(Ενώ φτύνεται ο Μητρός το κακό για ν' αποτρέψει
Οι Εβραίοι τη σωστή τους μες στον κόσμο παιρνουν θέση.)
-Τί έχεις Γιάννο μου να πεις για τον Γιτζάκ Ραμπίν;
Λέω ότι εχάραζε στον κόσμο μια καμπή.
Οτι ο κόσμος έχασε έναν πρέσβυ της ειρήνης
μες στ΄άγρια γυρίσματα της που τον δέρνουν δίνης,
πως ήταν μια εγγύηση για πιο καλές ημέρες
καθώς για χάρη πάλευε του παγκοσμίου κοινού.
Του απρόσμενου του και φριχτού για όλους μας χαμού
θλιμμένα μεταφέρανε το μήνυμα οι αιθέρες.
-Τόσο αυτός ο άνθρωπος λογίζονταν σπουδαίος;
-Βέβαια και λογίζονταν Μήτρο μου και δικαίως.
Μακάρι να γινότανε αντίς γι αυτόν να πέθαιναν
όλης της γης οι έλληνες.
-Γιατί αυτοί; Τί έφταιγαν;
-Δε με κατάλαβες καλά. Λέω αντίς για κείνον
Λιγότερη θα ήτανε στη γη μας η απώλεια
Ολόκληρο αν χάνονταν το γένος των Ελλήνων.
-Και μας τους δύο Γιάννο μου θα παίρνανε τα βόλια;
-Ολους.
-Γιατί όμως Γιάννο μου; Δεν είναι η φυλή μας
Το άνθος και το στόλισμα και το άρωμα της γης μας;
-Οι "έλληνες" οι σημερνοί Μήτρο μου ειδικά,
Ελληνες είναι μοναχά σε εισαγωγικά.
-Και μεις, εδώ, στο Αμέρικα;
-Εμείς κυρίως Μήτρο.
-Μα δε βλάστησαν οι Ελληνες κάθε καλού το φύτρο;
-Ναι. Οι παλιοί. Όχι εμείς.
-Εμείς δεν είμαστε έλληνες;
-Ρε Μήτρο τι ειν' οι έλληνες; Ξέρεις; Μπορείς να πεις;
-Και βέβαια και το μπορώ. Το ξέρει ο καθείς.
Έλληνες είναι όσοι μιλούν γλωσσά Ελληνική
κοινά .έχουν ήθη κι έθιμα, και την αυτήν θρησκείαν.
Έτσι και ο Ηρόδοτος κάπως τα έχει πει
στην πρώτη που εγράφτηκε στον κόσμο ιστορία.
-Στην εποχή του Ηρόδοτου αυτό ήτανε αλήθεια.
Γιατί καρδιά Ελληνική εχτύπαγε στα στήθια
μέσα, του κάθε έλληνα. Τότε. Μα τώρα πια
Ελληνική δεν έχουνε οι έλληνες καρδιά.
-Και οι εβραίοι τώρα λες μας υπερφαλαγγίζουν;
-Και τότε αξίζαν πιότερο και σήμερα αξίζουν.
Την εποχή που οι Ελληνες, παλιά, μεγαλουργούσαν
Βαλάνια τότε τρώγανε οι άλλοι Ευρωπαίοι.
Μα βαλανίδια κι οι έλληνες με τη σειρά μασούσαν
όταν μεγαλουργούσανε,παλιότερα, οι εβραίοι.
Οταν δεν ξέραν οι έλληνες να γράφουν τ' όνομά τους
οι εβραίοι τα βιβλία τους γράφαν τα ιερά τους.
Όταν οι βάρβαροι έλληνες εμαίνονταν στην Τροία
οι εβραίοι υπερύψωναν Ποίηση και Σοφία.
Όταν για θεούς οι έλληνες ξόανα είχαν στήσει
οι Εβραίοι τον μοναδικό θεό είχαν γνωρίσει.
Κι ο Αισχύλος όταν πάλευε το Δία ν' ανυψώσει
ο Ιεχωβάς το υπόδειγμα γι αυτό του είχε δώσει.
Οταν μουγκρίζαν οι Ελληνες, οι εβραίοι κελαρύζαν .
και για τον κόσμο θησαυρούς παντοίους θησαυρίζαν.
Κι όταν συνείδηση Φυλής οι έλληνες δεν είχαν
γλώσσα, θρήσκεία κι έθιμα εβραίους γερά συνείχαν.
Πρώτοι αυτοί. Μετά εμείς, κι οι Ευρωπαίοι κατόπι.
Και ας τους κυνηγήσανε όλης της γης οι τόποι-
ακόμα πρώτοι μένουνε και πάντα πρώτοι θα ’ναι,
έσχατοι ενώ οι έλληνες στον κόσμο μας μετράνε.
Αλήθεια. Περιούσιος λαός. Λαός μεγάλος.
Ξυπνός και μεγαλωφελής όσο κανένας άλλος.
Λαός που με την πίστη του και την υπομονή του
τα ηνία τα δυσεύρετα κρατεί του Απολύτου.
-Μα πώς τις εθυμήθηκες τόσο πικρές αλήθειες ;
-Είναι μια υποχρέωση που νιώθω από τις βύθιες
όταν κανείς ένα καλό μου κάνει, να φροντίζω
Ότι καλό και όμορφο έχει ν’ αναγνωρίζω.
Δεκα χρονιές έχω εδώ. Και οι Αμερικάνοι
Με δέχτηκαν,με κράτησαν, κι έχουν για μένα κάνει
ό,τι καλλίτερο μπορούν. Και τέλος να, ακόμη
Με καλοσύνη με θωρούν οι δίκαιοι τους νόμοι.
Όταν λοιπόν σ' αυτή τη γη ήρθα κυνηγημένος
Κι ήμουν στους μόνους μοναχός κι ήμουν στους ξένους ξένος
Σαν τα μουλάρια όλοι ενώ οι άλλοι με κλωτσήσαν
εβραίου τα λόγια τα καλά ορθόνε με κρατήσαν.
Γι αυτό. Γιατί όταν μ? είδανε όλοι στην κατηφόρα
Για να με σπρώξουν πιο πολύ δε βλέπανε την ώρα-
και γιατί εβραίικο ήτανε το 'βλογημένο χέρι
που απ' του γκρεμού του φοβερού με τράβηξε τα μέρη.
Γιατί όταν έφευγε η γη στα πόδια μου αποκάτου
ένας εβραίος με κράτησε για να μην πάω κάτου.
Γιατί όταν κάθε πίστη μου στη ζήση είχα χάσει
εβραίου ήταν η φωνή που μούπε "θα περάσει"»
Κι όταν εγιάναν οι πληγές και εργασία ζητούσα
κι εργοδοτών παντοδαπών τις πόρτες εχτυπούσα
καμία τους δεν άνοιξε. Κι ήταν Εβραίος πάλι
κι απ' τπς_φριχτές που μ' έσωσε της ανεργίας τη ζάλη.
Ο,τι καλό κι αν έχω δει στη γη αυτήν απάνω
Από εβραίο τόχω δει κι από Αμερικάνο.
Ευλογημένες τρεις φορές οι χώρες που γεννούν
Ανθρώπους που τον άνθρωπο σαν άνθρωπο εκτιμούν.
Και των Ελλήνων τρεις φορές κατάρατη η χώρα
Που φίδια κολοβά γεννά σερνάμενα στο χώμα.
-Γιάννο βαρύς ο λόγος σου. Οι λέξεις του μαχαίρι.
Οι τρίχες εσηκώθηκαν σε όλο το κορμί μου.
-Βαριά η αλήθεια πάντοτε και γυρισμό δεν ξέρει.
Και ότι είπα Μήτρο μου εβγήκε απ’ την ψυχή μου.
-Σύγκρυο νιώθω Γιάννο μου στο σώμα μου ακόμη.
-Σιγά. Το όλο που άκουσες ήτανε μία γνώμη.
Γνώμη ενός ανεύθυνου και ασημάντου έλληνος.
-Μα Γιάννο μου δε θάπρεπε να λέμε τετοια πράγματα –
ενώ κακά ενάντια μας σχεδιάζει η Ημισέληνος.
-Αφού γαϊδούρια είμαστε μας πρέπουνε και σάγματα.
Τί να σε κλέβει Ελληνας, τί να σε κλέβει Τούρκος;
Δροσοπηγούλα κι αν τον πεις, ο βούρκος πάντα βούρκος.
-Ο δόλιος. Τί μου έμελε ν’ ακούσουνε τ’ αυτιά μου..
Γυρίζει το κεφάλι μου. Τρέμουν τα γόνατα μου.
-Μήπως θα σε συνέφερε να πιείς ένα ζεστό;
-Με υπομονή καλλίτερα θα πρέπει να οπλιστώ
Αφού για φίλο διάλεξα ένα μεγάλο θύμα
Που εξ αυτού ορμώμενος τα λέει όλα χύμα.