Τρίτη, 25 Μαρτίου 2012
ΌΨΗ ΠΑΡΈΛΑΣΗΣ
ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΚΑΙ ΕΙΔΑ
ΜΙΑ ΓΕΛΟΙΑ ΠΑΜΠΤΩΧΗ ΠΑΤΡΙΔΑ.
(η παρέλαση της 25 Μάρτη)
Παιδιά χαζά που δεν γνωρίζουν
γιατί μαζί όλα βαδίζουν.
Πολιτικούς κλέφτες μεγάλους
που γλουγλουκίζουν σαν τους γάλους,
με οφ-σορ, με βίλλες, καταθέσεις,
μόνιμο λύγισμα της μέσης-
που τις κλωστές που τους κινούνε
από τις τράπεζες κρεμούνε.
Κι είδα λαό δυστυχισμένο:
Παιδεία γι αυτόνε κάτι ξένο
λαό με διόλου ευφυία-
λαό χωμένον στη βλακεία.
Κι είδα λαό που λιβανίζει
αυτόνε που τον βασανίζει
κι είδα λαό βουρκοθρεμμένον
και με τα ωραία όλα ξένον.
Λαό που οι δημοσιογράφοι
καθείς τον δόλιο τονε γράφει,
λαό που είναι οι τράπεζές του
των υπουργών κι όχι δικές του.
Είδα λαό που να νομίζει
πως από δόξα πλημμυρίζει.
Πως κάποιο τάχα εικοσιένα
ήταν η μάνα που τον ’γέννα
και όχι οι ρωσοαγγλογάλοι
που ’χαν τον Τούρκο άχτι βάλει.
Λαό που κλέβει ένας τον άλλο
μέσα στης ζήσης τους τον σάλο,
Λαό που χαίρεται να βρίζει
και η ευγένεια τον βουρλίζει.
Λαός που ό,τι δει στις ΗΠΑ
το αντιγράφει δίχως τσίπα,
και το «εκτελεί» στα πέντε μέτρα
πετώντας του ό,τι ξέρει: πέτρα.
Λαός στα κλέη βυθισμένος
προγόνων -δήθεν- ο καημένος…
ενώ μια είναι πανσπερμία
από ασοφία και δειλία.
Λαό που για το που όλο κλέβει
όλων των γύρω έχει τη χλεύη
(μ’ αν κλέφτη τον ειπεί κανείς
γενιές περνιέται δεκατρείς.)
Λαός που κάθε τι χυδαίο
το δείχνει στην τιβί για ωραίο,
και που μ’ αισχρά μόνο γελάει
και μόνο αρλούμπες τραγουδάει.
Κι είδα λαό έναν σε κρίση
που ενώ ούτε σάλιο έχει να φτύσει,
σ’ όσους εδώ τον έχουν φέρει
μύρα και δώρα αυτός προσφέρει.
Αυτά τα μάτια μου εκοιτούσαν
καθώς τα νιάτα επερνούσαν
και παρελεύναν ένα-δύο
σαν τα μοσχάρια σε σφαγείο.
Πήγα στην παρέλαση και είδα
ένα βλακοχώρι-όχι πατρίδα.
Είθε από αυτή τη νεολαία
κάποια μυαλά να βγούν γενναία
και μια να φτιάξουνε πατρίδα
άλλη απ’ αυτήν που σήμερα είδα.