου Λεωνίδα τον Τάφο. Τότε ο Τάφος ήτανε περιφραγμένος με μάντρα και κάγγελα. Ήταν ένας χώρος εκατό με εκατόν πενήντα τετραγωνικών μέτρων. Μέσα του ήσαν τοποθετημένες μεγάλες ορθογώνιες πορώδεις πέτρες, που άφηναν μικρούς διαδρόμους μεταξύ τους.
Μετά τον Τάφο άρχιζε ο ελαιώνας.
Όταν φτάναμε, η Ελένη με γύμνωνε από τη μέση και κάτω και μου χάιδευε και μου φιλούσε τα γεννητικά μου όργανα. Θυμάμαι ότι μου άρεσε αυτό και ότι το περίμενα κάθε φορά. Μετά από αυτό η Ελένη με τάιζε σιτάρι που έκοβε από το δίπλα στο σπίτι μας χωράφι. Μεστό σιτάρι αλλά όχι ξεραμένο. Έβγαζε τα άγανα από κάθε σπυρί και μου το έβαζε στο στόμα. Η μητέρα μου κάθε που η Ελένη πήγαινε να μου δώσει σιτάρι όταν ήτανε κι αυτή μπροστά, δεν την άφηνε «για να μην πνιγεί το παιδί» από κάποιο άγανο που θα είχε ξεφύγει. Εγώ ήξερα ότι δεν έπρεπε να τρώω τα στάχια που μου έδινε η Ελένη στου Λεωνίδα τον τάφο, όμως μου άρεσαν και τα καλοδεχόμουνα.
Βλέπεις Γιωργία πως από τη μικρή εκείνη ηλικία με είχαν σημαδέψει ο έρωτας και ο θάνατος, τα στοιχεία που έμελλε να με εξουσιάζουν σε όλη τη ζωή μου.
Ο Τάφος του Λεωνίδα και το πνίξιμο από τα άγανα, να ο θάνατος και ο τάφος μου. Τα χάδια της Ελένης, να ο έρωτας. Αργότερα, όταν πήγα στο σχολείο και έμαθα για τη Σπάρτη, σκεφτόμουν τι τέλεια που έδεναν η ομορφιά της Ελένης μου με την Ωραία Ελένη του Πάρι και ο έρωτάς μου μαζί της, ο θεληματικός θάνατος του Λεωνίδα με το θάνατο από τα στάχια που πιθανό να μου είχε συμβεί. Και να και ο Τάφος όπου μέσα του έζησα ολοζωής. Και όταν άρχισα να γράφω στίχους δεν έκανα άλλο από το να υπηρετώ τη μοίρα μου-να ασχολούμαι δηλαδή με το Θάνατο και τον Έρωτα, τις δυο όψεις του νομίσματος της ποίησης.
Η Σπάρτη. Το 1939 και μέχρι το 1945 που έφυγα από τη Σπάρτη, η πόλη διατηρουσε το αθώο και γλεντζέδικο ύφος του μεσοπολέμου, όπως έμαθα αργότερα. Βέβαια μέσα στην Κατοχή δεν μπορεί κανείς να μιλάει για γλέντι, όμως ο απόηχος της αγνής και αλλέγρας ζωής δεν χάθηκε παρά αργά αργά από τη Σπάρτη μετά το τέλος του πολέμου, όταν η μεταπολεμική ζωή με όλα της τα αντιανθρώπινα έφτασε να χτυπήσει και την πόρτα της Σπάρτης. Και πάλι όμως χωρίς να καταφέρει να την αλώσει πλήρως. Η περίσκεψη, η αγνότητα, η λιτότητα της Σπάρτης, κληρονομιές της αρχαίες, δεν την άφησαν να γίνει άθυρμα στα νύχια της νέας ληστρικής κατάστασης πραγμάτων. Απόδειξη γι αυτό το αθώο και γλεντζέδικο ύφος της Σπάρτης ήτανε για μένα μια φωτογραφία της μητέρας μου ντυμένης απάχισσας κάποιες προπολεμικές απόκριες, σε διάφορες πόζες. Κάτι που για να το ξαναδώ σε ελληνίδα, έπρεπε να περάσουν οι γερμανοιταλοί από την Ελλάδα,να φουντώσει ένας εμφύλιος και να αρχίσει διαρκώντας για δεκαετίες η ανοικοδόμηση της χώρας. Τόσα χρόνια χαμένα.
Ο παππούς μου ήταν ένας αλεέγρος άνθρωπος, ζεστός, καλοσυνάτος. Κάθε τόσο μαζευε τα παιδάκια της γειτονιάς και έπαιζε μαζί τους τις κουμπάρες. Τα χώριζε σε οικογένειες, τους μοίραζε ρόλους και επαγγέλματα, τους προμήθευε με τα απαραίτητα παιχνίδια. Έκανε βαφτίσια και γάμους μοιράζοντας κάθε φορά άφθονα τις καραμέλες και τα γλυκά. Τα παιδάκια τον λάτρευαν. Κάθε καλοκαίρι, όταν εμείς μέναμε πια στην Τρίπολη, ερχόταν και μας έβέπε για λίγο. Κάποια από αυτές τος φορές, ενώ βαδίζαμε σε δρόμο της Τρίπολης, φάνηκε να έρχεται από απέναντι ένα στρουμπουλό, ξανθό και όμορφο κοριτσάκι. Φτάνοντας στο ύψος μας, ο παππούς μου, που από μακριά μιλωντας σε μένα εκθείαζε τα κάλλη του δωδεκάχρονου περίπου κοριτσιού, μπήκε μπροστά του σταματώντας το και του είπε με σημασια «κοριτσάκι μου τα φρατολάκια σου!...», εννοώντας τα μπράτσα του κοριτσιού. Και τίποτε άλλο. Καθένας μετά από αυτό πήγε στη δουλειά του-και εμείς και το κορίτσι.
Ήταν τότε εβδομήντα χρονών ο παππούς μου.
Θύμησες.
Η Κούλα ήτανε μια άλλη νεαρή γειτονοπούλα, που το σπίτι της ήτανε διπλα στου Λεωνίδα του Τάφο. Από αυτήν έχει μείνει στη μνήμη μου η εικόνα καθισμένος εγώ, τριών χρόνων μπόμπιρας, στο μέσα μισό του πρεβαζιού του παραθύρου του σπιτιού της, ενώ στο άλλο μισό του πρεβαιζού ήταν ένα πιάτο γεμάτο με δροσερά κομμάτια λαχταριστού καρπουζιού μέσα στη μεσημεριάτικη κάψα. Και η Κούλα να μου λέει κάθε τόσο: «πές ζήτω ο βασιλιάς». Και όταν το έλεγα με τη μπεμπεκίστικη γλώσσα μου, ένα κομμάτι καρπουζι έμπαινε κάθε φορά στο στόμα μου.
Η Κούλα μεγαλώνοντας άνοιξε στη Σπάρτη ένα ευπρεπές, ζηλευτό και προσοδοφόρο κομμωτήριο.
Μεγάλωνα κι εγώ. Τρία, τέσσερα, πέντε, έξη χρόνια μέτρησα πριν φύγω από τη Σπάρτη.
Θύμησες.
Ο καλλίτερος φίλος μου τα χρόνια αυτά ήταν ο Κωστάκης. Συνομήλικός μου.
Το σπίτι του απέναντι ακριβώς από το δικό μου.
Γιος της Ποτίτσας. Είχε δυο αδέρφια και μία αδερφή, τη Γιωργία.
Η Ποτίτσα ήτανε θεία της (ωραίας) Ελένης. Εμεναν σε ένα υπόγειο. Φτώχεια. Τον άντρα της, κουμουνιστή, τον είχαν σκοτώσει οι ταγματασφαλίτες. Η κόρη της Γιωργία, μετά από κάποιο ατύχημα έχασε το ένα πόδι της. Ήτανε δασκάλα στο Ξηροκάμπι. Αργότερα διαδόθηκε η φήμη ότι αυτικτίνησε. Όπως και να είναι, πέθανε νέα.
Με τον Κωστάκη κάναμε πολλά παιχνίδια. Ήμασταν σχεδόν κάθε ώρα μαζί, είτε οι δυο μας είτε με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Μπαίναμε στου Λεωνίδα τον Τάφο και παίζαμε ό,τι παιχνίδι μπορούσε να φανταστούμε. Ο Τάφος ήτανε βέβαια περιφραγμένος, όμως από το χώρο που άφηνε το κάγγελο το αμεσως μετά την σιδερένια πόρτα του Τάφου, με την πόρτα του, χωρούσε το σώμα μας και μπαίναμε μέσα. Ένα παιχνίδι μας ήτανε να πιάνουμε σαύρες. Οι σαύρες κρύβονταν μεσα στις τρύπες που υπήρχαν στις ογκώδεις αλλά και πορώδεις πέτρες του Τάφου. Κόβαμε ένα αγριόχορτο και με την χλωρή αλλά ανθεκτική άκρη του φτιάχναμε μία θηλειά. Τη θηλειά την προσαρμόζαμε σε κάποια οπή κάποιας πέτρας όπου είχαμε δει ή που υποθέταμε ότι μέσα της υπήρχε μία σαύρα. Όταν η σαύρα έβγαζε το κεφάλι της από την τρύπα, τραβούσαμε το χόρτο βίαια προς τα πάνω και αυτό ήτανε, η σαύρα είχε πιαστεί. Αφού δείχναμε το κατόρθωμά μας στους άλλους, αφήναμε πάντοτε ελεύθερη τη σαύρα.
Μια μέρα ο Κωστάκης, ένας αδερφός του (δεν θυμάμαι το όνομά του) κι εγώ, πήγαμε να μαζέψουμε ξύλα από τον ελαιώνα. Τα μαζεύαμε, τα βάζαμε το ένα πάνω στο άλλο, δέναμε με σπάγκο το δεμάτι, και το κουβαλούσαμε στην πλάτη ως το σπίτι του Κωστάκη, που από κει και πέρα το αναλάμβανε η κυρα-Ποτίτσα.
Μια μέρα βρεθήκαμε μπροστά σε μια ελιά που είχε μια μεγάλη κουφάλα. Στο στόμιο της κουφάλας δυο τρεις μέλισσες πηγαινόρχονταν. Είχα ακούσει ότι στις κουφάλες συχνά υπήρχαν μελίσσια. Και ότι οι μέλισσες όταν υπάρει καπνός βγαίνουν από την κουφάλα. Χάμου υπήρχαν πολλές σβουνιές-ξέρεις τι είναι η σβουνιά, είναι τα ξεραμένα κάπρανα των αγελάδων.
Παίρνω λοιπόν μία, της βάνω φωτιά και την πετώ μέσα στην κουφάλα.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ αυτό που έγινε. Ένα άλλο νέφος βγήκε από τη φωλιά και έπεσα καταπάνω μας. Το νέφος αυτό το σχημάτιζε πλήθος μεκισσών. Ακόμα τρέχουμε.
Μιαν άλλη φορά ο Κωστάκης είχε μια ιδέα. Ήθελε να μάθει τι καταλαβαίνουν οι μεγάλοι που καπνίζουνε. Μια μέρα λοιπόν πήραμε τους δρόμους της Σπάρτης και αρχίσαμε να μαζεύουμε γόπες. Αποτσίγαρα. Αφού γεμίσαμε τις χούφτες μας, πήγαμε στη γειτονιά μας και μπήκαμε στην αυλή του σπιτιού της κυρ-Τασίας, μιας γειτόνισσας που ξέραμε πως τέτια ώρα λείπει από το σπίτι. Κρυφτήκαμε πίσω από την πόρτα της αυλής της, ανάψαμε τα αποτσίγαρα και αρχίσαμε να καπνίζουμε όπως μπορούσαμε. Δεν είχαν τελειώσει ούτε οι μισές γόπες, νάσου η κυρα-Τασία. «Βρε! Τι κάνετε εδώ; Έξω γρήγορα.» Φοβηθήκαμε πως θα το έλεγε στις μανάδες ας . Όμως φαίνεται πως δεν το έκανε γιατί δεν τιμωρηθήκαμε γι αυτό.
Ύστερα από τετια επαφή με τα χώματα και τις κάθε είδους βρωμιές, λες να υπήρχε λόγος να εμβολιαστούμε ενάντια σε οποιαδήποτε αρρώστια; Μα εμβολιαζόμασταν κάθε μέρα για κάθε είδους αρρώστια. Φαντάζεσαι τι αντισώματα δημιουργήσαμε μόνον εκείνη την ημέρα που βάλαμε στο στόμα μας και ρουφούσαμε όσες βρωμιες δεν θα έχει βάλει στο στόμα του ένας σύγχρονος όσο και να ζήσει;
Τα παιδιά της γειτονιάς συνήθιζαν να παίρνουν το κατόπι γριές και γέροντες κοροϊδεύοντάς τους και πετροβολώντας τους. Ποτέ δεν τους ακολούθησα σ’ αυτό. Λυπόμουν τους κακόμοιρους τους γέρους και σκεφτόμουν «Αφού κι αυτά τα παιδιά θα γεράσουν. Δεν το σκέφτονται αυτό; Θα ήθελαν να τους φέρονται έτσι τα τότε παιδιά;» Δεν ήμουν όμως ο μάγκας της παρέας ώστε να τους επιβάλω να μη το κάνουν. Μάλιστα σε μια γριούλα που έμενε απέναντι από τον Ταφο είχαν φτιάξει και ένα τραγουδάκι που της το έλεγαν κυνηγώντας την και πετροβολώντας την. Ήταν το εξής, που λεγόταν με κάποιο σκοπό γνωστόν σε όλα τα παιδιά από την συχνή χρήση: «Κυρα-Γιώργαινα την παντόφλα σου-την έχασα-την έβρηκα-την πούλησα-μια πεντάρα-μια δεκάρα-ούξω παλιο-γαϊδάρα»! Η καημένη συνήθιζε να βγάζει την παντόφλα της και να την εκσφενδονίζει ενάντια στους διώκτες της. Ίσως αυτό ενέπνευσε σε κάποιους και το τραγουδάκι…
Μια μέρα ο Κωστάκης κι εγώ βρεθήκαμε στο πίσω μέρος του σπιτιού του. Εκεί, χωρίς να μπορώ να θυμηθώ πώς άρχισε, βρεθήκαμε, μπόμπιρες τεσσάρων χρόνων, να στεκόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο και σηκώνοντας ψηλά εναλλάξ το μπατζτάκι του παντελονιού μας, να δείχνουμε ο ένας στον άλλο τα γεννητικά του όργανα. Ιδέα δεν έχω πώς και γιατί. Μια υποσυνείδητη αντίδραση στον «πολιτισμό» που έντυσε με ρούχα τον άνθρωπο; Μια επιβεβαίωση της ιδέας ότι είμαστε κι οι δυο του ίδιου φύλου, κάτι που θα επιβεβαίωνε και θα δυνάμωνε τη φιλία μας; Η φωνή της ανυποψίαστης μητέρας του Κωστάκη που βρέθηκε ξαφνικά στο χώρο («φύγετε από δω-έχω να ανάψω το φούρνο») μας χάλασε την… μυστηριακή τελετή.
Το μαγαζί του παππού μου ήταν στο κέντρο της πόλης. Από τεσσάρων χρονων είχα μάθει τη διαδρομή από το σπίτι προς αυτό και είχα το ελεύθερο να πηγαινοέρχομαι. Τότε τα μαγαιζά δεν έκλειναν το μεσημέρι παρά μόνον αν και όποτε το επιθυμούσε ο καταστηματάρχης. Κάθε μεσημέρι λοιπόν, πήγαινα στο μαγαζί του παππού. Εκεί θαύμαζα τα εργαλεία ή έπαιζα μ’ αυτά προσπαθώντας να μιμηθώ τα έργα των μεγάλων-είχα γι αυτό την πλήρη ελευθερία από τον παππού μου. Συνεταίρος του παππού ήταν ένας άνρας ψηλός και εντάξει τύπος, νεότερος από τον παππού μου. Ο Καραμπίνης. Κουμουνιστής που δει είχε «υπογράψει» και τα λαιπωρήθηκε στις φυλακές. Σχεδόν
κάθε μεσημέρι λοιπόν βρισκόμουν στο μαγαζί του παππού. Ο λόγος περισσότερο ήτανε ότι κάθε μεσημέρι περνούσε από εκεί ο «παγωτάς», που πάνω σε ένα τρίτροχο χειρονίκητο καροτσάκι κουβαλούσε έναν κάδο γεμάτο παγωτό και περιτριγυρισμένον από πάγο. Και διαλαλούσε το εμπόρευμά του φωνάζοντας κάθε τόσο «ο παγωτάααας! Κασάτο παγωτόοοο!..» Ο παππούς τότε έβγαζε από την τσέπη του ένα πενηνταράκι που αστραπιαία μετασχηματιζόταν σε ένα κασάτο παγωτό που αυτό με την ίδια ταχύτητα έμπαινε στο στομάχι μου.
Το πενηνταράκι ήταν η αξία του παγωτού. Ήταν ένα μεγάλου σχήματος κόκκινο χαρτονόμισμα που δεν ξέρω τι πενήντα αντιπροσώπευε: δραχμές; χιλιάδες δραχμές; εκατομμύρια δραχμές; δισεκατομμύρια δραχμές; γιατί τα χρόνια εκείνα ήταν τα χρόνια του ασυγκράτητου πληθωρισμού.