Τρίτη 30 Μαΐου 2023

ΑΔΕΛΦΟΣ
ή
ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ!

Εγώ κι η αδερφούλα μου,
Ο γαμπρός μου κι η συμβία μου,
Πέντε παιδιά μας
Κι εγγόνια καμιά δεκαριά.

Άτομα πάνω από είκοσι.
Και με αγάπη ο ένας για τον άλλο.
Και πιο πολύ με αγάπη εμένα για το γιο μου.
Του ονόματός μου τον συνεχιστή,
Της ευφυίας και της δύναμής μου.
Κι ο Αβραάμ έτσι άρχισε
Και όλοι σήμερα τον μνημονεύουν.

Γύναια σωρό λοιπόν,
μαμμόθρεφτα πολλά
με ρούχα  Ντιόρ
και με  τις σύγχρονες αναθρεμμένα διασκεδάσεις,
θα πτοηθούν από ψευτογραφιά ενός τις τσιριμόνιες;


Θέλει το σπίτι λέει
Που ο πατέρας του έχτισε γι αυτόν.
Μα έχει τίποτα χειροπιαστό πλην από λόγια;
Διαθήκη κάποια;
Κάποιο χαρτί;
Τίποτα.
Ενώ εμείς
Τα έχουμε όλα:
Είμαστε οι πολλοί! Κι αυτό
Στην πάντα βάζει και διαθήκες και χαρτιά-
Πόσο τα λόγια μάλλον…

Το Μέλλον είμαστε της γης!
Το Παρελθόν αυτός!

Κι αν πεις εγώ!
Πατέρας ευτυχής μετράω.
Τρία παιδιά εγέννησα
κι όταν μετά τριάντα χρόνια τα ξανάδα
τα δύο είχαν γίνει επιστήμονες
και σπουδαγμένοι πλήρως στα νυχτερινά δοσίματα
καθώς η εποχή μας η μοντέρνα επιβάλλει,
Ως για το τρίτο
θα επιστημόνιζε κι αυτό
αν οι μεγάλοι φρένο δεν εβάζανε
από ζήλια!
στην καταπληκτική την πρόοδό του.

‘δω που τα λέμε, μυαλό άλλο εγώ.
Της πιάτσας άνθρωπος.
Ξύπνιος.
Κοινωνικός!
Όχι καθώς το αγρίμι αυτό
που σ’ ένα δωματιάκι κλείνεται
(και κείνο νοικιασμένο…)
και χαρτιά μαυρίζει ο φουκαράς…

Εγώ!..
Εγώ ο σύννους!
Εγώ ο νοικοκύρης!
Ο έμφροντις εγώ!
Μάλιστα-εγώ!
Που έχω φτιάξει μια μονιά
Με όλα τ’ αγαθά του κόσμου μέσα.
Εγώ με τα συμφέροντα της οικογένειας
που μόνον ασχολούμαι
και φροντίζω,
έτσι που  τα παιδιά μου
όλα να έχουν τ’ αντικείμενα
που τη ζωή τους εύκολη θα κάνουν.

Κι αν πεις και για τα εγγόνια μου-ζωή να έχουν-
Και κείνα δεν χρειάζονται στοργή και προστασία;

Θα δώσω εγώ το σπίτι;
Εγώ;! Που σκέπω με φροντίδα όλα τα μέλη
Της οικογένειας που είμαι ο γενάρχης της;
Εγώ
με τον αέρα βρε αδερφέ του επιτυχημένου
(τόσα λεφτά έχω!..);

Εγώ
το σπίτι θα το δώσω στον αγροίκο αυτόν;
Κι εξάλλου τι;-ορθό είναι να φροντίζουμε
τ’ αδέρφια περισσότερο ή  τα παιδιά μας;
Απ’ την Αγία Γραφή ως τον κοινό το νου
οι λογικοί ανθρώποι όλοι ξέρουν
πως τα παιδιά σε πρώτη μοίρα έρχονται.

Λέει το σπίτι πως του ανήκει.
Το ξέρω.
Και λοιπόν;
Ας έρθει να το πάρει.

Δεν μπορεί.
Γιατ’ είμαστε οι πολλοί!
Με σπιτικά πολλά-πάει να πει
Πολλά της κοινωνίας κύτταρα
Κι όπλα πολλά για επίθεση
Σε όποιον σπίτια επιβουλεύεται.
Γιατί σε ποιον
Παρά στον ισχυρό ανήκουν όλα;

Και τόση δύναμη μας δίνουνε οι αναμετάξυ μας οι αγάπες
Και τόση αυτοπεποίθηση οι συναναστροφές μας
Που αυτός μπροστά μας μοιάζει σαν μια γάτα
Που θέλει λιονταριού φαί να γέψει…

Και όχι εμείς μόνο είμαστε πολλοί,
Αλλά κι αυτός ειν’ ένας…
Τι ένας… πες μισός…
Καλλίτερα κανένας…
Μπορεί ο κανένας να ’χει απαιτήσεις;

Μόνος σα λύκος διάλεξε να μένει
Χωρίς τη συντροφιά εμάς
των ικανών των συγγενών του.
Και λέει και διαλαλεί
Ότι τον αδικήσαμε στη μοιρασιά…
Ότι του κλέψαμε λεφτά και αυτοκίνητα…
Ότι του κάψαμε τα ποιήματά του…
Ας πάει να λέει.

Κι αν ούτε μια δραχμή στην τσέπη του δεν έχει
Τι φταίμε μεις;
Και φταίω εγώ αν η μητέρα μου
Αγάπαγε περσότερο εμένα
Κι όλα σε μένα τ’ άφησε;
Ας ήτανε καλός να τον αγάπαγε και κείνον.

Και δεν το λέω μόνο εγώ
Πως μου αξίζουν όσα έκλεψα,
μα κι όλη η φύση
Τη σπουδαιότητά μου διαλαλεί.

Τις νύχτες τον αέρα ακούω καθώς περνά
Μες απ’ των παραθύρων τις περσίδες
Να διαλαλεί στην οικουμένη όλη: «Ιδού!
Τον πατριάρχη αυτής της οικογένειας δέστε!
Τι λογικός! Τι εφευρετικός! Τι ικανός!
Και τι χαρά στους γόνους του
Χαρίζει μόνον η θωριά του!
Και όλους πώς τους αγαπά!
Αχ! Να ’ταν έτσι όλοι οι πατεράδες-
με τέτοια δώρα όλοι προικισμένοι-
Πόσο θα ήμουνα κι εγώ ευτυχισμένος
Που φρούτα τέτοια ζω με την ανάσα μου…»

Ως και το νερό στο νεροχύτη μου
Στο μπάνιο μέσα και στο καζανάκι
Εμένα υμνολογεί και τα μεγάλα κατορθώματά μου.
Γιατί ποιος είναι ο προορισμός πάνω στη γη του ανθρώπου
Παρά πατώντας σε υπολήψεις, ήθη, πτώματα,
Να βγάλει τίμια δυο δεκάρες;

Όμως δεν είμαι μόνο εγώ
Που αυτό τον κακομοίρη οικτίρω.

Κι η αδερφούλα μου
(που ξέρουμε δα όλοι
πόσο οι αδερφές τον αδερφό αγαπάνε)
ως κι αυτή,
άστον, μου λέει, τον άχρηστο
να κοιμηθεί όπως έστρωσε…

Στα λόγια ω!
η αδερφούλα μου όλους μάς περνάει.
Ως και το γιο εκεινού
με τα φτιαχτά της λόγια
δεμένονε τον έχει στο φουστάνι της
και κείνος κάνει ό,τι του λέει.
Μέχρι που σκέφτεται καθώς αυτή!
Και σύμμαχο τον έχει
ενάντια στον αχρείο πατέρα του-
τον ψωμοζήτη!

Όλοι μας μ’ ένα λόγο είμαστε σφιχτά ενωμένοι
απέναντι σ’ εκείνο τον κηφήνα.

Μα τι; Μπορεί εμένα να λυγίσει;
Ξέρω απ’ αυτά-ένα ένστικτο
αντρειεύει μέσα μου και με πιέζει
και μ’ αυτό οδηγό
μ’ ένα μου «όχι»
δώδεκα αγγελιαφόρους  του τουμπάρω.

…Κι αν επιμείνει ο ανεμοπαρμένος,
Το γιό μου τον αγαπητό του στέλνω
(ως έκανε ο Θεός όπου δεν άρμοζε
Με τους θνητούς ο ίδιος να μιλάει)
Κι αυτός-προχωρημένη έκδοσή μου-
Του δίνει και καταλαβαίνει του ανεπρόκοπου.

Μα είμαι και καλός στα λόγια εγώ! Να!
Στον μεσολαβητή του είπα όταν μου μήνυσε
Για την αξίωσή του για το σπίτι,
Πως ναι, θα του απαντήσω, μα
(κι εδώ είναι το ιδιοφυές
 και το ωραίο της απάντησής μου)
«…μετά τη λαίλαπα των εορτών!»
(Χριστούγεννα έρχονταν)...
Μα ποιών εορτών;..
Χα!
Ποιος να με πιάσει εμένα…

Γι αυτό και η συμβία μου μ’ αγαπάει.
Γιατί σκληρός κι απότομος όντας στους άλλους,
σαν αντιστάθμισμα και σαν ισορροπία
δε θα μπορούσε
Παρά γλυκός και ήπιος και υποτακτικός να ’μαι μαζί της.
Ε τι; Τώρα θα μάθουμε ότι η γυναίκα
τον πρώτο έχει λόγο μες στο σπίτι-
πως ό,τι θέλει αυτή θα γίνει;
Την Τάξη εγώ της κοινωνίας θ’ αλλάξω;
Και για μένα
φιλοτιμία εύκολα η ανάγκη γίνεται… Εξάλλου
Σε κάποιον θα ’πρεπε κι εγώ να υποταχτώ…

Ως και τα εγγονάκια μου
Αν και μικρά
Μπορούνε το σωστό να ξεχωρίζουν.
Και τον μισούνε τον παλιάνθρωπο αυτόν.
Κι όχι πως τα ορμηνέψαμε γι αυτό
μα μάτια έχουνε και βλέπουνε
κι αυτιά κι ακούνε…

Αχ! Να ζεις στην κοινωνία μέσα
Να πουλάς-ν’ αγοράζεις
Λεφτά να στοιβάζεις
Τι μεγαλείο!
Η πεμπτουσία της ζωής αυτή ’ναι!

Παζάρια να κάνεις
Τον άλλο να ρίχνεις
Δυνατός να δείχνεις
Νόμους ν’ αψηφάς…

Να καταπατάς
Λόγια, συμφωνίες,
υποσχέσεις
και να ζεις με ανέσεις…

Κι από της δύναμής μου το ύψος κάτω βλέποντας-
Τι μερμηγκάκια οι άλλοι… τι ανύπαρκτοι…
Κάτι τετράδια βλέπω...
κάτι γράμματα…
όμως, το χρήμα λίγο σκέφτομαι-
και πάει, χάθηκαν κι αυτά…

Το χρήμα! Το χρήμα!
Της δόξας Του ο Αιώνας είναι!
Τι-θα ζήσω εγώ από την εποχή μου ξεκομμένος;
Αφήνω σ’ άλλους την επιλογή αυτή…

Ω! Τι καλά να ’σαι πατέρας
Και ν’ αγαπάς παράφορα το γιο σου…
Της δυναστείας σου τον συνεχιστή…

Και από δίπλα σου
Να έχεις τη συμβία σου
Αέναη υποψήφια παράφρονα
και παράτονα τόσο κουρντισμένη
που να πρέπει
για να καταργείς κάθε ημέρα την υποψηφιότητά της
με τα νερά της πάντα να πηγαίνεις…

Ω! Κάποια Θεία Βουλή γεννήθηκα να διακονώ.
Γι αυτό και ανταμείφτηκα
Με σπίτια και οικόπεδα και χρήμα.
Γι αυτό και όλα βολικά μου έρχονται.
Κι άστον αυτόν να τσαμπουνάει
Ότι το σπίτι δεν του δίνω που του ανήκει.
Όπως έστρωσε ας κοιμηθεί
(Να ’σαι καλά αδερφούλα…)

Α! Τι καλά που όλα εγώ τα έχω κανονίσει!
Εγώ!
Γενάρχης!
Ισχυρός!
Περιχαρακωμένος!
Άσηπτος!
Εγώ!
Ισχυρός!
Αβραάμ!
Και γύρω μου οι απόγονοι…
Εγώ!
Αυστηρός!
Προστάτης όλων τους!
Εγώ!
Γενάρχης!..

Εγώ!
Εγώ!
Ισχυρός!
 Όσοι λύκοι κι αν φυσήσουνε
Να ρίξουν δεν μπορούνε το σπιτάκι μου. Και μέσα του
Τα γουρουνάκια μου εγώ καλά φυλάω.
Και μεγαλώνω το χοιροστάσιό μου:
νύφες, γαμπροί, προοπτικές, κι εγώ!
Εγώ!
Γενάρχης!
Ισχυρός!
Εγώ!
Εγώ!
Εγώ!...