ΟΙ ΑΔΙΚΙΩΤΟΙ
Όπου αυτοί πάνε, σκοτεινά πάντοτε είναι.
Κάποτε, δεξιά ή αριστερά τους
φώτα ξχύνονται
που το κάθε τι λαμπρύνουν.
Και τα μάτια βλέπουν
και επιθυμούν εκεί να ήσαν
και το βλέμμα τους να ξεγεννάει τα γύρω ένα ένα,
και κείνα να έρχονται ζωντανά
κι όχι ως πρώτα η σκιά τους να τα κρύβει.
Μ΄αντίς γι αυτό
νοήματα από άλλους τελειωμένα
θέση παίρνουν στη σειρά
ένα ένα,
απ΄αυτούς για να εννοηθούν όχι σαν γέννας ευωχία,
μα σαν θανάτου ανημπόρια,
πρωτού στο χωνευτήρι πέσουν
απ’ όπου κάποτε,
σε κάποιο Άλλο Φως-
μακριά του πάλι-
θα ξαναγεννηθούν.