Η ΜΥΡΩΔΙΑ
Κάτι μου μύριζε άσχημα από καιρό.
Παράθυρα άνοιγα, ανεμιστήρες. Κάπως αυτά,
όσο ήταν ανοιχτά,
την οσμή διώχναν.
Ώσπου βαρέθηκα ν’ ανοιγοκλείνω
κι άφησα την οσμή να πάρει και να κρατήσει
τη θέση της όσο εδυνόταν.
Κι εκείνη φούντωσε
κι όλο περσότερο ξεχύνει δυσωδία.
Και τίποτα αφού γύρω μου δε βρίσκω
αίτιο της τέτοιας νάναι αποφοράς,
ο μέσα μου νεκρός θα είναι, λέω,
που μέρα με τη μέρα μεγαλώνει.