Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

Αφήνοντας και την Τρίπολη, την αποχαιρετώ μιλώντας στη Βιβή, τη μπακάλισσα της γειτονιάς μου, που στάθηκε ουδέτερη απέναντί μου-επειδή κοίταζε μόνο τη δουλειά της.
Το μπακάλικό της ήταν εκείνο από όπου ψώνιζε και η κυρία Ρωρερκάρ.
(Τις εντός παρενθέσεως λέξεις αφήνω στους-ευφυείς πάντοτε- αναγνώστες μου να τις αποκωδικοποιήσουν)

Γεια σου Βιβή.

Πολύ καλά επέρασα στην Τρίπολη-δε λέω.
Κι αυτό για όσους ξέρουνε δεν είναι κάτι νέο.
Η Τρίπολη μ΄αγκάλιασε με θέρμη και με πάθος΄
κι όποιος τ΄αντίθετο θα πει κάνει μεγάλο λάθος.
Μονο που πρόσεξε καλά,πολύ να μη με σφίξει
και-χτύπα ξύλο-απ΄την πολλήν αγάπη της με πνίξει...
Α! Όλα κι όλα!δεν μπορώ να την κατηγορήσω-
κι ευγένεια έδειξε και τακτ-και μάλιστα περίσσιο.
Ας πούμε,όταν ήρθα εδώ,την ίδια κιόλας μέρα
στη βιβλιοθήκη θέλησα να πάω-εκεί πέρα,
που όταν ήμουνα μικρός ξημεροβραδιαζόμουν
και που μ΄αγάπη στην καρδιά πάντοτε τη θυμόμουν.
Όμως τη βρήκα θεόκλειστη. Τότε χωρίς ν΄αργώ
να την ανοίξω βάλθηκα μ΄ένα ρυθμό γοργό.
Όμως-και να της Τρίπολης για μένα η αγάπη-
όταν να τρέχω μ΄είδανε με βιάση μια βαρβάτη,
οι φίλοι,εμαζευτήκανε,κι είπανε, και μιλήσαν,
κι αυθημερόν  κι ομόθυμα  όλοι αποφασίσαν
πως να μ΄αφήσουν δεν μπορούν το πράγμα αυτό να κάνω,
γιατί έτσι-όπως μου ΄πανε-με χάνουν και τους χάνω.
Ήγουν τουτέτιν δηλαδή,με άλλους λόγους,ήτοι,
δεύτερο θα μου γίνονταν η βιβλιοθήκη σπίτι
και την παρέα μου έτσι αυτοί δια παντός πια χάνουν-
και,οι καϋμένοι,δίχως μου,δε θα ΄χαν τι να κάνουν.
Κι εμπόδια εβαλθήκανε όλοι τους να μου βάζουν
ώστε τα μάτια μου αυτούς μονάχα να κοιτάζουν
κι όχι βιβλία που το νου μπορεί να τον ευρύνουν,
μα της φιλίας τ΄ανοιχτά τα μονοπάτια κλείνουν.
Έτσι λοιπόν καθηγητές,δασκάλοι,προφεσόροι,
νομάρχες για τα κλάματα,δημάρχοι λαοβόροι,
όμιλοι φιλοτεχνικοί,συλλόγοι και ομάδες,
κυρίες γουνοτύλιχτες με δυο κιλά πομάδες,
κύριοι ευυπόληπτοι που τρώνε ολοένα
(και τα δικά τους φαγητά μα πιο πολύ τα ξένα),
και για να μην πολυλογώ της πόλης όλοι οι τύποι
με χαρωπή με κύτταζαν θα έλεγα μια λύπη,
καθώς και θέλαν να χαρούν τη σπάνια μου παρέα   
μα και με τα βιβλία μου να πέρναγα ωραία.
Και μη γνωρίζοντας το πώς αυτό να καταφέρουν,
σε τακτικές ωθήθησαν πολύ καλά που ξέρουν-
και ή με κόλπα ταπεινά με καταφέρναν,διάφορα,
ή κάτι αν τους έλεγα εσφύριζαν αδιάφορα.
Κι η βιβλιοθήκη στο άθλιο της ακόμα μένει χάλι,
μα όμως φίλους έχω εγώ πληθώρα πια-χαλάλι.

Και ήρθε,όταν έφτασα στην πολιτεία του Πάνα,
κάθε τριπολιτσώτισσα-θα πει κάθε «πανίδα»-
κι αφού κοντά μου εστάθηκαν και ταχτοποιηθήκαν
μου είπαν πως συλλογικώς όλες μ΄ερωτευτήκαν.
Κι ήτανε κοριτσόπουλα,κι ήταν γυναίκες ώριμες,
και ήτανε κι αλλοδαπές,και ήτανε κι εδώδιμες.
Και όχι νέες μοναχά μα και γρηές σκυμμένες,
στο πλήθος που με κύκλωνε μέσα ήτανε χωμένες.
Κι οι νέες ήρθαν πηδηχτές κι οι γρηούλες κούτσα κούτσα.
Και «όλες»,μου είπαν, «ήρθαμε  για τη δική σου «πίστη»».
Και ας μην είσαι όμορφος,και ας μην είσαι νέος,
μα το δικό σου θέλουνε μονάχα εμείς το «πλοίο»».
Και τι να πω δεν ήξερα ούτε και τι να κάνω
μέχρι στη σαστιμάρα μου που σκέφτηκα επάνω
να έπαιρνα μία γερή καλοβρεγμένη τάβλα
και να ΄σβυνα ευθύς μ΄αυτήν όποια τις έκαιε «κρίση».
Κι έχασα όση μου ΄δωσε ο θεός υπομονή,
και ας μπορούσα να ΄χα εγώ όποιο ήθελα «μισθό»,
τα χέρια εσήκωσα ψηλά,και «ακούστε με!»,τους είπα,
«ένας,να κλείσει όλων σας,αδύνατον την «τρύπα».
Και πιο όμορφος να ήμουνα,κι ακόμα και πιο νέος,
ένα μονάχα ο θεός μου έχει δώσει «πνεύμα»».
Γι αυτό εμπάτε στη σειρά η μια στην άλλη πίσω
και μία μια με τη σειρά εγώ θα σας «γελάσω».
Μεγάλη τότε ταραχή σε κείνες εσηκώθη
κι όχι ό,τι θα ’θελαν σε με οι βίαιοί των πόθοι.
Και πλέον εθεώρησαν πως δια παντός με χάνουν
και χέρι οι αφιλότιμες άρχισαν να μου βάνουν.
Κι ορμήσανε και μ΄άγγιζαν από παντού με λύσσαν
κι ηδονικά εβογγούσανε-και μερικές «εσπάσαν».
Μα όσες δεν «εσπάσανε» αυτές δεν ησυχάζαν
και πάνω μου όλες έπεσαν και,οι άθλιες,θα με σκάζαν,
αν δεν μου ερχόταν τη στιγμή εκείνη βοηθός μου
ο άλλος,ο σκληρός πολύ κι ανάλγητος εαυτός μου.
«Κυρίες, δεσποινίδες μου, γρηούλες μου», τους κάνω,
«ωραία-δίκιο έχετε-κερδίσατε και χάνω.
Τόσο τον πόθο νιώθω σας βαθιά μες στην καρδιά μου,
που ευθύς,κι αμέσως,κι εδωπά,και τώρα κι εδώ χάμου
διόλου χωρίς εγώ ν΄αργώ ή ίσως να κάνω πίσω,
τους πόθους τους μεγάλους σας θα ικανοποιήσω.
Μονάχα θέλω να σας πω κάτι που ως τώρα έκρυβα
για όσην ώρα εδωπά μαζί σας-οίμοι!-διέτριβα,
και πλέον σεις θα κρίνετε σαν άξιος κριτής-
και,ω! θήλεα της Τρίπολης,ιδού:είμαι ποιητής!..»
Οι πόθοι έσβυσαν ευθύς,φωνές-σπρωξιές επάψαν
λες κάποιος την που είχανε τους είχε σβύσει κάψαν,
και μ΄ένα στόμα όλες τους κάνανε με αηδία:
«ποιητής;;;...»-και όλα ξαφνικά γίναν εντός τους κρύα.
Κι αρχίσανε να φεύγουνε άγρια κυττάζοντάς με
και άλλες καταριώντας με και άλλες βρίζοντάς με.
Πού να ΄ξερα από την αρχή να τους το ανακοίνωνα
ώστε από τη μανία τους αμέσως να εγλίτωνα...
Κι ύστερα έφυγα κι εγώ τελείως ησυχασμένος
αλλά και πλέον ανένδοτος και αποφασισμένος
μία γυναίκα να εβρώ που όχι μόνο αιδοίο,
μα να ΄χει και γλυκύτητα-να τα ΄χει και τα δύο.

Αμ στην κοινωνικότητα ευγένεια που την έχουν
οι κάτοικοι της πόλης σου! Δε θέλουνε να τρέχουν-
δε θέλουνε να βιάζονται στις σχέσεις που θα κάνουν
γι αυτό και πριν τις κάνουνε στο στόχαστρο τις βάνουν.
Εκεί όμως δεν τις μελετούν μα τις πυροβολούνε
...αντίς για να ρισκάρουνε με αγένεια να φερθούνε.

Και να Βιβή τι εννοώ μιλώντας για ευγένεια
που δίχως της θα ήτανε η ζωή μας τιποτένια.
Στο σπίτι δε με κάλεσε κανένας τους για γεύμα.
Γιατί θαρρείς; Ιδού γιατί-και άκου τώρα πνεύμα
φιλοξενίας που έχουνε οι καλοί μας πατριώτες-
μιαν αρετή απ΄τις αρετές που έχουνε τις πρώτες:
Σου λέει πού θα βρούμε εμείς φαγιά που αυτός να τρώει;
Την αριστοκρατία αυτός την παίζει κομπολόϊ-
Αυτός απάνου απ΄αστακούς θα τρώει και γαρίδες,
και το χαβιάρι το ερυθρό θα το μετράει μερίδες.
Αυτός τι είναι το ψωμί στο νου δε θα το βάνει
γιατί θα τρώει μοναχά κέϊκς και παντεσπάνι.
Ή να του βγάλουμε αρνί ψημένο με πατάτες;
Αυτός τα τέτια κρέατα τα έχει για τις γάτες.
Λοιπόν θα τον καλέσουμε ίσα να ντροπιαστούμε
όταν ν΄αφήνει το φαϊ στο πιάτο του θα δούμε;
Ποτέ αυτό! Καλλίτερα για ζώα να μας πάρει
παρά σε απρέπεια τέτια μια να κάνουμε τη χάρη!
Είδες λοιπόν πώς σκέφτηκαν; Δεν είναι γλύκες-πες μου.
Από ανθρώπους πάλι αυτό δεν το ΄χω δει ποτές μου.

Κι ο σπιτονοικοκύρης μου σκεφτόμενος τα ίδια,
ποτέ του δε με κάλεσε. Τι να μου δώσει-αντίδια;
Αλλά καλά γνωρίζοντας πως κάτι μου οφείλει
σαν ξένου που στο σπίτι του η μοίρα μ΄έχει στείλει,
έναν μεγάλο αγόρασε πλατύν ανεμιστήρα,
και από κάτω φαγητού μου στέλνει αυτός τα μύρα,
το εργαλείο βάζοντας απέξω απ΄την κουζίνα.
«Μπορεί να μη του κόβει αυτό»,σου λέει, «όποια πείνα,
μα δεν μπορεί την Τρίπολη να την κατηγορήσει
αφού με τόσες μυρωδιές τον έχω εγώ ταϊσει.»

Πάλι ίσως είπαν μερικοί: «Καλλίτερα να λείπει
ενέργεια που θα πρόσθετε σ΄αυτόνε κι άλλα λίπη».
Και λέω αξίζουνε κι αυτοί έπαινο κι όχι ψόγο
γιατί αήθεις δείχτηκαν για σοβαρό ένα λόγο-
βοηθοί μου ήρθαν στην σκληρή της δίαιτάς μου μάχη:
δε θέλαν-πώς μ΄αγάπησαν!-να βάλω κι άλλα πάχη…
 
Μα κι οι καλοί συνάδελφοι,της πόλης οι ιπποκράτες,
καλλίτερα μου φέρθηκαν κι απ΄ό,τι σε πελάτες.
Σαν είδαν πως διορίστηκα στης πόλης τους το ΙΚΑ
αμέσως εμαζεύτηκαν,κι η ευγενής τους κλίκα
λυτούς-δεμένους έβαλε ως μέσα στο υπουργείο,
ώστε αυτό,σα να ΄τανε κανένα συνεργείο
που βγάζει ένα εξάρτημα και κάποιο βάζει άλλο,
να ΄κανε και για μένανε καλό ένα μεγάλο,
θα πει τον που ΄χα διορισμό να τον ανακαλέσει,
ώστε η κούραση για με να φύγει από τη μέση.
Τόσο πολύ μ΄αγάπησαν της πόλης οι ντοτόροι
που όσο εκείνοι τράβαγαν μαρτύριο και ζόρι
κι εγώ δε θέλαν να τραβώ-δε θέλαν να κουράζομαι-
αυτοί νοιαστήκανε για με, πιο εγώ απ΄ όσο νοιάζομαι.
Κι έτσι έμεινα χωρίς δουλειά και δίχως απασχόληση,
σαν έρμος αμφιβληστροειδής μετά την αποκόλληση.
Όμως το πνεύμα των γιατρών της Τρίπολης το πήρα:
στον ήλιο αφού δεν έχεις συ, εδώ θα είχες μοίρα;

Κατόπι των πολιτικών με άγγιξε η ευγένεια
που το φαϊ μονάχη τους είναι και πρώτη ένια.
Σαν είδαν ότι όλους τους τους έχω εγώ γραμμένους,
θέλανε που δε θέλανε στην πόλη τους τούς ξένους,
χωρίς εγώ για εγγραφή τέτια να δίνω φράγκο,
με εγγράψανε καθένας τους στου αλλουνού τον πάγκο,
και μεταξύ τους άρχισαν να ερίζουνε για μένα
λες κι όλα τ΄άλλα τα ΄χανε τα θέματα λυμένα.
Τι να τους πεις-δοσμένοι αυτοί σε μάσα και ρεμούλα
θέλουν τα όντα όλης της γης σ΄αυτούς να είναι δούλα
και όταν κάποιονε θα δουν τέτια να μη σηκώνει
για μόριο τόμε βλέπουνε στου δρόμου τους τη σκόνη.
Δεν ξέρουνε πως με καιρό η σκόνη θα πολλύνει
κι ανεμοστρόβιλος κακός και τάφος θα τούς γίνει...

Και μ΄είπανε κουμουνιστή κι αναρχικό με είπαν,
μα μ΄όλα αυτά εκάμανε εις το νερό μια τρύπαν.
Ο λιόντας τρέχει και αρπάει και τρώει το βουβάλι
χωρίς ιδέα να ΄χει τι ταμπέλλα θα του βάλει
ο ζωολόγος,και χωρίς γι αυτό παρά να δίνει.
Κι η νυχτερίδα ίδια κι αυτή των ζώων το αίμα πίνει,
χωρίς να ξέρει αν αυτό που πίνει λέγεται αίμα
ή πως την ώρα κείνη εκεί τη βλέπει κάποιο βλέμμα.
Έτσι κι εγώ,ω! θλιβεροί κι αιματοπότες τύποι,
κάνω αυτό που της καρδιάς με οδηγούν οι χτύποι.
Λέω ό,τι το ανθρώπινο μυαλό μου με προστάζει,
γράφω,μελάνι μου έχοντας το αίμα μου που στάζει,
κι όπου το πνεύμα μου τραβά πίσω του ακολουθάω
χωρίς τι λέν οι άθλιες σας οι γλώσσες να μετράω,
χωρίς να νιάζομαι αν εσείς έτσι ή αλλιώς με λέτε
ή αν μ΄αυτά που σούρνω σας γελάτε είτε κλαίτε.
Στον κόσμο αυτόν αν δεν ειπεί κανείς αυτό που νιώθει
τότε η γλώσσα πέστε μου για τί άλλο μας εδόθη;
Ανθρωπινά ο άνθρωπος στόν κοσμο αν δεν πράξει
πώς του Ανθρώπου τότε αυτός θα υπηρετεί την τάξη;
Κι αν κάτι κτήνη σαν εσάς φέρονται κτηνωδώς,
κι αν από σας έχει χαθεί το μέτρο κι η αιδώς,
πρέπει και όσοι άνθρωποι έχουνε απομείνει
έτσι κι εκείνοι-κτηνωδώς-να φέρωνται; Ε,κτήνη;
Βάλτε μου όποια θέλετε ταμπέλλα ή ετικέττα,
πιάστε με και τραντάχτε με απ΄του σακκακιού τα πέτα,
χτυπήστε με και βρίστε με΄και όσα μ΄αίμα γράφω
κατω απ΄το βρώμιο πόδι σας ας έχουν ένα τάφο.
Μα ό,τι και να κάνετε,όποια ιδέα γεννιέται,
αιώνια μες στου σύμπαντος τα χάη θα πλανιέται
αθάνατη,ολοζώντανη,ιλαρή και πάντα νέα
έτοιμη πάλι κάποτε ίδια ν΄ανθίσει Ωραία
σε κάποιου Ανθρώπου το «ξερό» κι «αγύριστο» κεφάλι,
ενώ εσείς θα σέρνεστε σε κάποιες λάσπες πάλι.
Τελειώνει εδώ το ποίημα μα τούτο δε σημαίνει
πως και μαζί σας τέλειωσα. Ό,τι στη γη με δένει
το ιερό καθήκον μου είναι,που θα εκτελέσω,
κι αν έτσι ακόμα όχι σε σας,μα ούτε σε μένα αρέσω.
Κάποιος θα πρέπει άσβυστη τη δάδα να κρατάει
στο δρόμο τον αξιόπρεπο του Ανθρώπου που οδηγάει.

Και κάτι όντα θλιβερά στην πόλη κατοικούνε
που τους εαυτούς τους ποιητές θρασέως αποκαλούνε.
Αν τραγωδία δεν ήτανε στη γη επάνω η ζήση
θα ΄λεγα πως για κλάμματα φτιαχτήκανε απ΄τη φύση.
...Μα μες στην τόση συφορά το πράγμα δένει τέλεια
πως είναι οι καραγκιόζηδες αυτοί,μόνο για γέλια.

Βιβή,θα σου ΄γραφα πολλά με μέτρο και με ρίμα
όμοια καθώς η θάλασσα μιλάει: κύμα κύμα.
Αλλά δεν ξέρω αν χρόνο συ-που είναι και χρήμα-έχεις
αφού συνέχεια για δουλειές όλη τη μέρα τρέχεις.
Γιατί,αναμετάξυ μας –πιο πέρα να μην πάει-
το ποίημα εύκολο ποτέ δεν ήτανε προσφάϊ΄
κι αν να το νιώσει θα ΄θελε κανείς,πρέπει όχι μόνο
ίσα για να το διάβαζε να δώσει λίγο χρόνο,
μα και στο νόημα να μπει που κλείνει κάθε ποίημα.
Και στίχο στίχο γίνεται αυτό,και βήμα βήμα.
Έτσι μονάχα θα γευτεί του ποιήματος τη χάρη
ο αναγνώστης που άξια τον τίτλο αυτό έχει πάρει.
Μα συ Βιβή μου,μόνη μου και ακριβή μου φίλη
από το βράδυ ως το πρωί κι απ΄το πρωί ως το δείλι
τρέχεις χωρίς σταματημό. Κι αυτό εγώ σεβόμενος
και τοις του νου μου ρήμασι αναφανδόν πειθόμενος,
το ποίημα εδώ το σταματώ,και ό,τι έχω άλλο
σε γράμμα ένα θα στο πω,μικρό ή και μεγάλο.
Γράμμα που αμέσως στο χαρτί αυτό θα συνεχίσω,
το αποχαιρετιστήριο ντελίριο μου πριν κλείσω.
Σ΄αυτό,θα λέω και γι αυτά που είπα παραπάνω,
μα κύρια για την αλλαγή στη ζήση μου που κάνω
φεύγοντας απ’ την Τρίπολη-με φράση μόνο μία:
να φύγω από την Τρίπολη ποια ήταν η αιτία.