ΤΟ ΠΟΎΡΟ
Μακριά τους τόσα χρόνια
τον ξεχάσανε.
Όταν εκείνος ήρθε
στην πρώτη κιόλας τη συνάντηση κατάλαβε
ότι τον είχανε ξεγράψει.
Ξένος εκεί,
ξένος εδώ,
πια για κανένανε δικός.
Και καθώς θα ’τανε ατελέσφορη
κάθε προσπάθεια υπενθυμίσεως καν…
και καθώς είναι τόσο πολυδάπανο
όσο κι ανώφελο
να συντηρείς έναν νεκρό,
δεν έμενε παρά το πρόσχημα
για την οριστική αποσχημάτιση.
Έβαλε λοιπόν στο στόμα του ένα πούρο
κι έτσι ανάναφτο το εδάγκωνε
όπως αυτοί που η ζωή τους
χωρίς το πούρο δεν νοείται.
Εκείνοι λαίμαργα άρπαξαν το πούρο-δόλωμα
σκέψη χωρίς.
Ζωώδικα.
Kαι -αν και κάπως άβολα κρατώντας το-
σημαία τους το ’καναν
σαν τάχα απόδειξη της αλλαγής του άλλου-
και όχι της αισχρής δικής τους στάσης-
και το περιφέρανε πασιχαρείς σαν μη ένοχοι.
Μετά απ’ αυτό
αυτοί επήγαν στις δουλειές τους
και στον προορισμό του εκείνος.