22.
(από «ΤΑ ΑΓΚΑΘΩΤΑ ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΑ»)
Ο σιδεράς χτυπάει πάνω στ' αμόνι.
Κι ομορφοτραγουδάει το σφυρί.
-Γερές μην κάνεις σιδερά
τις άλυσες του δούλου.
Γ ια να μπορέσει μια και δυο
να τις κατασυντρίψει
και λευτεριά έτσι να βρει
μες στην πικρή ζωή του…
Κι ο σχοινοπλέχτης γέρνοντας
στον πάγκο του επάνω
χοντρά χοντρά κάνει σχοινιά
και διπλοκαμαρώνει.
-Χοντρά μην κάνεις τα σχοινιά
γιατί τους σκλάβους δένουν
κι εύκολα πια δε λύνονται
-τα χέρια δε χωρίζουν.
Και με την πέννα του ο γραφιάς
γράμματα ωραία γράφει
που νόμους λεν και που μ’ αυτούς
τους δούλους φυλακίζουν.
-Σπάσε γραφιά την πέννα σου
παρά να δίνεις νόμους
που δυστυχούνε το λαό
και το θεό σκοτώνουν.
Μα δεν ακούει κανένας τους.
Και όλοι τους δουλεύουν
με τις δουλειές τους ’φαίνοντας
τον ίδιο το χαμό τους.