Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Πήγα στο τυπογραφείο να συζητήσω τις λεπτομέρειες της έκδοσης των απάντων μου.
Τρεις κυρίες μέσα εκεί, πολύ ευγενικές και φίλες.
Ο χώρος κλειστός.
Και είχαν ανοίξει και το αιρ κοντίσιον.
Και οι τρεις έχουν περάσει κορονοϊό.
Αν υπήρχε εκεί μέσα κορονοϊός αυτός θα ορμούσε προς εμάς-εμένα, λόγω της ώθησης του αιρ κοντίσιον.
Οι κυρίες δεν φορούσαν μάσκες.
Εγώ φορούσα. Αλλά τι να σου κάνει η μάσκα αν μένεις τόσην ώρα μέσα σε ένα δωμάτιο με κορονοϊό;
Γιατί θα έμεινα μισή ώρα.
Να φύγω δεν γινόταν. Έπρεπε να κάτσω εκεί και να συζητήσω αν ήθελα να εκδοθούν τα άπαντά μου.
Θα μπορούσα να τους ζητήσω να ανοίξουν την πόρτα.
Πώς θα το δικαιολογούσα. όμως;
Εμ είσαι εδώ για δουλειά σου, εμ θέλεις να μας κάνεις και κουμάντο στον χώρο μας;
Και πώς να εξηγούσα την πράξη μου αυτή χωρίς να φανώ ότι είμαι υπερβολικός (μιας και οι τρεις έχουν περάσει τον κορπνοϊό; Άντε να τους εξηγείς τότε ότι ίσως να είχαν τον ιό εκείνοι που μπήκαν πριν από μένα.
Ή ότι αυτές οι ίδιες μπορεί να έιχαν ξανακολλήσει.
Να έφευγα με κάποια πρόφαση; Μα είχα πει ότι θα πήγαινα για να κανονίσουμε έτσι κι αλλιώς τις λεπτομέρειες της έκδοσης.
Μόνον προσπαθούσα να μένω όσο πιο μακριά τους μπορούσα, πράγμα δυσκατόρθωτο.
Αποτέλεσμα: θα πεθαίνω κάθε μέρα ώσπου να περάσει η περίοδος επώασης του ιού, ή ώσπου να αρρωστήσω από αυτόν.
Βρίσκομαι νοερά διασωληνωμένος κιόλας σε κάποιο επαρχιακό νοσοκομείο, ετοιμοθάνατος.
Νιώθω ήδη τις πλαστές και κακοεκδηλούμενες προσπάθειες των νοσοκόμων και των γιατρών να μη δείξουν ότι είναι σίγουροι ότι θα πεθάνω.
Κανείς δεν θα είναι μαζί μου στο νοσοκομείο.
Και βέβαια δεν  θα επιτρεπόταν και να είναι μέσα και  αν υπήρχε, όμως άλλο είναι να ξέρεις ότι κάποιος δικός σου που θα ευχαριστηθεί που θα πεθάνεις είναι κοντά σου.
Νιώθω τη δυσχέρεια αναπνοής, ο πυρετός μου όλο ανεβαίνει, πονάω παντού.
Να πάρω τηλέφωνο τη Λόλα;
Τι να μου κάνει; Δυστυχώς είμαστε ίδιοι χαρακτήρες-δεν ταιριάζουμε.
Τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι και νυν συνταξιούχοι, που κατηγορούν όλους τους άλλους γιατί μόνον αυτοί-εμείς ήμασταν οι καλοί δημόσιοι υπάλληλοι.
Τρίχες.
Το πολύ να μου έλεγε: Τι να γίνει καμάρι μου; Δεν πειράζει. Έτσι είναι, κάποτε όλοι θα πεθάνουμε.
Αν ήτανε ζωηρός, ενθουσιώδης χαρακτήρας, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
«Χαζός είσαι; Έτσι  κολλάνε; Με το που έκατσες για λίγο μέσα σε ένα δωμάτιο που κανένας δεν έχει κορονοϊό; Και μάλιστα που φορούσες και μάσκα; Άντε ντύσου να πάμε μια βόλτα και μη βάζεις τέτοιες κουτές ιδέες στο μυαλό σου.»
Έτσι θα μου έλεγε και θα με ησύχαζε.
Τώρα όμως, πώς περνάει ο καιρός ως τα πρώτα συμπτώματα ή ώσπου να περάσει ο χρόνος επώασης;
Άκουσα κάπου προχτές έναν γιατρό να λέει από τηλεοράσεως ότι σήμερα από την παραλλαγή Όμικρον, πεθαίνουν μόνον οι υπερ-υπερήλικες και που έχουν πολύ σοβαρές αρρώστιες.
Μα δεν είναι σοβαρό να έχεις φραγμένες και τις τρεις μεγάλες αρτηρίες της καρδιάς σου;
Δεν ξέρω.
Νοσήματα άλλα, παθολογικά, όπως διαβήτη, πνευμονοπάθεια, ηπατοπάθεια, δεν έχω.
Και δεν θα έχω δώσει τα άπαντά μου στις βιβλιοθήκες που σκοπεύω να τα δώσω για να τα πετάξουν αυτές σε μιαν άκρη ώσπου να λιώσουν από την πολυκαιρία.
Γιατί μη νομίσει κανείς ότι δεν ξέρω την τύχη των γραφτών των ελλήνων ποιητών.
Την ξέρω.
Στις βιβλιοθήκες τριγυρίζω χρόνια τώρα.
Η ποίηση μου έδινε κάτι για να ασχολούμαι μ’ αυτό. Αυτή ήταν η μεγάλη προσφορά  της σε μένα.
Κάποιος κέρδισε κάμποσα εκατομμύρια στο τζόκερ σήμερα.
Να είχα τουλάχιστον λεφτά. Να τα χαρίζω. Αυτό μόνον θα μου έδινε χαρά.
Γιατί είμαι άνθρωπος του «δίνω».
Να έπαιρνα τον Μπούλη και να του έλεγα: Μπούλη, ήσουν και είσαι ο αδερφός μου για όλα αυτά τα χρόνια που γνωριζόμαστε. Πες μου τον αριθμό του λογαριασμού σου να σου βάλω μέσα δύο εκατομμύρια. Κέρδισα το τζόκερ.
Να έδινα και στις καλές κυρίες που με κόλλησαν στο μαγαζί τους τον ιό (δε φταίνε αυτές που εγώ ήθελα να εκδώσω τα γραφτά μου, ούτε που δεν τους ζήτησα να ανοίξουνε την πόρτα τους. )
Και στον μόνο παιδικό φίλο μου, τον Κωστάκη, να έδινα όλα τα υπόλοιπα.
Γιατί να μην είναι φανερός ο ιός; Γιατί να μην υπάρχει τρόπος να ξέρεις αν σε πρόσβαλε την ίδια στιγμή που υποψιάζεσαι ότι τον  κόλλησες;
Και μετά από το μαγαζί, αφού πήρα όλους τους κορονοϊούς του, πήρα και ένα ταξί νε με πάει μέχρι το κούριερ για να παραλάβω δυο κιλά ελιές που μου έστειλαν από τη Σπάρτη.
Τις είχα παραγγείλει μη ξέροντας ότι η Λόλα θα μου έφερνε άλλα δύο κιλά.
Όλο και κάποιους ιούς θα πήρα κι από το ταξί. Λέω…
Μα τσάμπα πήγα.
Είχαν γυρίσει πίσω το δέμα.
«Γιατί;»
«Γιατί  δεν ήρθατε να το πάρετε πριν δυο μέρες»
«Μα σήμερα με ειδοποιήσατε ότι ήρθε».
«‘Έπρεπε ο αποστολέας να σας δώσει τον αριθμό αποστολής την ημέρα που σας το έστειλε».
Βρες άκρη!...

Και τώρα περιμένω να πεθάνω.
Και σε ποιον να δώσω λεφτά να προχωρήσει την έκδοση και να στείλει τα βιβλία εκεί που θα τα πήγαινα εγώ;
Σε όποιον και να δώσω, θα τα φάει.
Και καλά θα κάνει.
Ο προορισμός της ποίησης ήτανε να με συντροφέψει όσο ζούσα.
Από κει και ύστερα ποιος ο λόγος να περπατήσει μετά τον θάνατό μου;
Μαζί μου τελειώνει κι αυτή.
Έχω πέντε χιλιάδες στην Τράπεζα.
Θα ήθελα να τις αφήσω στον Μπούλη. Πώς όμως που βρίσκεται στην Αμερική;
Θα μπορούσε ένας συμβολαιογράφος να κανονίσει με την Τράπεζα όταν πεθάνω να στείλει τα λεφτά μου στον λογαριασμό του Μπούλη;
Μα θα δώσει ο Μπούλης το λογαριασμό του για να πάρει ίσως πέντε χιλιάρικα; Έτσι δίνουν τον αριθμό του λογαριασμού τους οι άνθρωποι;
Και πάλι πώς θα μάθαινε ο συμβολαιογράφος ότι πέθανα;
Να τα δώσω από τώρα σε κάποιον εδώ, στην Ελλάδα;
Κι αν μία στο εκατομμύριο δεν πεθάνω;
Προβλήματα.