Τρίτη 30 Μαΐου 2023

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΌΤΑΝ ΠΕΦΤΟΥΝΕ ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ"

…Όταν ήμουν στην εξορία, είχα τη γνώμη πως τα
γραφτά μου θα ήσαν καλλίτερα φυλαγμένα στη μητριά-πατρίδα. Έτσι, όταν μια γελαστή κυρία και ο σοβαρός αδερφός της μου είπαν από την Ελλάδα:  Σε μας να στέλνεις τα ποιήματα σου. Εμείς θα τα φυλάμε και όποτε θέλεις τα παίρνεις", από τότε έστελνα τα ποιήματα μου στη γελαστή κυρία και στον σοβαρό αδερφό της στην Ελλάδα.
Και όταν ήρθα στην Ελλάδα, πήγα στο σπίτι της
γελαστής κυρίας να ζητήσω τα ποιήματα μου. Αυτή ήταν εκεί με τον σοβαρό αδερφό της. «Δεν τα έχω-χάθηκαν".Παρακάλεσα, τους είπα πως έτσι σκοτώνουν την ψυχήμου.
Δεν μου τα έδωσαν.
Φεύγοντας από το σπίτι κοίταξα από το παράθυρο μέσα στο δωμάτιο.
Η γελαστή κυρία έσκυψε, πήρε κάτω από το κρεβάτι τα ποιήματα μου που είχε εκεί κρυμμένα, τα έριξε στο αναμμένο τζάκι και είπε γελώντας στο σοβαρό αδερφό της: "Αδερφούλη, έλα να ευχαριστηθούμε τη γλυκύτερη ζέστα της ζωής μας!»
Εκείνος πλησίασε λέγοντας σοβαρά:
"Πράγματι!"
 Και άπλωσαν τα χέρια τους προς τη φωτιά.