17.
(από «ΤΑ ΑΓΚΑΘΩΤΑ ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΑ»)
Τα κουρασμένα σέρνοντας τα βήματά τους
δυο άλογα
στην πόρτα φτάνουνε του Χρόνου.
-Άνοιξε κυρ-Χρόνε την πορτίτσα σου.
Βγες από τα βάθια σου
και κάνε μας τη χάρη να μας πεις
ποιος την πατρίδα των αλόγων ρήμαξε.
-Μεγαλομάτικα άλογα
ξέρετε ότι δεν υπάρχω πια
κι όμως ζητάτε από μένα πράγματα να σας ειπώ.
Εγώ είμαι του Χρόνου το χοντρό νεκρό το σώμα.
Τα χέρια ετούτα έχουνε ρημάξει όχι μια,
παρά πατρίδες μετρημένες σε χιλιάδες.
Διασχίστε το τεράστιο το κορμί μου,
απάνου σε πατρίδων πτώματα πατώντας,
και στην ουρά μου τη μακριά όταν θα φτάστε
εκεί δε θα ρωτείστε μα θα δείτε
ποιος την πατρίδα σας ετούτη τη στιγμή ρημάζει.
Ένα νεκρόν ξυπνήσατε.
Στο ζωντανό κομμάτι μου τραβάτε.
Τ’ άλογα χλιμιντρίσανε,
προχώρησαν,
κι όταν στο ζωντανό κομμάτι εβρέθηκαν του Χρόνου
εκάναν ένα βήμα προς τα πίσω
που στο ανύπαρκτο και στο άχρονο ευθύς τα πήγε.
Ο Χρόνος κλείνοντας την πόρτα του
εχασμουρήθηκε τεράστιο ένα στόμα ανοίγοντας
και με τα χείλια του πρησμένα εμουρμούρισε:
Άλογα…τι περιμένεις...
έλληνες νομίζω ήσαν...