Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
«Τσίπρα, γιατί έρεψες τη χώρα;
Γιατί; Γιατί;»
-«Κυριάκος θα ’ναι», λέει ο Τσίπρας
και περπατεί.
Ανάβει η φτώχια, η ανέχεια
βγάνει φωτιά.
Να’ βρισκε ο Τσίπρας μια κρυψώνα
μία σπηλιά!…
Μα να ο Καμμένος-μακελάρης
«έλα», του λέει.
Σκυφτός ο Τσίπρας πάει κοντά του
και όλο κλαίει.
Μα ο μακελλάρης άλλο θέλει-
Ψήφους ζητεί.
«Δε θ΄ ανασάνω», λέει ο Τσίπρας
«Γιατί, γιατί;»
«Τσίπρα, πού κίνησες να φτάσεις;»
«Να δοξαστώ»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Ξέχασ’ το αυτό!»
-«Χαζός και βλάκας είμαι μόνο-
Τι έφταιξα εγώ;
Ο ουρανός μακριά μου μένει,
Γι’ αυτό είμαι δω.
Πότε ξεκίνησα; είναι χρόνοι…
Τρεις;.. δέκα τρεις…
Πρώτη φορά μου νιώθω έτσι-
τόσο βαρύς»
«Να η Ρωσία. Μίλησέ της
να δροσιστείς».
Αρχίζει ο Τσίπρας μα εκείνη
φεύγει ευθύς.
Οι μήνες πέρασαν, τα χρόνια,
φεύγει ο καιρός.
Στον ίδιο τόπο μένει ο Τσίπρας
κι ας τρέχει εμπρός.
Να! τα Μνημόνια! Να! τα μέτρα!
μα πού ευρώ;
Σκληρά χτυπιέται από Μνημόνιου,
τρίτου Χαμό...
«Τσίπρα, γιατί έρεψες τη χώρα
τη σπλαχνικιά;
γιατί ως τρίτη έχεις χρεώσει
το Λαό γενιά;»
Η χώρα μίλαε στον αέρα
– τ’ ακούς, τ’ ακούς;-
και τραγουδούσε νύχτα μέρα
για ταπεινούς:
«Τους πήρες σπίτι και χωράφι
και τις γιορτές,
Και τρέχει το αίμα τους ποτάμι
απ’ τις πληγές.
Σακάτες ήτανε μα ολόρθοι
ως τη χρονιά,
το Δου Νου Του που ’φερες πάλι
Τσίπρα φονιά!».
«Τη χάρη σου γλυκιά μου Μέρκελ
την προσκυνώ.
Κρύψε με στ’ ώριο σου φουστάνι
για να σωθώ…
Με περιμένει ένα κόμμα
που μ’ αγαπά.
Λυπήσου με-είμαι ορφανούλι
από χαρά.
Ξεκίνησα ένα καλοκαίρι
σαν αρχηγός
κι ήρθε και μ’ ηύρε ο χειμώνας.
Κι ούτε ουραγός…
Και τώρα πάλι Αλωνάρης!
Πότε ήρθε;.. πώς;..
Μέρκελ, σταμάτησε το λόγγο
που τρέχει εμπρός.
Το δρόμο δε θα βγάλω ο δόλιος
κι ας προσπαθώ.
Πιστός κανένας δε μου μένει
και θα χαθώ.»
Και πέφτει ο Τσίπρας απ’ του Δίκιου
τ’ άγριο σπαθί.
Στέκουν μακριά του όλοι οι φίλοι
κι όλοι οι γνωστοί.
Και κει τριγύρω ούτε Μέρκελ,
Ή Σαρκοζί.
Και με το Τσίπρα κι η Χαζομάρα
του πάει μαζί.