Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

Σελίδες ημερολογίου Κώστα Καραμανλή
27-8-07

Αγαπητό μου ημερολόγιο

Δεν ξέρω τι τους έπιασε όλους τους και φωνάζουν
και γλώσσα μέρες έχουνε που μέσα τους δε βάζουν.
Κι αν αφανίστηκαν χωριά και κάηκαν ανθρώποι,
κι αν εχαθήκαν εντελώς χρόνων πολλώνε κόποι,
τι το περίεργο σ’ αυτό-κάποτε θα γινόταν.
Όλα τελειώνουν κάποτε. Κι ή το αυγό την κότα,
ή η κότα γέννησε τ’ αυγό, κάποτε και τα δυο τους
θα έβρισκαν πάνω στη γη αισίως το θάνατό τους.

Και μη νομίσεις πως αυτά τα λόγια είναι δικά μου.
Τα λένε οι φιλόσοφοι, κι αυτοί που εδώ χάμου-
μες στην Ελλάδα- εζήσανε, μα κι όσοι παραπέρα:
στη Γερμανία, την Αμερκή, Γαλλία, Ινγκλετέρα...
Όλα στη ζήση είναι ατμός-το είπε κι ο Σωκράτης
και ας μην ήταν και πολύ, όπως λένε, δημοκράτης.
Λοιπόν θα κάνω πέρα εγώ τους τόσους φιλοσόφους
γιατί η φωτιά μάς έκαψε δάση, χωριά και λόφους;

Κι εγώ, που τα μπατζάκια μου στάζουν δημοκρατία,
παρασπονδία θα ’κανα σε βάρος της καμία;
Απ’ τον Εθνάρχη θείο μου καλά έχω διδαχτεί
δημοκρατία αληθινή και βέρα τι θα πει.
Κι από τον άλλο θείο μου-τον Αχιλλέα λέω-
έμαθα ηλίθιου πώς, λαού, να καλοζώ ελέω.
Κι ήταν το πρώτο μάθημα κι από τους δυο που πήρα,
πως η Ελλάδα κι ήτανε και θα ’ναι κακομοίρα,
κι ότι ο λαός ο ελληνικός πάντα σε μας θα τρέχει
αφού ανάγκη για ληστές και δολοφόνους έχει.
Και τώρα που έπιασε φωτιά, λένε άνθρωποι πως καίγονται,
και οι περιουσίες τους ότι καήκαν κλαίγονται.
Αλήθεια τι θα θέλανε μία φωτιά να κάνει,
αν όχι στάχτες και καπνούς ν’ αφήνει όπου πιάνει;
Για τριών ουρλιάζουν ημερών τις φλόγες και την πύρα.
Την μπροστινή του ο καθείς βλέπει βεβαίως πήρα.
Αλλά δε βάζει κατά νου ότι για τρία χρόνια
ούτε χωριά εκάηκαν, ούτε άνθρωποι, ουτ’ αλώνια...
Χίλιες διακόσες πέρασαν χωρίς φωτιές ημέρες
και για πεντέξη μοναχά μου αμολάν φοβέρες
πως δε θα με ψηφίσουνε, κι ότι θα με μαυρίσουν
και της εμπιστοσύνης τους ότι θα με στερήσουν.
Σου λέω-ειν’ αχάριστοι. Κι εξήντα που καήκανε,
όμως εκατομμύρια ειν’ όσοι δεν καήκανε.
Ένας μονάχα εκάηκε στις εκατό χιλιάδες.
Λόγο θα κάνουμε γι αυτό; Αυτά είναι κουζουλάδες.
Και βγαίνει κι ο ξεϊγκλωτος-αυτός ο Παπανδρέου
και νεκροθάφτης γίνεται του ονείρου μου του ωραίου
(που κάθε μέρα έβλεπα, κοιμόμουν δεν κοιμόμουν),
ότι εγώ πρωθυπουργός και πάλι θα γινόμουν,
και μία δε θα έμενα παρένθεση κι εγώ
καθώς εκείνος ο ψηλός έμεινε ο Μητσοτάκης,
και τετραετίας δεύτερης τα κλέη θα τρυγώ
και Κώστας θα γινόμουνα και όχι πια Κωστάκης.

Ύστερα, η Πελοπόννησος, είχε πολύ πλουτήνει
και κάτι έπρεπε γι αυτό-και γρήγορα-να γίνει.
Γιατί δεν πρέπει η Ήπειρος- παίρνω στην τύχη αυτήνε-
το παραπαίδι της μικρής πατρίδας μας να είναι.
Πρέπει να φτιάξει η χώρα μας κι άλλες περιοχές
φτωχές και κακομοίρικες, έστω και με φωτιές.
Την ανισότητα εγώ δε θα την ανεχτώ
και διαφορές στη χώρα μου μέσα δε θα δεχτώ.
Και αν βουνά εμπόρειγα να πάρω από την Ήπειρο,
και στην Ηλεία να τα ’βαζα, θα γίνονταν καλύτερο
το σχέδιο για ισότητα που έχω στο μυαλό μου,
και που σας λέω εν τιμή, ολόκληρο ειν’ δικό μου.
Σχέδιο που κάνει να ωχριά κι αυτό της Παπαρήγα
που την ισότητα αυτή επιθυμεί σε λίγα.
Εγώ ισότητα ως σ’ αυτή τη Φύση θα επιβάλω,
απ’ τη Λαμία κι ας χρειαστεί να πάρω και τον Μπράλο.

Μα κι άλλοι λόγοι είναι πολλοί που ΄καψα το Μοριά
κι από το χάρτη άφησα να σβήσουνε χωριά:
Α! του Ηγέτη το μυαλό πρέπει μακριά να βλέπει !
Με ηγέτες τέτοιους σαν εμέ τα έθνη γράφουν έπη!

Λοιπόν εσκέφτηκα-κι ορθώς-ότι οι πάμπλουτοί μου
οι μεγαλοβιομήχανοι, κι οι άλλοι κολλητοί μου,
μια ευκαιρία θέλουνε να δώσουν λίγο χρήμα
για να μειωθούν οι φόροι τους οι τόσοι παραχρήμα,
και πια να ξαναρχίσουνε και πάλι να πλουταίνουν
και τα κυβερνοστήριχτα κέρδη τους ν’ ανεβαίνουν,
ώστε σε μέρες λιγοστές μετά τις πυρκαγιές
πάλι να πουν στις κάλπες μπρος στη Δεξιά το «γιες»,
κι ο φαύλος έτσι αδιάκοπα ο κύκλος να τραβάει,
και όπου εγώ την οδηγώ η χώρα μου να πάει.
Κατόπιν (διόλου οι έλληνες οι άμοιροι δε σκέφτονται,
μονάχα τον πρωθυπουργό χούϊ έχουνε να μέμφονται)-
κατόπιν σκέφτηκα λοιπόν ότι οι οικοδόμοι
της εργασίας γι αυτούς κλειστοί βρίσκουνε να ’ναι οι δρόμοι.
Γι αυτό και έπρεπε κι αυτοί κάποιες δουλειές να βρούνε
ώστε να μη μου κλαίγονται, και μου ψωμοζητούνε.
Κι αφού γι αυτούς δε νοιάζεται πλέον η Παπαρήγα
κάμποσα μεροκάματα να τους χαρίσω επήγα.
Τουτέστιν όλα τ’ άφησα τα σπίτια να καούνε
δουλειές κι αυτοί οι άμοιροι για κάμποσο να βρούνε.

Κι ύστερα με κατηγορούν πως δεν υπήρχε σχέδιο.
Υπήρχε, υπάρχει, κι ειν’ αυτό: σε κάθε οροπέδιο
καινούργιοι να υπάρξουνε κι ωραίοι οικισμοί
που ανάγκη να μην έχουνε κι ας γίνουνε σεισμοί.

 (Γι  αυτό εύκολα δε γίνεται καθείς πρωθυπουργός
γιατί δεν έχει όραμα-όπως εγώ, ευτυχώς!..)

Μα κι άλλη μία φαεινή εγώ έκανα σκέψη:
πως, τόσο που οι έλληνες προσφάτως έχουν ρέψει,
το μόνο που θα μπόρηγε κι αυτούς (κι εμέ!) να σώσει
θα ήτανε το χέρι μου σε ζητιανιά ν’ απλώσει.
Να δώσουν οι κουτόφραγγοι, να δώσουν οι αμερκάνοι,
να δώσει η Κύπρος η κλεινή, οι Πέρσες, οι Αφγάνοι,
να δώσει το Ουζμπεκιστάν, ρώσσοι κι ισραηλίτες,
ο Πάπας, οι καλόγεροι, οι Αρειανοί, οι Ναϊτες,
με λίγα λόγια όλοι τους οι μπάσταρδοι να δώσουν
αν το ξενοδοχείο τους έχουν σκοπό να σώσουν.

Μα δεν μπορούσα έτσι απλά να τους ζητήσω χρήμα-
κιόλας αφού απ’ το πάχος μου δύσκολα πάω το βήμα.
Γι αυτό κι εγώ εσκέφτηκα την Ολυμπία να κάψω
κι ύστερα μπρος στον έρωτα που ’χουν γι αρχαία να κλάψω.
Κι ιδιαίτερα δεν είχα εγώ να πάρω κάποια μέτρα,
ώστε άκαυτη αρχαία μας να μη μας μείνει πέτρα,
παρά θ’ αρκούσε μονάχα να βάλω τον Πολύδωρα
του τουρισμού μας να φυλά τα μάρμαρα τα ζείδωρα.
Έτσι που είναι άμυαλος και άσχετος και βλάκας
αμαύριστη δε θα ’μενε καμιάς η ασπράδα πλάκας.
Κι έτσι έγινε. Και άρχισαν οι ξένοι να μας δίνουν
ώστε άκαυτα όσα έμειναν, άκαυτα και να μείνουν.

Έτσι και πάλι μάγκα μου τη βόλεψα τη φτιάξη,
της κάλπης το αποτέλεσμα που άρδην θα τ’ αλλάξει.
Γιατί θα δώσω στο λαό πολλά λεφτά να φάει.
Και (άλλο σχέδιο),όταν τον δω με λύσσα να μασάει,
μια κάλπη θα του βάλω εμπρός, ακόμα ενώ πεινάει,
και του φαγιού κουνώντας του μπρος-πίσω το καρότο,
το κόμμα μου αναμφίβολα θα φέρω πάλι πρώτο.
Και κάπου αν δω τη μηχανή που έστησα να σκαλώνει,
θα βάζω τον Πολύδωρα κάτι, έτσι, να δηλώνει.
Κι αν παραγίνει το κακό, κι άλλο έχω μέτρο επίσης:
αμέσως θα υποσχεθώ κι άλλες μεταρρυθμίσεις.
Μα μέχρι εκεί του ηλίθιου μας λαού δε φτάνει η χάρη-
με μια υπόσχεση καθείς μόνο, τόνε τουμπάρει...

Γι αυτό τους βουλευτάδες μου τώρα θα ξαμολύσω
τ’ αρνιά που εκαήκανε να ξαναφέρουν πίσω,
και στο δικό μας το μαντρί και πάλι να τα κλείσουν,
ώστε ή θέλοντας ή μη, πάλι να με ψηφίσουν.
Κι όταν και πάλι ξαναβγώ, απ’ το μαντρί απέξω,
σ’ έναν κουβά καθήμενος, και πάλι θα τ’ αρμέξω.

Ταύτα και μένω για σήμερα καλό μου ημερολόγιο.
(Ξανα)τρώω και κοιμάμαι.