9-6-2011
Σήμερα ήμουν σ’ ένα φίλο, στο μαγαζί του.
Στις δέκα και μισή –βράδυ- βγήκα έξω για μια βόλτα.
Στο γυρισμό δυο γυφτάκια μπροστά μου. Ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Γύρω στα 9 με 11 χρονών. Παρατηρώ ότι δεν είναι πολύ αδύνατα, ούτε πολύ βρώμικα ή κουρελιάρικα.
Μου απλώνουν και τα δύο το χέρι. «Δώστε μας κάτι». Βγάζω και βάζω στο χέρι του αγοριού ένα δίευρο. «Και για τους δυο σας» τους λέω. Προχώρησα προς το περίπτερο όπου ήθελα κάτι να αγοράσω. Με την άκρη του ματιού μου τα έβλεπα να περιεργάζονται με θαυμασμό το δίευρω. Αναμενόμενο. Δεν έχουν συνηθίσει να παίρνουν δίευρα-και αν κάποιος τους δώσει κάτι.
Ψώνισα, κάνω να φύγω. Ακούω δυο φωνούλες να λένε φωναχτά πίσω μου: «Κύριε!.. Κύριε!» Στρέφω προς τα παιδάκια και τα βλέπω ερωτηματικά.
Και το μη αναμενόμενο: «Σας ευχαριστούμε» μου λένε, λάμποντας από χαρά.
Θεέ μου! Να με ευχαριστούν-και τόσο ευγενικά-αυτά τα δυο παιδάκια ενώ όλα τα άλλα παιδάκια παίρνουν το χρήμα και απομακρύνονται χωρίς να πουν τίποτα…
Η καρδιά μου πετάει.
Φεύγει η λύπη.
Δυο ανθρώπους βρήκα απόψε.
Κάποιος μου χρωστάει ακόμα καλές ημέρες.
«Παρακαλώ παιδιά-να είστε καλά» απαντώ.
Και συνεχίζω προς το μαγαζί του φίλου μου. Λίγο πριν φτάσω ακούω το κοριτσάκι από πίσω μου: «Κύριε!» Γυρίζω. Το κοριτσάκι μόνο του. Τώρα, στο φως το βλέπω καλλίτερα. Όμορφο κοριτσάκι. Δυο μαύρα ορθάνοιχτα ματάκια. Τα μαλλιά όχι ανάκατα. Στο πρόσωπο μια έκφραση λίγο προσμονής, λίγο παράπονου.
Λέω «Ναι» ερωτηματικά.
Μου απαντάει σαν κάποια που την πνίγει το δίκιο και πήγε στον κατή σίγουρη ότι είναι υποχρεωμένος να ικανοποιήσει το αίτημά της. Μα όχι ακριβώς αίτημα. Μια διαπίστωση-μια δήλωση: «Ο αδερφός μου δε μου δίνει… Δώστε μου κι εμένα…»
Αναμενόμενη ίσως η «επίσκεψη» αυτή, μη αναμενόμενος βέβαια ο πληθυντικός…
Βάζω το χέρι στην τσέπη του πουκάμισου, βγάζω κάτι ψιλά κέρματα που είχαν απομείνει και τα αποθέτω στο απλωμένο μικρό χεράκι, λέγοντας την ίδια στιγμή: «Να, πάρε αυτά, είναι τα τελευταία μου…» Το χέρι δεν κλείνει, τα ποδαράκια δεν κινούνται, τα ματάκια με βλέπουν με ένα βλέμμα γεμάτο ενδιαφέρον και αθωότητα: «Και σεις;…» Δηλαδή «και σεις τι θα κάνετε χωρίς λεφτά;» «Θα βρω κάπου…», απαντώ. Τότε το χεράκι κλείνει, το στοματάκι λέει «ευχαριστώ» και τα ποδάκια παίρνουν τρέχοντας μακριά μου το πολύτιμο φορτίο τους.
Ένιωθα τώρα όπως αν είχα κάνει έρωτα: Πλήρης!
Κάποιος μ’ αγαπάει και με φροντίζει.