Κι όταν η ύστατη για μας ακτίνα σβήσει
και πια δε θα μπορούμε να μιλήσουμε
τι τότε θ’ απογίνουμε;
Θα ζούμε μόνο σε φωτογραφίες και σε φιλμ;
Και η φωνή μας σε κασέτες και σι-ντι θ’ ακούγεται μονάχα;
Το πέρασμά μας απ’ τη γη θα το δηλώνουν
μονάχα κάτι πέτρες άσπρες
που, ζωντανούς, μας κράταγαν ορθούς ;
Όταν τα χέρια μας τότε θ’ απλώνουμε
θα είναι μόνο για χαιρετισμό;
Κι αν ναι σε ποιον; ποιος τότε
θα έχει ανάγκη απ’ τα δικά μας χαιρετίσματα;
Και η Ελένη που το μεσημέρι χτες ,
γιατί είχε μήνες να μας δει,
μας αγκάλιασε και μας φίλησε
ποτέ θα είναι μπορετό,
και σε μια νέα μας συνάντηση
το αγκάλιασμά της το ζεστό να νιώσουμε
στην πόρτα μπρος του μαγαζιού της,
όπου περαστικοί με τις παραγγελίες τους συντηρούν
στου Ισθμού το στόμα μέσα
που κάθε μέρα αδιάφορα
καθώς τόνε διασχίζουμε μας καταπίνει;
Κι αν πούμε πως και πάλι μας αγκάλιαζε η Ελένη-
πάλι θα νοιώθαμε κι εμείς
για κείνες έστω τις στιγμές
ευτυχισμένοι;
Και τα σύμπαντα, οι κόσμοι, τάχα υπάρχουν
ώστε να ζούμε αυτό τ’ αγκάλιασμα
κι ύπαρξης λόγο άλλο τίποτα δεν έχει;
Κι αφού μπορώ και γράφω ακόμα
θα πει πως ούτε για το αγκάλιασμα
οι κόσμοι επλάστηκαν εκείνο;
Κι αν φυλαγμένοι έτσι ζούμε μέσα σε χαρτιά λοιπόν
και σ’ εγγραφές φωνητικές
τι θ’ απογίνουμε όταν η γη
απ’ τη φωτιά θα γίνει στάχτη;
Τι θ’ απογίνουν τότε όλοι όσοι
μες σε βιβλία ζουν με τις ιδέες τους τροφή
ή με την ποίησή τους;
Μη όπως η κυρα-Κώσταινα ήξερε
πως μέσα εβρισκόμασταν στο σπίτι
κι ας μην εμείς θόρυβο κάναμε κανέναν
και φως κανένα ας μην ανοίγαμε,
έτσι θα ξέρει κάποιος πως υπάρχουμε;
Και αν κι η κυρα- Κώσταινα θα λείψει
ποιος και τους δυο -και μας κι αυτήν-θα νοιώθει;
Από τη στάχτη μη της γης θα ξαναγεννηθούμε;
Αν όχι γιατί τάχατες να υπάρχουμε
κι αν ναι , ποιο νόημα έχει να χανόμαστε
και να φαινόμαστε και πάλι;
Για ποιον οι αλλαγές αυτές και οι μεταμορφώσεις;
Μη όταν ζούμε είμαστε τάχα πεθαμένοι
και η ζωή αρχίζει από την ώρα του θανάτου;
Μη τάχα ένα όνειρο είν’ η ζωή
που κάποιος που κοιμάται βλέπει
και όταν το μυαλό του ύπνο χορτάσει
πάει καθείς μας στο χαμό
καθώς αυτός ξυπνάει;
Και μήπως διηγιέται αυτός που ξύπνησε
σε κάποιους όμοιους του
«έβλεπα ένα όνειρο
πως τάχα ήταν μια γη…»
Και σε ποιους τάχα να το διηγιέται;
Μήπως κι ονειρευτές και όνειρο είμαστ’ εμείς;
Και ή ναι ή όχι σ’ ολ’ αυτά είναι η απάντηση
κι έτσι κι αλλιώς
και όπως να το κάνουμε
πάντα η ερώτηση «γιατί»
αναπάντητη δε θα ’ναι;
………………………………………………