Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Νατέλα, ξέρεις την ιστορία της ξαδέρφης σου που για να φύγει από την οικογένεια στην οποία δούλευε εφηύρε την αιτιολογία ότι παντρεύεται και ο γαμπρός δεν την αφήνει να δουλέψει; Θα στην έχει ίσως πει. Όμως έλα που η «κυρία» της της ζητούσε να γνωρίσει το γαμπρό…Από την άλλη μεριά πάλι η Νατέλα ήθελε να φύγει χωρίς να «τα σπάσει» με την «κυρία» της… Βάλθηκε λοιπόν να ψάχνει για…γαμπρό! Μου ζήτησε κι εμένα να έβρισκα κάποιον νεαρό που θα παρουσιαζόταν για λίγο ώστε να ησυχάσει η «κυρία». Τέλος έφυγε από εκεί με την κυρία να επιμένει (με καλή διάθεση ίσως η καημένη) να δει τον γαμπρό, και την Νατέλα μνα το αποφεύγει εφευρίσκοντας διαφορες προφάσεις…
Το άγχος της Νατέλας λιγόστεψε και το χείλι της γέλασε όταν της έγραψα αυτούς τους στίχους. Και αν ξέρεις την όλη ιστορία-αν στην έχει πει η Νατέλα, δεν ξέρεις όμως αυτούς τους στίχους που γράφτηκαν στα γρήγορα με την Νατέλα δίπλα μου να περιμένει να τους δει, λες και αυτοί θα της έκαναν μικρότερη τη στενοχώρια. Και ίσως να της την έκαναν. Τουλάχιστον γέλασε!

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΑΜΠΡΟΣ;

Έτοιμα όλα για το γάμο                                         
μόνο λείπει ο γαμπρός.
Θέλουμε να δούμε γάμο;
Ας τον βρούμε! Πάμε-εμπρός!

Το κρεβάτι στολισμένο-
με ροδόφυλλα στρωμένο.
Ο παπάς μες στα χρυσά
να φυσά να ξεφυσά.

Κι ο γαμπρός πού έχει πάει
κι έχει απ’ όλους μας χαθεί;
Θα ’ρθει τώρα ή θ’ αργήσει;
Ή ποτέ δε θα βρεθεί;

Στο πανέρι οι μπομπονιέρες,
στο κουτάκι μέσα οι βέρες.
Γλύκα κι ομορφιά γεμάτη
η μικρή νυφούλα να ’τη.

Το φεγγάρι τη ζηλεύει
και ο ήλιος την ποθεί.
Το ξερό κλαδί τη βλέπει
και το πνίγουν οι ανθοί.

Κι ο γαμπρός να ’ναι χαμένος!
Και καλά να ’ν’ ο καημένος,
ή μην έχει κάτι πάθει
και κανείς δεν το ’χει μάθει;

Μη τον πάτησε η κλώσα;
Μη τον έφαγε η γάτα;
Μη στραμπούλιξε το πόδι
καθώς γρήγορα επερπάτα;

Μη φταρνίστη το μερμήγκι
και τον πέταξε μακριά;
Μη τον έκανε η κεντήστρα
η αράχνη μια χαψιά;

Μη τον πήρε ο μαϊστρος;
Μη τον πήρα ο βοριάς;
 Μη τον τσίμπησε ο σπουργίτης;
Μη τον έθαψε ο χιονιάς;

Βρε γαμπρέ πού έχεις πάει;
Κι από τι έχεις κρυφτεί;
Από αστέρια δυο ματάκια;
Από κοχυλένιο αυτί;

Κρύφτηκες τώρα που ήβρες
στόμα θείο, πόδι χυτό,
κι αγαλμάτινο κορμάκι
και γελάκι δροσερό;

Βρε γαμπρέ δεν είναι ώρα
για να παίξεις το κρυφτό-
κι αν θες έτσι: φτού και βγαίνω-
φανερώσου στο λεφτό…

Βρε γαμπρέ συφοριασμένε
βρε γαμπρέ παραλοϊσμένε
πού στο διάσελο έχεις πάει
και σκοτάδι σ’ έχει φάει;

Σε προσμένει το αγγελούδι
σε προσμένει ο λωτανθός
και συ πας και κόβεις λάσπη-
και συ γίνεσαι μπουχός;

Έλα βρε γαμπρέ! Την ώρα
τούτη βρήκες να χαθείς
που για τέτοια μία τύχη
θα βρισκόνταν ο καθείς;

Α! Να μου χαθείς γαμπρέ!
Έτσι κάνουνε μωρέ;
Έτσι πάνε να κρυφτούν
και το γάμο παραιτούν;

Όλοι εμπρός οι καλεσμένοι!
Ψάξτε! Ψάξτε! δεν μπορεί,
κάπου θα ’ναι τρυπωμένος-
κάποιος μας θα τόνε βρει.

Ψάξτε όλοι! Ψάξτε όλοι!
Ψάξτε όλοι να τον βρείτε
και στη νύφη να τον φέρ’ τε
γάμο αν θέλετε να δείτε!

Θα τον βρείτε! Εκτός πια
κι αν η μοίρα η κακιά
καμωμένα έτσι τα ’χει…
που… γαμπρός να μην υπάρχει…