ΕΤΣΙ ΝΑ ΤΗΣ ΦΕΡΕΣΑΙ BIBH
Φίλη Βιβή, στο μαγαζί σου σα θα μπει
και κάτι πρόχειρο στα ράφια σου ζητάει,
την άσπρη δος της την πικρία μου τη βουβή
που χρόνια τώρα ίδια σκια την ακλουθάει.
Αν θα τη δεις κάπως να είναι βιαστική
του μαγαζιού σου-όχι-μη η σειρά χαλάσει-
παρ’ την πνοή μου που δική της μένει εκεί,
και την που χάρη ξεχειλάει κάλυψε βιάση.
Αν σου ζητήσει για τον ήλιο μια σκιά,
κι αν σου ζητήσει λίγη ζέστα για το βράδυ,
δος της την άνυδρη των πόνων μου αρμαθιά-
δος της το άδοτο κι αχάϊδευτό μου χάδι.
Κι όταν τα χέρια της κρατώντας σταυρωτά
πάνω στο θείο.μαγικό,γλυκό της στήθος
στα ράφια μπρος αναποφάσιστη κυττά,
των προσευχών μου προς αυτήν δος της το πλήθος.
Κόκκινη μία σταγονίτσα θα χρειαστεί;
Να ΄το το αίμα τής που ερήμαξε καρδιάς μου!
Κι αν μια στιγμούλα για καυτό κάτι γνιαστεί
δος της τη φλόγα που βκρατεί έρωτάς μου.
Όταν «τι θέλεις ν΄αγοράσεις;» τη ρωτάς,
εκείνη «θέλω...» θα διστάσει κάποια μέρα,
το ¨θέλω¨ αυτό για σε Βιβή μην το κρατάς-
σε μένα στείλ’ το με το φύσημα του αγέρα.
Θα το ταιριάξω αυτό το ¨θέλω¨ της εγώ
με κάποιου πόθου μου γι αυτήν την αγονία,
και του έρωτά της τη Χαρά θ’ αχνοτρυγώ
στης ερημιάς μου μια μικρήν έστω γωνία.
Ίσως ξεχάσει τα λεφτά της μια φορά
κι ό,τι εδιάλεξε δεν έχει να πληρώσει;
Παρ’ την ψυχή μου πληρωμή ατην αγορά,
ψυχή που εκείνη έχει αγιάτρευτα πληγώσει.
Κι αν σου ζητήσει έναν έρωτα,Βιβή,
τον έρωτά μου πάρε που έτσι έχει μισήσει,
ρούχα άλλα ντύσε τη φωτιά του που δε σβει
και δος της τον, σπίθα του μια να τη μεθύσει.
Κι αφού δικό της και το ποίημα πάρει αυτό,
πια ας γελάει με την που μου ’χει δώσει θλίψη
η Μοίρα αφού έτσι το ’χει η Άτροπη γραφτό:
στο χώμα χάμου αυτή, κι εγώ στα ουράνια ύψη.
---