Σάββατο 24 Απριλίου 2021

CAMOENS

Το ναυάγιο όταν διηγόνταν,
Τόσο ζωντανά τα κύματα εζωγράφιζε
άσπρα μέσα στη νύχτα,
το νερό
έτσι σε υγρόν τάφο μεταμόρφωνε,
τα ουρλιαχτά των ναυαγών
τόσο εταίριαζε με τη βοή του αέρα,
που όσοι τον άκουγαν
στην ώρα εκείνη μεταφέρονταν
και κινδυνεύαν να πνιγούν μαζί του.

Μόνο σαν έφτανε να πέσει μες στο κύμα
στα χέρια του σφιχτά κρατώντας
το μισοτελειωμένο του έπος
κι αφήνοντας τη μαύρη του ερωμένη να πνιγεί,
εκεί για λίγο αφήνονταν να ξεχαστεί
κι έβαζε στη διήγηση μέσα κάποιου άλλου-
που έγινε πιο πέρα- το χαμό
πριν συνεχίσει.

Κι όσοι τον άκουγαν δεχόνταν την υπεκφυγή
γιατί στα βάθη μέσα της καρδιάς τους έβραζε
το Λουζιτάνικο αίμα και γιατί ένιωθαν
ότι το φέρσιμό του αυτό
ζωντανή την πατρίδα τους θα κράταγε
που αν χάνονταν το έπος του
θα βούλιαζε αυτή
αντίς για τη μιγάδα ερωμένη του
κι όχι στης θάλασσας, αλλά στης λησμονιάς
τα νερά, τ’ αδιαπέραστα από
Mάτι,
κι από
Mνήμη
κι από
Xρόνο.