Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

 Η ΕΛΕΝΗ ΤΟΥ 1941

Τα στάχυα υψώνονταν μεστά.
Κατάφυτος ο τόπος υποσχέσεις.
Και μ' είχες αγκαλίτσα και με χάϊδευες
και μ' είχες αγκαλιά και με φιλούσες.
Και προς τον τάφο οδεύαμε του Λεωνίδα
τον τάφο του Λεωνίδα του αντρείου-
τον τάφο του Λεωνίδα του άτρομου.

Και μ' αποσκέπαζες με τα φιλάκια σου
Ελένη πρωτοτάξιδη
πρωτοχαδοδονούσα-
και μ' αποσκέπαζες με τα χαδάκια σου
Ελένη τρυφεροκρατούσα.

Κινούσαμε τ' απόβραδο
βαρκάκι χάρτινο εγώ
κι εσύ λιμνούλα ήσυχη
κι εφτάναμε καράβι σιδερόφραχτο
και πέλαγος εσύ ανταριασμένο.

Κλειστό ήμουνα μπουμπούκι σαν κινούσαμε
που μέσα του οι φωνές των ασυντέλεστων προγόνων
παθιάζονταν ποια να πρωτακουστεί' και συ
λογάκια μάγια ψιθυρίζοντας
και απαλά ακραγγίζοντας κλειστές εικόνες
λουλούδι μ' έφτανες ολάνοιχτο
στον τάφο του Λεωνίδα του αντρείου-
στον τάφο του Λεωνίδα του άτρομου.

Τ' άγανα ήταν κίνδυνος
Τ’ άγανα ήταν θάνατος'
Τ' άγανα ήταν μήλα παραδείσια.
Και συ 'σουν η Καλή
και η Αγαπημένη
και κάθε βράδυ έτσι εσφράγιζες
τις άγραφες σελίδες μου
με Έρωτα
με Θάνατο
με Τάφο,
καθώς αργά οδεύαμε παρέα προς τον τάφο
του αντρείου και του άτρομου Λεωνίδα.

Και με ρωτούσες:"μ' αγαπάς;"
και τι να πω εγώ-
και τι να πει ένα δίχρονο παιδί
χωρίς αθέλητα να προδοθεί
ότι παιδί δεν είναι...

Και μ' αποσκέπαζες με τα φιλάκια σου
Ελένη πρωτοτάξειδη
πρωτοχαδοδονούσα'
και μ' αποσκέπαζες με τα χαδάκια σου
Ελένη τρυφεροκρατούσα.

Και τα φιλιά Ελένη και τα χάδια σου
κι η αγκαλιά Ελένη η άδεια σου
ενώ κινούσαμε άψυχοι
όλο ζωή μας έφταναν στον τάφο-
τον τάφο του Λεωνίδα του αντρείου
τον τάφο του Λεωνίδα του άτρομου.

Και μ' είχες αγκαλίτσα και με χάϊδευες
και μ' είχες αγκαλιά και με φιλούσες…