ΘΕΙΑ
Η ύπέργηρη Θεία κάθεται στην πολυθρόνα στο δωμάτιό της, με αδημονία να διαγράφεται στις αδιόρατες κινήσεις ή στο βλέμμα της που συχνά γυρνάει προς το παράθυρο, από όπου φαίνεται ο χωματόδρομος.
Τα παλαιικά μισοσάπια έπιπλα του δωματίου μοιάζουν σαν να στέκονται μόλις στα πόδια τους.
Ακούγεται το σαράκι που δουλεύει στις σανίδες
του ταβανιού.
Χτυπάει η πόρτα.
Η Θεία πηγαίνει ως αυτήν και την ανοίγει. Στο έμπα της στέκει ο Στύμφαλος.
Σαν να ήταν αυτό που περίμενε η Θεία, αρχίζει να μιλάει με φωνή σιγανή αλλά ξεκάθαρη.
ΘΕΙΑ
Καλώς τόνε.
Πέρασε.
Μου είπανε ότι μπορεί να ερχόσουν.
Οι εκδρομές με το σχολείο έχουν κι αυτά τα ευχάριστα, να ξαναβλέπει κανείς συγγενείς που είχε χρόνια να δει.
Κάτσε αγαπητό μου παιδί.
(Ο Στύμφαλος κλείνει την πόρτα και κάθεται με το κορμί στητό στην πολυθρόνα απέναντι στη Θεία)
Πόσα χρόνια έχω να σε δω; Δέκα; Εκατό; Εκατό χιλιάδες; Τι σημασία έχει; Τι αλλάζει; Τίποτα δεν αλλάζει. Όλα είναι ίδια, τόσο ίδια που δεν ξέρεις αν ζεις στο τώρα ή στο τότε. Δεν ξέρεις καν τι θα πει τότε και τι τώρα. Και ο όρος επανάληψη έχει χάσει κάθε έννοια. Λες και ο χρόνος δεν υπάρχει.
Τότε παιδιά παίζανε με ψεύτικα τόξα, τώρα παίζουνε με ψεύτικα περίστροφα. Τότε οι μεγάλοι τσακώνονταν ποιος θα γίνει βασιλιάς, τώρα ποιος θα γίνει πρωθυπουργός. Κι εγώ ανάμεσα σε δύο κόσμους, ίδια μακριά και ίδια κοντά από τον ένα και με τον άλλο-κι εγώ ανάμεσα σε δυο κόσμους, τόσο μεγάλη και τόσο μικρή...
Έχω ξεχάσει πια πόσων χρονών είμαι.
Νομίζω πως έχω πεθάνει κιόλας και πως και όλοι οι άλλοι είσαστε πεθαμένοι και πως ετούτος είναι ο Άδης και όλα γίνονται σ' αυτόνε μέσα.
Και βουίζουν στ' αυτιά μου οι φωνές από τα γλέντια και από τους θρήνους του παλατιού μας τότε, και βουίζουν τ' αυτιά μου από τα τραγούδια στο μαγνητόφωνο και από το θόρυβο των αυτοκινήτων σήμερα. Και να ζυγιάζω σε μια ζυγαριά τη ζωή του τότε και τη ζωή του σήμερα και διαφορά να μη βρίσκω. Τόσοι πόλεμοι, τόσοι θάνατοι, τόση δυστυχία, τόσος πόνος για τι; Γιατί έπρεπε να γίνουν όλα εκείνα; Για να πετάνε με αεροπλάνα οι Αρκάδες σήμερα και να γεμίζουν οι νέοι μας τα καφενεία; Γι αυτό ο πατέρας μου ο Λυκάονας έγινε λύκος; Γι αυτό ο γάμος του Πελασγού με τη Μελίβοια, το χτίσιμο της Παρρασίας από αυτόν, η γέννα του Αρκάδα από την Καλλιστώ με το Δία και η μεταμόρφωσή των δυο τους σε αστερισμό, γι αυτό το κεραυνοβόλημα των αδερφών μου, ο γάμος του Αρκάδα με την Ερατώ που γέννησε τον πατέρα σου, η γέννα η δική σου για να γίνεις και συ βασιλιάς της Αρκαδίας-αλήθεια γι αυτό δεν προετοιμάζεσαι;-γι αυτό όλα αυτά-για να ζούνε σήμερα στο ίδιο αυτό μέρος άνθρωποι ίδιοι σαν και μας, με τα ίδια πάθη και με τις ίδιες ψεύτικες και πεθαμένες από τη γέννα τους χαρές;
Επανάληψη, επανάληψη, τίποτα χειρότερο, τίποτα καλλίτερο... Τίποτα προς τα εμπρός, τίποτα προς τα επάνω. Όλο προς τα κάτω, κάτω, κάτω, κάτω... Και μέσα σ' αυτόνε το βάλτο να πρέπει να ζούμε και να πεθαίνουμε… και να ξαναζούμε...
Μα σε άρχισα με όλα αυτά και θα αναρωτιέσαι για την παράξενη προγιαγιά σου. Νέο παιδί εσύ κι εγώ κάθομαι και σου λέω τι;
Μα δε μου έμεινε μυαλό παρά για να σκέφτομαι τέτοια.
Και σ' έχω μπροστά μου εσένα παιδί του εγγονού μου, που μόνο μια φορά σ' είδα λίγο μετά τη γέννα σου και, η ξεμωραμένη εγώ, άρχισα τα δικά μου.
Μα πόσο μεγάλος και πόσο όμορφος έχεις γίνει καλέ μου Στύμφαλε!
Αν δεν ήξερα πως θα ’ρθεις δε θα σε γνώριζα.
Και μοιάζεις περισσότερο του παππού σου παρά του πατέρα σου έτσι που έχεις και συ αφήσει μακριά τα μαλλιά σου και το ίδιο πείσμα και την ίδια δύναμη βλέπει κανείς στο στόμα και στο πηγούνι σου.
Έχω την εντύπωση ότι αν δε σ' έστελναν δε θα ερχόσουν από μόνος σου να με δεις, κι ας έφτασε το πούλμαν κοντά στο προγονικό σπίτι σου, κι ας ξέρεις πως βρίσκομαι εδώ εγώ, η προγιαγιά σου, που ζει μονάχη της τόσα και τόσα χρόνια τώρα.
Μα όπως και να ’χει είσαι εδώ.
Η Ελάτεια πρέπει να είναι όμορφη πόλη. Ο πατέρας σου θα είναι πολύ υπερήφανος που έκανε εκεί μια αποικία και που ρίζωσε και άνθισε.
Δεν έχω πάει.
Πουθενά δεν έχω πάει.
Μένω πάντα εδώ, σ' αυτό το μεγάλο σπίτι το μισογκρεμισμένο πια, παρέα με τις κουκουβάγιες που έχουν χτίσει στα χαλάσματα του τις φωλιές τους.
Και κανείς δε με ξέρει, ούτε ποτέ με ήξερε κανείς. Ω! ναι, με ήξεραν σαν κόρη του Λυκάονα. Εμένα, τη Θεία, για τον εαυτό μου, κανείς δε μ’ ήξερε ουδέ με ξέρει. Όλοι γνωρίζουν όμως την Καλλιστώ. Βλέπεις εκείνη ήταν η όμορφη, η ζωηρή, η τολμηρή, εκείνη διάλεξε ο θεός να κάνει έρωτα μαζί της.
Μα κάτσε πιο βολικά στην καρέκλα σου. Εσείς οι νέοι, πάντοτε έτοιμοι για κίνηση, για τίναγμα, για φευγιό.
Όπως βλέπεις μου βρίσκονται καρέκλες ακόμα.
Μα και τι τις θέλω;..
Τις βλέπω κάθε μέρα έτσι έρημες μπροστά μου και λέω να δω ποιος θα βαστάξει περισσότερο, εγώ ή αυτές...
Όμως χώρος υπάρχει εδώ μέσα για πολλά έπιπλα. Κάποτε ζούσαν σ' αυτό το σπίτι πενήντα παιδιά, χώρια το υπόλοιπο σόι.
Θα στα ’χουν πει.
Οι άνθρωποι και όχι ο χώρος λείπουν από το σπίτι ετούτο που κάποτε πλαντούσε από ζωή.
Δε θα πετάξω τις καρέκλες όσο κι αν παλιώσουν. Κάποτε μπορεί τα κουρασμένα σώματα των πεθαμένων να ζητάνε να ξεκουραστούνε. Και πού αλλού θα πήγαιναν παρά στο σπίτι τους;
Όταν έχει συννεφιά πώς ξέρω ότι ο παππούς σου ή η μητέρα του δεν έρχονται για να ξεκουραστούν λίγο εδώ μέσα;
Καμιά φορά έχω την αίσθηση πως κιόλας είναι εδώ και ανοίγω κουβέντα μαζί τους, ίδια καθώς τώρα κουβεντιάζω με σένα.
Το καταλαβαίνω πως είναι εδώ γιατί οι πολυθρόνες που κάθονται πάνω τους λάμπουν μ’ ένα χρυσό αστροφώς.
Και κάποτε ήρθε ο πατέρας μου ο ίδιος και κάθισε σε κείνην εκεί την καρέκλα.
Το κατάλαβα από τον τρόμο που πήραν οι γάτες που μαζεύονται στην εξώπορτα και από τα ανήσυχα γαυγίσματα των σκύλων γύρω από το σπίτι.
Ποιος ξέρει, μπορεί να έρχονται και τα πενήντα αδέρφια μου, μοιάζοντας σαν ανθρακωρύχοι που έχουν γίνει ένα με το κάρβουνο, έτσι καθώς τους άφησε με τις σάρκες καρβουνιασμένες από τους κεραυνούς του ο μεγάλος μας θεός. Μας ρήμαξε αλήθεια ο θεός αυτός.
Έδωσε λέει θεϊκή ρίζα στο γένος μας. Ποιος του το ζήτησε; Ύστερα θεϊκή ρίζα δεν έλειπε από το γένος μας. Η Γη, ο Πόντος, ο Ωκεανός, η Τηθύς, ήτανε προγονοί μας.
Ναι, μιλάω τόσο ελεύθερα για τους θεούς γιατί είμαι τόσο γριά που σχεδόν είμαι αθάνατη κι εγώ. Τίποτε άλλο δεν ξεχωρίζει τους θεούς από τους ανθρώπους παρά η αθανασία τους. Γι αυτό οι γέροι και οι γριές τους πλησιάζουν κι έχουν το δικαίωμα να μιλάνε γι αυτούς άφοβα. Μετριούνται σαν ίσοι προς ίσους πια με κείνους. Γιατί βλέπουν πως δεν είναι οι θεοί αθάνατοι, μόνο οι άνθρωποι είναι θνητοί και δεν προλαβαίνουν να δουν τους θεούς να πεθαίνουν.
Σου έλεγα πριν πως μπορεί να ’ρχονται και τα πενήντα αδέρφια μου εδώ μέσα. Μια μυρουδιά σερνικού γεμίζει τότε το σπίτι. Και μπορεί η δύσπνοια που με πιάνει τις ημέρες εκείνες να είναι από το συνωστισμό με τόσους νεκρούς που μαζεύονται τότε, καθώς κουβαλούν μαζί τους και την άπνοια και μένουν εδώ για κάμποσο.
Α! Πόσο διαφορετικά ήταν όταν όλοι αυτοί ήσαν ζωντανοί και το παλάτι έμοιαζε σαν μια μεγάλη κυψέλη που χαρούμενες μέλισσες το γέμιζαν…
Ναι, μου ’ρχονται στη θύμηση μου τέτοια κάποτε, σαν τώρα που σε είδα.
Τι αίσθηση και κείνη, να είμαστε μαζί με την προγιαγιά σου την Καλλιστώ οι μόνες αδερφές μέσα σε πενήντα αγόρια!
Είσαι μοναχογιός και δεν ξέρεις τι θα πει αδερφός και αδερφή.
Δεν μπορείς να ξέρεις πόσο θα καμάρωνες να βγαίνεις με την αδερφούλα σου στο παζάρι ή για να μαζέψετε ξύλα και να μην μπορεί να την πειράξει κανείς επειδή εσύ θα την προστάτευες.
Και βέβαια δεν θα ήξερες ούτε τότε, πόσο ήσυχες, αμέριμνες, ασφαλείς από κάθε κακό και πόσο περήφανες αισθάνονται δυο αδερφές με πενήντα αδέρφια.
Αν φτιάχνανε αυτοί ένα γύρο και μεις καθόμασταν δίπλα του, θα ήμασταν τα πολύτιμα πετράδια σ’ αυτό το δαχτυλίδι.
Όλοι μας ζήλευαν να έχουμε αδέρφια τόσα.
Αλλά κι αυτά μας αγαπούσαν.
Κι η πιο παράξενη πεθυμιά μας ήτανε διαταγή γι αυτούς.
Η Καλλιστώ πολλές φορές τους είχε ζητήσει χάρες, κάτι εγώ δεν τόλμησα ποτέ να κάνω.
Μια φορά θυμάμαι-πόσο μακρινές θύμησες!-τους απαίτησε να της φέρουνε τρία λιοντάρια μέσα σε κλουβιά.
Ήθελε, τους είπε, να νιώσει βασίλισσα των λιονταριών έτσι που θα τα έκανε ότι ήθελε καθώς αυτά θα ήσαν φυλακισμένα.
Το έκαναν. Πενήντα θεριά τι ήτανε γι αυτούς να πιάσουνε τρία άλλα θεριά ζωντανά;
Και στάθηκαν μετά όλα τ’ αδέρφια στη σειρά να περάσει και να τους φιλήσει έναν έναν μετά το κατόρθωμα τους η Καλλιστώ, για να τους δείξει την αγάπη της και για να τους ανταμείψει για την υπακοή τους.
Για μέρες παίδευε τα κακόμοιρα τα λιοντάρια.
Πόσα δεν είχανε κάνει τ’ αδέρφια της γι αυτήν!
Δε λέω, και μένα μ’ αγαπούσαν, όμως εγώ δεν τους γύρεψα τίποτε άλλο παρά την ήρεμη και σίγουρη αγάπη τους. Και είναι αλήθεια πως ποτέ δεν με ρώτησαν και μένα αν θέλω κάτι.
Επειδή δεν ήμουν αρκετά όμορφη σαν την Καλλιστώ; Επειδή ήξεραν πως θα τους έλεγα πως δε θέλω τίποτα; Ποιος ξέρει.
Η ντροπαλή-έτσι μ’ έλεγαν.
Και ήμουνα.
Πάλι ποιος μπορεί να ξέρει τι έχει μέσα του το μυαλό πενήντα νέων που τους ενώνει το ίδιο αίμα και που αυτό το αίμα βράζει από νιάτα, από δύναμη, από ομορφιά και εξουσία;
Κυρίως το τελευταίο.
Και είχανε μεγάλη περηφάνια να είναι πριγκιπόπουλα της Αρκαδίας.
Και καθότανε με τις ώρες ο πατέρας μας να τους διηγιέται την καταγωγή μας και την ανωτερότητα τους απέναντι σε άλλους, άσημους βασιλιάδες. Τα βράδια μπρος στο τζάκι, στη μεγάλη πίσω αίθουσα, ό πατέρας έλεγε κι έλεγε, ενώ με περιέργεια και με ενδιαφέρον τον ακούγανε πηγαινοέρχοντας τα παιδιά και τσιμπώντας την ίδια στιγμή από τα ανθρώπινα κρέατα που ψήνονταν στο μεγάλο τζάκι. Κι αν έχαναν κάποιο κομμάτι από τη διήγηση δεν τα πείραζε. Στην αυριανή ή στην παραυριανή μάζωξη θα τα ξανάκουγαν. Δε βαριότανε-τι λέω δε βαριότανε, ευκαιρίες γύρευε να τα λέει και να τα ξαναλέει ο παππούς σου.
Και με τη μυρωδιά από ψημένα κρέατα να γεμίζει την αίθουσα, τους έλεγε για τον πατέρα του τον Πελασγό, πόσο γενναίος και έξυπνος ήταν ανάμεσα στους συμπατριώτες του και πόσο ένιωθε να μη τον χωράει ο τόπος που ζούσε ώστε έχτισε δική του πόλη, την Παρρασία, και έγινε βασιλιάς της για εικοσιπέντε χρόνια.
Είμαι σίγουρη πως ξέρεις τα ονόματα όλων των προγόνων και συ, μα μπορεί και να τους μπέρδευες καμιά φορά. Γιατί βλέπω πως κάποτε πρέπει να σκέφτεσαι για λίγο, ώστε να μπορέσεις να παρακολουθήσεις τα λεγόμενα μου. Και αυτό το βρίσκω φυσικό μιας και ζεις μακριά από την Αρκαδία.
Γι αυτό θα ακούσεις κι από μένα λίγα για του σογιού μας την γενεαλογία-έτσι δεν τη λέτε στο σχολείο σας;
Ο Πελασγός ήτανε ο παππούς μου. Πατέρας του πατέρα μου του Λυκάονα.
Ο πατέρας μου λοιπόν, διηγιόταν συχνά τα κατορθώματα και τις νίκες που είχε κάνει ο δικός του πατέρας, ο Πελασγός, σε τοπικούς πολέμους, ώσπου να επικρατήσει στην περιοχή χτίζοντας την Παρρασία.
Τους έλεγε ακόμα για τον παππού του τον Αρέστορα, πατέρα του Πελασγού, που είχε την καταγωγή του από τον Φόρκυ, γιο του Πόντου και της Γης, για τη μητέρα του τη Μελίβοια, που ήτανε παιδί του Ωκεανού και της Τηθύς, τους έλεγε ιστορίες που ο πατέρας και η μητέρα η δική του του είχαν διηγηθεί.
Εκείνο όμως που περισσότερο χαιρόταν να λέει και να ξαναλέει ήτανε για τη ζωή του σαν πριγκιπόπουλου της Παρρασίας-πριν γίνει βασιλιάς ολόκληρης της Αρκαδίας.
Και έλεγε... και έλεγε...
Και αν κάποιος απ’ όλους τον ρωτούσε πώς αυτός που ήτανε γέννημα της θάλασσας από πατέρα και μάνα κατάντησε να ζει σε μια χώρα πετρωτή και βουνίσια, τότε σταμάταγε τη διήγηση, έμενε για λίγο σκεφτικός και ύστερα σήκωνε το μεγάλο χοντρό του κεφάλι προς εκείνον που τον ρώτησε και ξύνοντας το πηγούνι του έκανε απορημένος: "Έλα ντε!"
Όλοι γελούσαν κι εκεί τελείωνε η διήγηση για
κείνο το βράδυ.
Η ζωή ήταν δική μας τότε. Και τι την κάναμε;
Τίποτα.
Η ζωή είναι δική σας τώρα.
Και τι θα την κάνετε;
Τίποτα.
Πού είναι όλα εκείνα που πέρασαν; Χάθηκαν μέσα στο Κενό που όλα στο τέλος καταπίνει.
Θύμησες...
Μα τι άλλο είναι η ζωή παρά θύμησες;
Ως και το που κάτι σου είπα μέχρι τώρα, μόνο να το θυμάμαι μπορώ. Γιατί κι αυτό περασμένο πια είναι.
Ώρες ώρες λέω πως ο άνθρωπος είναι άνθρωπος μόνο επειδή έχει μνήμη. Μα ας έλειπε τέτοια βασανιστική ανθρωπιά.
Α! Και τι δε θα είχα να θυμηθώ! Τα παιχνίδια μας στο δάσος; Το σκαρφάλωμα στα γύρω βουνά;
Όλοι με πρόσεχαν και με περιποιόνταν τότε.
Έψαχνα να βρω το γιατί.
Ούτε που μου πήγαινε στο μυαλό πως στο πρόσωπο μου τιμούσαν τον Λυκάονα που φοβόνταν, και τ’ αδέρφια μου και την αδερφή μου.
Όταν ο Δίας κεραύνωσε τ’ αδέρφια μου, έχασα όλη τη χαρά μου. Τα παιχνίδια σταμάτησαν, η περηφάνια που έκρυβα κι εγώ μέσα μου για την καταγωγή μου έχασε τα φτερά της. Η αδερφή μου μόνο η Καλλιστώ εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται σαν να μην έγινε τίποτα. Γι αυτήν σα να μην χάθηκαν σαράντα εννέα αδέρφια της, κρεμάστηκε τώρα από το λαιμό του Νύκτιμου, του μόνου που μας άφησε ζωντανόν ο Δίας και που ανάλαβε τη βασιλεία της χώρας όταν τον παππού σου τον Λυκάονα τον μεταμόρφωσε ο Δίας σε λύκο. Δεν ξέρω αν σου έχουν πει την αιτία αυτής της μεταμόρφωσης, όμως θα στην πω εγώ έτσι κι αλλιώς, γιατί πρέπει να ξέρεις όλα για την οικογένεια σου που είναι και δική μου. Βασιλιάς λοιπόν όντας ο Λυκάονας, κάλεσε σε τραπέζι το Δία. Νέος θεός τότε ο Δίας και με την ανάγκη όλων για να σταθεροποιηθεί στο θρόνο του, δεχόνταν προσκλήσεις τέτοιες από ισχυρούς θνητούς.
Είναι όπως όταν σήμερα οι βουλευτές σας κάνουνε κουμπαριές.
Μα στην Αρκαδία τρώγαμε ακόμα ανθρώπινο κρέας. Είτε των εχθρών που πιάνονταν αιχμάλωτοι, είτε πολιτικών εχθρών του βασιλιά. Και ενώ είναι η αλήθεια ότι πρόσφερε πολλά καλά στην Αρκαδία ο πατέρας, όπως ας πούμε ημέρεψε τους κατοίκους και τους έμαθε να ζούνε σε πόλεις και όχι ένας ένας σαν τα θηρία, όμως δεν είχε αλλάξει τη συνήθεια της ανθρωποφαγίας.
Πρόσφερε λοιπόν και στο Δια κρέας ανθρώπινο.
Αυτό είναι και η αιτία που όταν το έμαθε ο Δίας εξαγριώθηκε κι έκανε λύκο τον πατέρα μου και κατακαρβούνιασε με τους κεραυνούς του τα παιδιά του και αδέρφια μου.
Όταν λοιπόν ο πατέρας μου έγινε λύκος και πήρε τα βουνά και ο Νύκτιμος έγινε βασιλιάς της Αρκαδίας, ακόμα ο κόσμος με σέβονταν και με θεωρούσε κάποια με αξία. Μα όταν ανάλαβε ο ανηψιός μου και παππούς σου, ο Αρκάδας, που όπως ξέρεις έγινε βασιλιάς της Αρκαδίας σκοτώνοντας τον Νυκτιμο, τα πράγματα άλλαξαν προς το χειρότερο για μένα. Δε με ήθελε διόλου.
Κανείς δε νοιάζονταν για μένα τότε.
Με ενοχλούσε αυτό στην αρχή, όταν δεν είχα καταλάβει ακόμα την αιτία της αλλαγής τους.
Περίμενα να παραμερίζουν στο δρόμο όταν περνούσα, όμως αυτοί ούτε που έβλεπαν ότι υπάρχω. Επίτηδες πήγαινα στην αγορά μόνη μου και γύριζα κουβαλώντας δυο τρεις γεμάτες μεγάλες τσάντες για να δω αν κανείς θα προθυμοποιόνταν να με βοηθήσει.
Τίποτα. Ούτε σα γριά που σχεδόν ήμουν κιόλας.
Κι αν τους εμπόδιζα στο διάβα τους με βρίζανε από πάνου.
Θα πεις πως οι μεγάλοι που με γνώριζαν για χρόνια είχαν λείψει οι περισσότεροι ή σε μάχες σκοτωμένοι ή, σε μετανάστεψη, ή έχοντας πεθάνει νέοι.
Μα έμεναν ακόμα αρκετοί. Κι αυτοί όμως σα να μην με γνώριζαν έκαναν.
Μερικοί περπατώντας με χαιρετούσαν μόνο βιαστικά.
Ένιωσα πως δεν άξιζα πια τίποτα στην Αρκαδία μέσα.
Το πράγμα χειροτέρεψε όταν ο παππούς σου άφησε αυτό το σπίτι για να φτιάξει το καινούργιο του παλάτι "μακριά από τις γριές" όπως έλεγε. Η άλλη γριά ήτανε η Μαία, η γυναίκα που τον ανάθρεψε όταν η Καλλιστώ έγινε αστερισμός. Κι όταν κι αυτόν οι θεοί τον κάνανε αστερισμό και ανέβηκε κι αυτός να κάνει παρέα με τη μητέρα του μέσα στα κρύα πλάτη του ουρανού, ένιωσα τέλεια μόνη και αδύναμη.
Ο παππούς σου θα μπορούσε να είχε αλλάξει μερικά πράγματα σ' αυτό το σπίτι που κάποτε ήτανε παλάτι, αν τα πήγαινε καλά μαζί μου.
Δεν ξέρω γιατί δε με συμπάθησε.
Ίσως γιατί δεν πέθανα κι εγώ καθώς η μητέρα του.
Μετά, ίσως επειδή ήτανε παιδί θεού είχε μεγάλη περηφάνια και δεν ανεχότανε να ζει κοντά σε παρακατιανούς συγγενείς. Μου ’λεγε όταν τον πιάνανε τα νεύρα του «εκτος που είμαι βασιλιάς είμαι και μισός θεός-τι συγγένεια έχεις εσύ με μένα;"
Δεν τον παρεξηγούσα. Μάλιστα τον καταλάβαινα. Δεν ήτανε πολλά τα παιδιά θεών στον κόσμο.
Κοιτάζω από το παράθυρο τα βράδια και τον βλέπω στον ουρανό. Τα πέντε αστέρια του λάμπουνε σχεδόν σαν της μητέρας του. Κι έτσι όπως είναι βαλμένοι οι δυο τους μοιάζει σαν να τον πιάνει από το χέρι η μητέρα του και γιαγιά σου.
Και ο προπάππος σου, όταν αυτοί βγαίνουν σον ουρανό, εκείνος αρχίζει τις σπαραχτικές κραυγές του μέσα από τα δάση, σαν να τους καλεί να ξανάρθουν ή σαν να θέλει κάτι να τους πει-λες και θα τον άκουγαν εκεί πάνω,
Κι εγώ τον ακούω να αλυχτάει φρικώδικα μέσα στο σκοτάδι και η καρδιά μου σπαράζει.
Μα έτσι το θέλησε ο Δίας. Και ποιος μπορεί να πάει κόντρα στη θέληση του;
Μας βάζει νόμους και μεις τους τηρούμε και ζούμε μ’ αυτούς.
Και ξαφνικά η βουλή του αλλάζει. Πώς θα έπρεπε να ξέρει ο πατέρας μου πως δεν πρέπει πια να τρώει ανθρώπινο κρέας;
Μα όταν οι θεοί θέλουνε να χαλάσουνe κάποιον, δε λογαριάζουν νόμους κι ας τους είχανε οι ίδιοι βάλει.
Εγώ βαθιά μου δεν πολυπίστευα πως οι θεοί κανονίζουν όλα τα ανθρώπινα. Και αυτό ο παππούς σου το είχε καταλάβει και ήταν ένας άλλος λόγος αυτό να μην με ανέχεται. Γιατί ήταν σαν έτσι να αμφισβητούσα την αξία της καταγωγής του από το Δία από τη μια και από την άλλη να πρόσβαλα την τιμή της μητέρας του.
Βέβαια θα σου έχουν μάθει όλες τις ιστορίες σχετικά με την καταγωγή σου, με τους προγόνους, με τις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους.
Μα ξέρω πως οι νέοι θέλουν ν' ακούνε οικογενειακές ιστορίες από κάποιον που ο ίδιος τις έχει ζήσει. Και περισσότερο όταν πρόκειται για ιστορίες πολύ δικών του προσώπων.
Και μένα μου άρεσε αυτό όταν ήμουνα μικρή.
Μικρή! Ποιος ξέρει πόσον καιρό πριν... Από μια ηλικία κι ύστερα δεν παίζουν ρόλο τα χρόνια, όσα κι αν περάσουν.
Φτάνει να καταλάβει κανείς μερικά πράγματα για
να είναι όλα ίδια από κει και πέρα.
Αυτό ίσως δίνει μιαν άλλη όψη στα πρόσωπα και στα γεγονότα, και γι αυτό μπορεί οι νέοι να θέλουν ν' ακούνε τα ίδια πράγματα κι από άλλους. Μπορεί να ’χουν μια κρυφή ελπίδα να μάθουν κάτι που οι γονείς τους τους το έκρυψαν, ή ότι κάποιο περιστατικό δεν έγινε ακριβώς έτσι όπως τους το έχουν πει.
Και καμιά φορά αυτό αλλάζει πολλά πράγματα στη ζωή των νέων.
Και ακόμα όντας νέοι, το μυαλό τους είναι στα παιχνίδια, ξεχνάνε συχνά ό,τι ακούνε και πρέπει να το ακούσουν πολλές φορές για να το θυμούνται.
Ενώ εμένα κάθε ρυτίδα μου είναι κι ένα αυλάκι στο χωράφι της γνώσης. Βλέπεις, όλο τ’ όργωσα.
Εσένα υνί δε βυθίστηκε ακόμα στο δικό σου χωράφι.
Είσαι τόσο νέος!...
Είσαι το μέλλον, είμαι το παρελθόν.
Α! Οι γριές έπρεπε να πεθαίνουν.
Ο πατέρας σου είμαι σίγουρη θα με είχε σκοτώσει και ίσως να μ' έτρωγε αν δε φοβόταν την εκδίκηση του Δία.
Οι γέροι και οι γριές έπρεπε να πεθαίνουν.
Γιατί κανείς δεν τους υπολογίζει.
Ούτε πια και η ζωή.
Είναι γι αυτήν όπως ένα ρούχο παλιό, χιλιοφορεμένο, που όμως δεν το πετά γιατί τους θυμίζει την παλιά της εποχή.
Οι γέροι άνθρωποι είναι σαν τα χιόνια τα βρώμικα και μισοπαγωμένα που μένουν σε κάτι σκιερές γωνιές όταν όλα τα άλλα έχουν λιώσει.
Κανείς, ούτε και τα φοβάται πια, ούτε και χαίρεται
μαζί τους.
Οι πόρτες κλείνουν γι αυτούς όπως κλείνουν για έναν άγνωστο ή για έναν αλήτη.
Γιατί τι να πει κανείς μ’ ένα γέρο;
Για να μιλήσει ένας γέρος σε κάποιον πρέπει να τον πληρώσει ώστε αυτός να τον ακούσει.
Και ποιος θα πάει να μου ψωνίσει εμένα; Εγώ μόλις που μπορώ να πηγαίνω ως το κρεβάτι μου την ώρα του ύπνου.
Περνάει κανένα γειτονοπούλα και του δίνω να μου φέρει κάτι. Αλλιώς περνάω με παξιμάδια που έχω πάντοτε κοντά μου.
Και έτσι που ο παππούς σου με έχει εγκαταλείψει, όταν πεθάνω, θα με βρουν από τη βρώμα που θα αναδίνει το λιωμένο σώμα ή όταν έρθει το παιδί για να δει αν θέλω τίποτα.
Μα ήμουν συνηθισμένη στην τέτοια ζωή από μικρή.
Κανείς νέος δε ζήτησε να χορέψει μαζί μου στα γλέντια μας, ενώ γύρω από την Καλλιστώ σχηματίζονταν ένας φράχτης από αντρικά κορμιά που ποθούσαν ν' αγγίξουν το δικό της.
Τότε...
Τα πρωινά, όταν ακόμα ένας κρύος αχνός σκέπαζε τις σπορές, συνήθιζα να βγαίνω έξω απ’ το παλάτι και να κάνω βόλτες στον κήπο και στα γύρω χωράφια.
Άκουγα το τραγούδι των δροσοπηγών μέσα στη βαθιά γαλήνη της φύσης.
Τα γύρω βουνά μοιάζανε σαν τεράστιοι βωμοί με την ομίχλη μυρωμένη κνίσα να χαϊδεύει ερωτικά τις κορφές τους.
Το τελευταίο αστέρι έσβηνε στον ουρανό αφήνοντάς τον όλον άδειο, για να φανερωθεί σε όλη του τη βασιλική μεγαλοπρέπεια ο μεγάλος άρχοντας, ο ήλιος.
Τότε αυτός γινόταν ένα με την ψυχή μου.
Τέτοια πρωινά η θλίψη ήτανε ποτισμένη από τη δροσιά, που δεν ήτανε νερό αλλά δάκρυα χυμένα για κάποιο συντριμμένο ειδύλλιο. Οι μαργαριτούλες των πράσινων λιβαδιών-μικροί ήλιοι-τέντωναν τα φυλλαράκια τους σαν αχτίδες γύρω από το κροκάτο κίτρινο κέντρο τους.
Το παλάτι πίσω μου έμοιαζε μες στην πρωινή πάχνη σαν ένα πλοίο χωρίς κατάρτια και πανιά.
Μα ένα καράβι με άξιον κυβερνήτη, τον Λυκάονα, τον άγιο πατέρα μου.
Ένα καράβι που οι γύρω θάλασσες το σέβονταν.
Κι όταν μέσα από το παλάτι ακούγονταν ο θόρυβος των τετζερέδων, οι θόρυβοι του αρμέγματος και οι φωνές από τα αλληλοπειράγματα των αδερφών μου καθώς πλένονταν για να διώξουν από πάνω τους τα όνειρα και τις σκιές του ύπνου, τότε ήξερα πως είναι ώρα να γυρίσω.
Μετά το φαγητό τ’ αδέρφια μου σκορπίζονταν με τα κοπάδια στα γύρω χωράφια και οι δούλες ξανασυγύριζαν την αυλή από την αντρική αναστάτωση στη γυναικεία τάξη.
Το χειμώνα κλεινόμασταν όλοι μέσα στο παλάτι και τρώγαμε τραχανά το πρωί και παστό χοιρινό το μεσημέρι.
Τα ψωμιά ψήνονταν κάθε μέρα στους φούρνους που είχε χτίσει ο πατέρας.
Τριζοβολούσανε τα ξύλα στο τζάκι.
Η Μαία μάζευε γύρω της τις γυναίκες του σπιτιού και λέγαμε τις γυναικείες μας κουβέντες με χάχανα και με ιστορίες για αγόρια.
Οι άντρες γυρίζοντας κουβαλούσανε ξύλα και ταχτοποιούσανε στο τζάκι το κρέας.
Το κρασί έτρεχε από τα γένια τους καθώς έπιναν ρίχνοντας ξαναμμένα βλέμματα στις καλόβολες δούλες.
Και τα καλοκαίρια περνούσαν, και οι χειμώνες και
τα χρόνια περνούσαν.
Και ήρθε η ώρα να έρθει ο Δίας στο παλάτι μας και να ταϊστεί το απαίσιο φαγητό. Και πάνε οι αδερφοί μου, εκτός από τον Νύκτιμο στον Άδη, και πάει ο πατέρας μου ο Λυκάονας στα βουνά ν’ αλυχτάει.
Η Καλλιστώ αργότερα έφυγε από το σπίτι.
Την ξεμυάλισε μια φίλη της να αφιερωθεί στην Άρτεμι. Και κείνη, με τόση ζωή και με τόση πεθυμιά μέσα της επήγε, κι ας ήξερε πως η Άρτεμι δε συγχωρεί τους παραβάτες των κανόνων της.
Και σε μια πομπή προς τιμήν της θεάς την είδε ο Δίας και την ερωτεύτηκε.
Λέω πως δε θα δυσκολεύτηκε να τηνε κατακτήσει.
Μα όταν έμαθε η Ήρα ότι η Καλλιστώ εγέννησε από το Δία τον παππού σου τον Αρκάδα, φρένιασε.
Και περίμενε την ευκαιρία να εκδικηθεί.
Ήτανε ρημαγμένο το σπίτι μας, θα του ’ρχονταν κι άλλα κακά.
Ο Νύκτιμος δεν είχε τη δύναμη που χρειάζονταν το παλάτι και η Αρκαδία για να κυβερνηθούνε. Οι δούλοι και οι δούλες το ’σκασαν. Και οι γύρω χωρικοί, που ο πατέρας μου είχε συμμαζώξει και τους έβαλε να ζουν σαν άνθρωποι μέσα σε πόλη κι όχι ένας ένας σαν αγρίμια, να δουν ότι ο Νύκτιμος δεν ήξερε από διοίκηση, αρχίσανε να ξεσηκώνονται και να ζητάνε.
Ως για τον Αρκάδα, μικρός ακόμα ήτανε για βασιλιάς. Κι όταν μεγάλωσε κι αυτός και είχε βγει κάποια μέρα για κυνήγι, η Ήρα, για να εκδικηθεί μέχρι τέλους, τού έστειλε μπροστά του τη μάνα του και αδερφή μου, την Καλλιστώ μεταμφιεσμένη σε αρκούδα, ώστε ο ίδιος της ο γιος να την τοξέψει. Μα ο Δίας πρόλαβε, την πήρε από κει, κι αστερισμό την έκανε στον ουρανό. Κι έχετε σεις σήμερα τη Μεγάλη Άρκτο που βοηθάει τους ναυτικούς να βρίσκουνε το δρόμο τους.
Και σαν έφτασε σε ηλικία ο Αρκάδας κι ήρθε η ώρα κι έγινε ο ίδιος βασιλιάς, έδιωξε τον ανάξιο θείο του κι η Αρκαδία βασίλειο έγινε πάλι ισχυρό.
Και παντρεύτηκε ο παππούς σου εσένα και μένα τ’ ανίψι μου, ο Αρκάδας, την Ερατώ, κι έκανε τρεις γιους-τον πατέρα σου και τους δυο θείους σου, τον Αζάν και τον Αφείδαντα.
Αυτά πια είναι κοντινά, τα ξέρεις.
Το γιο του Αζάν τον Κλείτορα έχει η Αρκαδία τώρα βασιλιά, αφότου οι θεοί κάμανε αστερισμό και τον παππού σου τον Αρκάδα, και δίπλα τον εβάλανε στη μάνα του να μένει σαν η Άρκτος η Μικρή.
Μόνο στον ουρανό θα γλίτωναν οι δυο τους από της Ήρας τη μανία.
Μα κι εκεί ήσυχους δεν τους άφησε η μανιασμένη γυναίκα του ερωτύλου του θεού.
Είπε στους θεούς των θαλασσών να μην αφήνουν τις δυο ουράνιες αρκούδες να βουτάνε μέσα τους και να δροσίζονται.
Έτσι εξηγιέται που και οι δυο αυτοί, μόνοι από τους άλλους τους αστερισμούς, μένουνε πάντα φανεροί στον ουρανό.
Κι απέ ο Αφείδαντας κι ο γιος του ο Αλεός πιάσανε την Τεγέα, ενώ εσένα ο πατέρας σου σου ’καμε δώρο την Ελάτεια στη Φωκίδα. Μα ξέρω και ας μη κανείς να μου το πει, πως ζήτημα χρόνου είναι της Αρκαδίας τα γκέμια συ να τα πάρεις.
Εμείς οι γριές μπορούμε να διαβάζουμε.
Όταν έχεις ζήσει τόσα χρόνια κι έχεις δει τόσα πράγματα να γίνονται και να ξαναγίνονται ίδια και ίδια, τότε μ’ ένα βλέμμα που θα ρίξεις σε έναν άνθρωπο καταλαβαίνεις τα πάντα γι αυτόν.
Από τον τρόπο που μιλάει, από το ύφος που παίρνει για να ξεστομίσει την κάθε λέξη, από τα συναισθήματα που διαβάζεις σαν σε βιβλίο ανοιχτό μέσα στα μάτια του, από τον τρόπο που κινεί τα χέρια του ή το κορμί του ολόκληρο μιλώντας, από ένα μικρό σπασμό της γωνίας του στόματος του, οι γέροι άνθρωποι, από το καθένα απ’ αυτά και από όλα μαζί, οι γέροι μπορούν να σου
πουν τα πάντα για κάποιον άλλο.
Οι γύφτισσες που λένε τη μοίρα στης Τρίπολης τα σπίτια, οι καφετζούδες που βλέπουν το μέλλον στο φλιτζάνι, οι χαρτορίχτρες, οι πεντοβολατζούδες και τόσες άλλες γυναίκες που λένε τη μοίρα στην πόλη σου ή στην Αρκαδία ή στα παζάρια της Ανατολής, δεν είναι παρά έξυπνες και εξασκημένες γυναίκες, που με μια ματιά που θα ρίξουν στον άνθρωπο που πάει να μάθει τη μοίρα του, μπορούν να πουν τα πάντα-πίστεψέ με: τα πάντα-για τον άνθρωπο αυτόν. Και όλα να βγουν αληθινά. Και το που ρίχνουν τα χαρτιά και τα πεντόβολα, και το που κοιτάνε το φλιτζάνι, είναι για τους ευκολόπιστους μονάχα.
Έτσι κι εγώ που βλέποντάς σε ξέρω τα πάντα για σένα, σου δίνω τη σίγουρη πρόβλεψη ότι θα βασιλέψεις στην Αρκαδία.
Και σου αξίζει.
Και της αξίζει.
Έχει πολύν δρόμο να κάνει ακόμα η Αρκαδία-κι ένα της βήμα θα είσαι εσύ.
Εγώ θα σε βλέπω από εδώ μέσα, από το σπίτι-παλάτι από όπου ξεκίνησε η πορεία των βασιλιάδων της Αρκαδίας και θα μαθαίνω από τ’ αστέρια πώς προοδεύει η βασιλεία σου, κοιτάζοντάς τα από το παράθυρό μου μέσα.
Και τι δεν μπορεί να δει κανείς από το παράθυρο του!
Τον Απρίλη να φτάνει φορτωμένον ελπίδες κι αρώματα, τα δέντρα να φιλιούνται στο μισοσκόταδο, τη χλόη κάθε μέρα και πιο ζωντανή, τη φρεσκάδα των ολοκόκκινων λουλουδιών, το άσπρο φεγγάρι, τα μαραμένα φύλλα του χινόπωρου, τη γαλήνια λευκότητα του χιονιού το χειμώνα.
Και ακούς...
Ακούς τους λυγμούς των δέντρων για τα πουλιά που τους έφυγαν, τον αντίλαλο των κραυγών των πουλιών που τρομάζουν από τα γεράκια, τα καμπίσια σκυλιά να γαυγίζουν τους περαστικούς, τον αγέρα να καρφώνει τα κρύα του δόντια στα παράθυρα, το μονότονο και θλιβερό τραγούδι της βροχής.
Κάποιες φορές το δείλι, κάποιο παιδί με βοηθάει να κατέβω στον κήπο.
Τότε παίρνω μια βέργα και χαράζω γραμμές στο χώμα. Γραμμές που δεν ξέρω γιατί, αλλά μου μοιάζουνε σαν οι εικόνες τους να βγαίνουν από την ψυχή μου. Κάθομαι και τις κοιτάζω ώρα πολλή.
Και τότε νιώθω ελαφριά την ψυχή μου σαν να έβγαλε πολύ βάρος από μέσα της και γίνομαι εγώ το μελτέμι που περνάει μέσα από τα τραχιά δέντρα, και γίνομαι εγώ τα πέταλα τα άλικα των ανθών, και είμαι εγώ κι όχι οι πηγές που αναβλύζουν το δροσερό νερό, και είμαι εγώ ο μεταξένιος ιστός της αράχνης που χωρίζει το γαλάζιο τ’ ουρανού από το γαλάζιο της θάλασσας. Και πέφτοντας ο ήλιος, βλέπω τον κάμπο πέρα να θρηνεί και βλέπω τον πράσινο βάλτο να σβήνει τα φώτα του και ν’ ανάβει τις πράσινες φωνές των βατραχιών του, και βλέπω να μεθάει όλη η φύση με πιοτό καμωμένο από δάκρυα…
Μιλάω και συ αγαπητό μου παιδί δεν με διακόπτεις.
Με ακούς με προσοχή και θα έλεγα όλο και με περισσότερο σέβας.
Μα παιδί μου, ολοζωής κι αν μιλάει ο άνθρωπος δεν καταφέρνει να πει όσα ένα πράγμα με την ύπαρξη του μόνο λέει.
Α! Τα πράγματα!
Και με την ανάσα μας μόνο τα βεβηλώνουμε!
Τα πράγματα!
Που μόνο επειδή αυτά μας ανέχονται υπάρχουμε! Κοίτα αυτές τις ξεχαρβαλωμένες καρέκλες που ρήμαξαν από τα βλήματα της κακίας και της ψευτοπερηφάνιας μας!
Πότε άραγε θα πάψουμε να πληγώνουμε την αγιότητα της σιγής τους με επινοημένα βλήματα λέξεων που δε ζουν παρά ώσπου να διαγράψουν την τροχιά τους στον έρημο αέρα και που ποτέ δεν βρίσκουν το στόχο τους; Αχ! Θα μπορέσουν ποτέ να μας συγχωρήσουν όλα αυτά που, προσπαθώντας να γνωρίσουμε τους εαυτούς μας, περιγράφουμε;
Μα σε κρατώ και ίσως θέλεις να πας κάπου με τους φίλους σου, να δεις την πόλη.
(Ο Στύμφαλος κυττάζει το ρολόι του και το πρόσωπό του παίρνει μια καθησυχαστική έκφραση. Σιωπή.)
Έχω καιρό να μιλήσω τόσο.
Είχα σωπάσει.
Δεν μιλούσα σε κανέναν.
Είχα αρχίσει να βυθίζομαι στην επικράτεια της αδιάλυτης ομίχλης.
Έχω τόσον καιρό να μιλήσω που αύριο, λέω, θα με πονάει ο λαιμός μου-όχι, μην ανησυχείς, ευχάριστος πόνος θα είναι.
Αναρωτιέμαι καμιά φορά τι θα είχαν απογίνει τα αδέρφια μου αν είχαν ζήσει, και δίνω μόνη την απάντηση: θα είχαν απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλο μακρύτερα από όσο οι γαλαξίες, που όπως λένε οι σοφοί σας όλο και απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο-όσοι θα προλάβαιναν να επιζήσουν από το αλληλοεξόντωμα για την εξουσία-γιατί λίγοι θα επιζούσαν.
Και γιατί άραγε θα σκότωναν ο ένας τον άλλο; Μα για τη γωνιά της γης που λέγεται Αρκαδία, Τεγέα, Παρρασία, Ελάτεια, 'Αργος…
Τι τάχα περιμένουν οι άνθρωποι διεκδικώντας μια δράκα γης; Τι περιμένουν μπαινοβγαίνοντας σαν τους τυφλοπόντικες μέσα στις τρύπες τους; Πού οδηγάει όλο αυτό το ρέμα της ασέβειας και της αναξιοπρέπειας;
(Μικρή σιωπή. Η Θεία τινάζει ελαφρά το κεφάλι σαν για να διώξει ένα έντομο ή μια σκέψη ανεπιθύμητη)
Πού έχετε αλήθεια αφήσει το λεωφορείο; Στην πλατεία του Άρεως υποθέτω. Όλοι οι τουρίστες εκεί κατεβαίνουν. Τρώνε βιαστικά το σουβλάκι τους ενώ ο οδηγός που πάντοτε τελειώνει γρήγορα και πηγαίνει πρώτος στο αμάξι του τους φωνάζει:
"Άντε, αργήσαμε, έχουμε δρόμο!"
Δρόμο για πού; Δρόμο για τι; Και πότε τελειώνει αυτός ο δρόμος;
Και άραγε στο τέλος του θα ξαναβρούμε την αγνή μας ψυχή;
Νοιώθω πως το μυαλό σου ανταριάζει αγαπημένε απόγονέ μου από τα σχέδια και τις σκέψεις γι αυτό που έχεις βάλει για σκοπό της ζωής σου: να κερδίσεις το θρόνο της Αρκαδίας.
Όμως μην ανυπομονείς. Ξέρεις και συ αλλά και η αρχαία μου γνώση στο επιβεβαιώνει, ότι δικός σου θα γίνει ο θρόνος της.
Ο Κλείτορας δε θα σου φέρει αντίσταση. Δεν έχει άξιους βοηθούς.
Ο Αλεός, και να είχε τα κότσια να τόνε βοηθήσει, είναι τόσο τώρα απασχολημένος με τους έρωτες της κόρης του της Αυγής με τον Ηρακλή, και είναι ευκαιρία θα ’λεγα, να κάνεις τώρα κείνο που είναι να γίνει.
Άλλωστε του Κλείτορα η καρδιά χτυπάει για βόρια.
Δεν ξέρω αν έχεις γνωρίσει το γιο του το Λυκούργο που ’κανε με κάποια Νέαιρα.
Αυτός είναι ακίνδυνος, όμως ένας γιος εκείνου του Λυκούργου, Αγκαίο τόνε λένε, είναι σκληρός και τον τραβάει η δόξα.
Έμοιασε της Ευρυνόμης της μητέρας του-το θρακιώτικο πείσμα της έχει πάρει.
Αυτός μετά από σένα στης Αρκαδίας το θρόνο θα καθίσει.
Εσύ θα ’χεις γεράσει πια.
Γενιά κι αυτός δικιά μας-τι να πεις...
Μα τα δικά μας τώρα ας δούμε.
Εσύ θα γίνεις βασιλιάς κι εγώ από δω όλα θα τα μαθαίνω για σένα.
Μα ακόμα βασιλιάς δεν είσαι, και τώρα για το σπίτι σου γυρνάς.
Όταν λοιπόν θα πας εκεί με το καλό, να μου φιλήσεις τη μητέρα σου. Θαρρώ απ’ όλο μας το σόι εκείνη μόνο μ’ αγαπάει.
Και οι γέροι που μονάχοι ζουν, θέλουνε κάποιος να τους δείξει πως τάχα τους αγαπάει. Κάποιος να τους ειπεί μια λέξη φιλική. Τότε νομίζουν ότι παίρνουν κάποια αξία και πως γι αυτήνε τη ζητιανεμένη αξία έχουν δικαίωμα να ζήσουν λίγο ακόμα.
Θλιβεροί δεν είναι οι γέροι;
Α! Πόση ζωή να μου ’δωσε τάχα αυτή η επίσκεψή σου;
Βλέπεις κάθομαι εδώ και περιμένω να έρθει κάποιος να με δει. Ναι, έτσι είναι. Έτσι έκανα από μικρή. Νόμιζα πως κάποιος ωραίος και πλούσιος νέος θα ερχότανε να μου πει πόσο ωραία είμαι και δε θα φύγει πια από κοντά μου. Θα με παίρνει από πίσω όπου πάω παρακαλώντας με να τον παντρευτώ. Και μη νομίσεις πως θ’ άλλαζα κι αν ακόμα ήξερα πως κανείς δεν πρόκειται να έρθει. Και δεν άλλαξα. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Πεθαίνει ίδιος όπως γεννιέται, μόνο τώρα με γεμάτο ζάρες το πρόσωπο.
Κι έτσι αργά, θλιμμένη και σκεπασμένη τον μανδύα της σιωπής όπως ζω, έτσι και θα περάσω την πύλη του θανάτου.
Κι αν αργεί ακόμα ο θάνατος να έρθει είναι λέω που δεν μπορεί να με βρει εδώ μέσα χωμένη που είμαι.
Η αδερφή μου δε γνώρισε τέτοιες ανησυχίες. Το ίδιο κι ο πατέρας και τ’ αδέρφια μου. Κι αναρωτιέμαι-αυτοί ή εγώ είμαι η κερδισμένη που ζω για να με βασανίζουν όλα τούτα;
Μα τι ρωτάω; Ποιος θα μου απαντήσει;
Θα μένω μόνη εδώ βλέποντας με νοσταλγία να φεύγουν το πρωί τα κοπάδια των προβάτων σηκώνοντας κουρνιαχτό στον ήσυχο δρόμο.
Οι πηγές θα ζητούνε τα χείλια μου, τα δέντρα το άγγιγμα μου, μα εγώ θα μένω ακίνητη σ’ αυτή την ετοιμόρροπη πολυθρόνα και θα πετώ βορά στις τύψεις τη συνείδηση μου κοιτάζοντας το φεγγάρι που γυρίζει την πλάτη του στους γαλαξίες για να συντροφεύει συμπονετικά και ανυστερόβουλα τη γη.
Η αθώα ψυχή της χλόης και τα τραγούδια του νερού, θα ζευγαρώνουνε κάθε μέρα στο ζείδωρο πάντρεμά τους, πλέκοντας το πράσινο πλατύ κρεβάτι της γης, το πάντα έτοιμο για έρωτα ή για θάνατο.
Θα βλέπω τα βουνά ν’ αναπνέουν, το φως να μαραίνεται κάθε βράδυ, και θα νιώθω το μυτερό αγκάθι της θλίψης θα εξερευνάει τα βάθη της ανήσυχής μου ψυχής.
Η απελπισία δεν έχει μυστικά από μένα.
Οι σταγόνες της βροχής θ' αργοπεθαίνουν στα τζάμια του παράθυρου και σκιά βαριά θα σκέπει τα δρομάκια της πικρής μου σκέψης.
Θα είμαι μια γριά που θα βλέπει να θρυμματίζεται ο ουρανός και θα νιώθει την ψυχή της γεμάτη με πόνο για ό,τι άγνωστο της μένει. Κι αυτό θα είναι το τέλος του παραμυθιού. Μόνο που κανένα παιδάκι δε θα λυπηθεί γι αυτό-κανένα δε θα τ’ ακούσει.
(Ακούγεται κόρνα αυτοκινήτου. Ο Στύμφαλος σηκώνεται)
Στύμφαλε συ, που έδωσες τ’ όνομα σου στη λίμνη με τα σιδερένια πουλιά-και που έδωσες ζωή και πάλι σε μια ετοιμοθάνατη γριά, η ορισμένη ώρα που ήμασταν μαζί πέρασε. Ναι, πρέπει να πηγαίνεις.
Οι οδηγοί είναι ανυπόμονοι και εγωιστές. Νομίζουν πως οδηγούν τον κόσμο ολόκληρο.
Δε σε κέρασα τίποτα-τίποτα δεν μου βρίσκεται. Μα βγαίνοντας, κόψε από τον κήπο μήλα και κέρασε και τους φίλους σου, Φαίνονται ακόμα οι καρποί πάνω στα δέντρα.
Μην πεις όλα τούτα στην οικογένεια.
Πες τους πως περνώ καλά με μια μαγείρισσα και με μια υπηρέτρα.
Μπορείς ακόμα να τους πεις πως δε με βρήκες, ή πως σου είπαν ότι έχω πεθάνει.
Εξάλλου δε θα πεις και κανένα μεγάλο ψέμα.
Κράτησε για τον εαυτό σου τη συνάντηση αυτή.
Πάλι όπως θέλεις. Εσύ είσαι ο βασιλιάς, εσύ αποφασίζεις.
Μόνο, αν αποφασίσεις να πεις πως πέθανα, στη μητέρα σου να πεις την αλήθεια.
Και μην ξεχάσεις να τηνε χαιρετίσεις από μέρους μου.
Στάσου να σου κατεβάσω λίγο πίσω το πουλόβερ σου. Ίδια όπως του παππού σου τραβάει προς τα πάνω.
Σκύψε να σε φιλήσω.
Και τώρα βόηθα με να έρθω μαζί σου μέχρι την πόρτα.
Όταν φύγεις, κλείνοντάς την πίσω σου, όλα θα γίνουν πάλι ίδια εδώ μέσα. Με μιαν ανάμνηση παραπάνω μέσα σε αυτές που ακόμα δεν έχουν παραδοθεί: την επίσκεψη σου.
Στο καλό παιδί μου.
(Ακούγεται κόρνα αυτοκινήτου)
Καλά, καλά, έρχεται.
(Στον Στύμφαλο)
Καλό σου δρόμο συνεχιστή της ιστορίας της Αρκαδίας και της οικογένειας.
Και πες του οδηγού να μην τρέχει.
Οι δρόμοι μας δεν είναι οι καλύτεροι.
(Ο Στύμφαλος βγαίνει. Η Θεία κλείνει την πόρτα και κάθεται στην πολυθρόνα. Μένει για λίγο ακίνητη. Ακούγεται η μηχανή του αυτοκινήτου. Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της και σηκώνει το χέρι της σε αργή κίνηση αποχαιρετισμού).