Η ΚΛΟΠΗ
Σε μια βαθιά χαράδρα σ’ αιμάτινο ποτάμι
Ο Χάρος εκοιμόνταν εχόντας αποκάμει.
Από το μονοπάτι που ο ίδιος είχε κάνει
Ζυγώνω και του παίρνω το κοφτερό δρεπάνι.
Και φεύγω τρεχαλώντας και το δρεπάνι θάφτω
Και λίθο μέγα βαζω απάνω από δαύτο.
Τη νύχτα σα φωνίτσες ψιλές χοντρές ακούω
Κανένανε δε βλέπω -δόντια από φρίκη κρούω.
Βουίζει η μονιά μου. Κινώ να πάω να φύγω
Φωνίτσες μ’ ακλουθάνε-παντού με κείνες σμίγω.
Στήνω αυτί-γρικάω λόγια να ξεχωρίσω
κατάρες και βλαστήμιες ο αγέρας φέρνει πίσω.
«Δος το δρεπάνι σκύλε στου Χάροντα το χέρι
στου Χάροντα το χέρι δος σκύλε το μαχαίρι.
Σπασμένη είμαστε κούκλα στης ζήσης τα παιχνίδια!
Στης γης το τόπι πάνω του ήλιου αποκαϊδια!»
Δεν ξέρουν οι καλοί μου. Βάσανα, δυστυχία,
Κάποτε παύουν. Θα ’ρθει ’φροσύνη, ευτυχία.
«Υπομονή καλοί μου. Η σφαίρα μας γυρίζει
Και όχι μόνο λύπη μα και χαρά χαρίζει.»
Πάλι μιλούν: «Μεγάλα ρωτήματα μας ρέβουν
Πάντα άλυτα μενόντας μας καίνε, μας παιδεύουν.
Το δρέπανο του Χάρου δος το κακό να σώσει…»
"Φίλοι», τους λέω, «ο Χρονος τη λύση θα σας δώσει.»
Κι ακούω παρακάλια πικρά και ξεπνεμένα
"Κοίταξε τα στεγνά μας μάτια τα στερεμένα.
Υπάρξεις κολασμένες, μονάχες τριγυρνάμε.
Άπελπα κι αναπόδοτα και άσωστα αγαπάμε.»
«Παρ’ το δρεπάνι Χάρε κι αγάπησε μαζί μου
Και πρώτα απ’ όλες Χάρε, θέρισε τη ζωή μου.»
(L. A. 1991)