Η ΚΟΡΟΜΗΛΙΑ
Κορομηλιά ψηλή και φορτωμένη
τόσους καρπούς που γέρνουν τα κλαδιά σου
ψηλά, στα ουράνια λες ανεβασμένη,
πώς να βρεθώ μπορώ στην αγκαλιά σου;
Μα να μια σκάλα, ο βοηθός του ανθρώπου
προς τ' άφταστα από το μικρό του μπόϊ
που λιγοστεύει τον ιδρώ του κόπου
το ποδοπάτητό της κομπολόϊ.
Ας τη στεριώσω το λοιπόν σε τούτο
τον κλάδο που γερός μου μοιάζει να 'ναι
και ό,τι οι άνθρωποι ονομάζουν φρούτο-
τα τέκνα σου- τα χέρια μου ας τρυγάνε.
Μα γιατί τάχα; Τάχατες αξίζει
ν' ανέβω, έτσι γέρος, εκεί πάνω;
Μήπως αυτό που έτσι με κεντρίζει
είναι μικρότερο απ' ό,τι χάνω;
Μα κι ίδιο να 'ναι ή περσότερό του...
κι αν το χαρώ ακόμα… τι κερδίζω;...
Α! Λόγια! Πρέπει ν' ανεβαίνω ωσότου
ανάπνια κι αίμα μου να μην ορίζω.
(Κι αφού εδώ μ' αφήσανε τι άλλο
να ’κανα μέχρι να με πάρουν πάλι;
χέρια έχω ας πιάσω-στόμα έχω μεγάλο
ας φάω-εκλογή δεν έχω άλλη).
...Α! Τι γλυκά (έτσι εγώ τα λέω)
που 'ναι τα φρούτα σου κορομηλιά μου!
Τι νοστιμιά (έτσι εγώ τη λέω)
γέμισε η όσφρηση και η κοιλιά μου!
Ώστε άξιζε το ανέβασμα; Ποιος ξέρει;
Γιατί ούτε «δέντρο» υπάρχει ούτε «ξέρω».
Και πουθενά δεν έχει απλώσει χέρι
ούτε από νιο κανένα ούτ’ από γέρο.