Η ΟΦΕΙΛΗ
Ακούω, καθώς ο αέρας σε χτυπά,
παράξενα να ηχείς, και μακρινά.
Και ο ήχος σου στα πράγματα διαχύνεται όλα,
και τα δονεί σαν η ψυχή τους να είναι.
Και εδώ ένα γέλιο, εκεί μια κουβέντα,
μικρές συντροφιές όπως σε δεξίωση.
Και δίνεις σ' όλα πλάτεμα και υπομονή,
για να μπορείς μέσα τους,
να ξαποστάσεις σ' εν’ αστέρι, σε μια φωλιά,
σ' ένα πράσινο χωράφι νιόσπαρτο,
προτού πάλι τον όλο αδημονία
δρόμο σου πάρεις.
Στους ήχους όλους ο ήχος σου νόημα δίνει,
όπως τα πόδια σου στον πέτρινο δρόμο,
που πριν από αιώνες φτιάχτηκε
και ως την κορυφή
του λουλουδιασμένου λόφου οδηγεί.