Ο χασάπικος χορός
Στο σπίτι όχι-δε χορεύαμε
χασάπικους χορούς.
Αυτούς τους γνώρισα σε κάτι ταβερνάκια μυστικά-
σε κάτι ταβερνάκια στενωπά
που όταν έρχονταν η ώρα-
που όταν έφτανε η ώρα-
που όταν έπρεπε-
σηκώνονταν ο άντρας
μέριαζε τα τραπέζια,
τις καρέκλες και το σύμπαν
και μόνος,
άγνοια όλος και άφεση
εχόρευε πατώντας στο πάτωμα της οικουμένης-
το άϋλο πάτωμα του κόσμου εχόρευε πατώντας.
Και μέσα στην αυτάρκεια του κλεισμένος
ήτανε πια ανοιχτός σε όλα
και καλόδεχτος κι ωραίος
κι αυτός και ο χορός του.
Και ο χορός του εγίνονταν θυσία
και ο χορός του έχτιζε απ' την αρχή τον κόσμο
άφοβον κι ευθύ
και σταθερόν κι αντρίκιο
με μέσα του όλα τα καλά και καμιά θέση
καμία πρόβλεψη
για υποκρισίες, δόλους και βρωμιές.
Έτσι εγνώρισα εγώ-
έτσι εγνώρισα εγώ ετούτο τον χορό
που τονε λέω χορό γιατί δε βρίσκω-
γιατί δεν ξέρω άλλα λόγια πιο καλά
να ζωγραφίσω με μια λέξη την αγιότητα
να ζωγραφίσω την αγνότητα με μία λέξη
γιατί δεν ξέρω άλλα λόγια πιο καλά
γιατί άλλο λόγο οι άνθρωποι δεν έχουν
για το Αληθινό.