Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
«Γιώργο, γιατί έρεψες τη χώρα;
Γιατί; Γιατί;»
- ΣΎΡΙΖΑ θάναι, λέει ο Γιώργος
και περπατεί.
Ανάβει η φτώχια, η ανέχεια
βγάνει φωτιά.
Να’ βρισκε ο Γιώργος μια κρυψώνα
μία σπηλιά!…
«Γιώργο, που κίνησες να φτάσεις;»
- «Να δοξαστώ»
-«Γιώργο μου όπως τα ’χεις κάνει
πάει πια αυτό!»
«Πότε ξεκίνησα; Είναι χρόνοι…
για δυο, για τρεις…
Πρώτη φορά μου νιώθω έτσι-
τόσο βαρύς»
Οι μήνες πέρασαν… τα χρόνια…
φεύγει ο καιρός…
στον ίδιο τόπο μένει ο Γιώργης
κι ας τρέχει εμπρός.
Και να Μνημόνια! Και να μέτρα!
Μα όχι λεφτά!
Κι ο μύθος που ‘ντυνε το Γιώργο
Πάει- ξεφτά…
-«Γιώργη, γιατί έρεψες τη χώρα
τη σπλαχνικιά;
γιατί ως τρίτη έχεις χρεώσει
το Λαό γενιά;»
Η χώρα μίλαε στον αέρα
– τ’ ακούς, τ’ ακούς;-
και τραγουδούσε νύχτα μέρα
στους ταπεινούς:
«Τους πήρες σπίτι και χωράφι
και τις γιορτές
και τρέχει ο ίδρως τους ποτάμι
κι έχουν πληγές.
Σακάτες ήτανε μα ολόρθοι
ως τη χρονιά,
το Δου Νου Του που έχεις φέρει
Γιώργο φονιά!».
-«Τη χάρη σου γλυκειά Αχαϊα
την προσκυνώ.
Άσε να γίνω σου υποψήφιος
και να σωθώ…
Με περιμένει η μαμά μου
που μ’ αγαπά.
κι αλί μου-είμαι ορφανούλι
από μπαμπά.
Ξεκίνησα ένα καλοκαίρι
σαν αρχηγός
κι ήρθε και μ’ ηύρε ο χειμώνας.
Κι ούτε ουραγός…
Και τώρα πάλι Αλωνάρης
Πότε ήρθε; πώς;
Τρισέ, σταμάτησε το λόγγο
που τρέχει εμπρός.
Το δρόμο δε θα βγάλω ο δόλιος
κι ας προσπαθώ.
Πιστός κανένας δε μου μένει
και θα χαθώ.»
Και πέφτει ο Γιώργος απ’ του Δίκιου
τ’ άγριο σπαθί.
Μακριά του στέκουνε οι φίλοι
κι όλοι οι γνωστοί.
Εκεί τριγύρω ούτε Μέρκελ
Ή Σαρκοζί…
Και με το Γιώργο και η βλακεία
του πάει μαζί.