Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

                  ΤΙ;

Να ΄χα ένα πάθος φορτικό σαν το πιοτί
τότε ίσως μπόρηγα να σε ξεχάσω.
Όμως μακριά σου δε θα ησυχάσω.
Και όμως φεύγω. Και λοιπόν,που φεύγω τι;

Να ΄χα εγώ κλείσει της Πανδώρας το κουτί
Και μέσα να ΄χε μείνει το φιλί σου
Και το για με που θα ΄λυωνε κορμί σου....
Δεν το ΄χα. Φεύγω! Και να είχα μείνει τι;

Να ΄μασταν κάπου έτσι οι δυο μας ξαπλωτοί
Και γω μεγάλος να ΄μουν-συ μικρούλα
Και την πραμμάτεια μου όλη να ξεπούλαα...
Τώρα...χωρίς εσέ να τηνε κάνω τι;
               
Κι αν πεις οι πόθοι μου οι θρασείς οι ανείπωτοι,
ζητούν μες στου φευγιού μου τη βαλίτσα
από τη λάβα σου μία φωτίτσα
Και τώρα πες μου εσύ: τι να τους πώ εγώ; ΤΙ;

Έλα μαζί μου. Του έρωτά μου οι λωτοί
που μια στιγμούλα δε θα σου απολείψουν
με λήθη ατέλειωτη θα σ΄ ανταμείψουν
για ό,τι άφησες για να ΄ρθεις-ξέρεις τι.

Τους δύο μαύρους κύκλους μου που ασορτί
Με τους δυο κύκλους σου τους άσπρους πάνε
Μακριά απ΄τους μεν οι δε δε θα πονάνε;
Τάχα με τι θα τους γελάσουμε-ΜΕ ΤΙ;


Αν η ζωή μας έμενε άγραφο χαρτί-
Θα πει ασυνάντητοι να ΄μασταν πάντα-
Θα ΄ταν καλά. Μα κάθε μια του πάντα
Γράφτηκε άσβηστα. Κι αν φεύγω, σβήνω τι;

Να ΄χα ένα πάθος φορτικό σαν το πιοτί
τότε θα μπόρηγα να σε ξεχάσω.
Τώρα φαρμάκι αν πιω θα ησυχάσω.
Μα εις υγείαν να το πιω-ποιανού; Για τι;

Φαίνεται λίγο «στριμωγμένο» για να βγει (για όσους ξέρουν) αυτό το ποιηματάκι και γι αυτό και δεν το συνεχίζω.

Μα τι πειράζει, όταν τόσα ωραία ποιήματα έγραψα για σένα;

Τώρα η ψυχή σου είναι ένα κομμάτι πάγος.
Σιγά σιγά,λυώνεις.
 
Και κάποτε θα νιώσεις.

Τότε θυμώντας τα όσα έζησες τα τρία αυτά χρόνια,και διαβάζοντας τα τόσα δικά σου  ποιήματά μου,θα νιώσεις όπως τώρα νιώθω εγώ.
Η καρδιά σου θα συγκινηθεί και το μυαλό σου θα δουλεύει με δυνάμεις που θα παίρνει από τις θύμησές σου που μιλάνε για μένα. Και κάθε ώρα και στιγμή θα είμαι στη σκέψη σου.
Μα τότε θα είναι αργά. Το χέρι σου,ούτε για να μου κλείσει τα μάτια δε θα είναι κοντά μου. Και στη σκέψη μόνον αυτή η ψυχή σου θα σπαράζει.

Καλλίτερα να μην είχα αγγίσει ποτέ το χέρι σου. Ούτε όταν σε συγχάρηκα για το ωραίο χωριό σου-πρόφαση που βρήκα για να σ΄ αγγίξω… Καλλίτερα να μην το είχα κάνει. Θα έφευγα καποια μέρα,οπως καληώρα τώρα,και όταν θα είχα εγκατασταθεί για τα καλά στη νέα μου πόλη,θα αναλογιζόμουν: «Τι ήτανε αυτό για το οποίο υπόφερα; Ήτανε πράγματι μια γυναίκα ή μια φαντασία;» Και θα κατάληγα στο δεύτερο,μιας και δε θα σε είχα ποτέ αγγίσει να δω ότι είσαι από σάρκα. Και θα σ΄έβαζα με τα υπόλοιπα φαντάσματά μου-ένα ακόμα μέσα στα τόσα.

Ναι. Κάποτε θα πονέσεις.
Ό,τι δίνεται ζητάει αντίδωρο.
Και μην υπολογίζεις στο που έχεις μια καρδιά πέτρα.  Όταν θα έρθει η ώρα σου,ο Καιρός θα  σε κάνει ευαίσθητη μόνο και μόνο για να υποφέρεις και συ με τη σειρά σου.

Όλες μας οι πράξεις ,και πιο πολύ όλα μας τα αισθήματα,ποτέ δε σπαταλιούνται στον βρόντο. Για ό,τι δίνεται σε κάποιον,κάτι άλλο του ζητιέται.
Ο χρόνος έχει το καθήκον να ξεπληρώσει με κάποιο άλλο δόσιμο το κάποτε,έστω και σε ανύποπτον χρόνο,δοσμένο.
 Δάκρυα έδωσες,δάκρυα θα πάρεις.
 Χαρά έδωσες,Χαρά θα πάρεις.
 Μόνο αν δεθείς με κάποιον σε ένα,τότε δίνεις και παίρνεις την ίδια στιγμή κι από σένα κι απ΄αυτόν,και τότε δε χρωστάς ούτε σου χρωστάει κανένας τίποτα.

Αυτή είναι η  πληρότης.
Δεν έστερξες σ΄αυτό.
Θα πληρώσεις μαζεμένα.
Είναι το τίμημα της συνάντησής μας πάνω σ΄αυτή τη γη.

Αν είχες εξισορροπήσει την επιθυμία μου για σένα με κάτι-με μια ολιγόλεπτη συνομιλία,με μια συνύπαρξη σε κάποιον κύκλο-,ίσως θα έμενα στην πόλη.
Μα τώρα μένοντας πρέπει να ισοφαρίζω την απώλειά σου με την ποίησή μου. Κάτι που δεν γίνεται να συνεχίσει.

Σκέφτομαι (πριν φύγω μπορώ να σου αφιερώσω κάποιες σκέψεις)πώς θα είσαι γρηά και πώς θα φέρεσαι όταν φέρνεις στο μυαλό σου τα τωρινά ή όταν σε ρωτάνε για μένα τότε.
Η εγγονή σου, καθώς θα ντύνεται μια μέρα, θα σε ρωτήσει: “Γιαγιά σε αγάπησε κανένας;”  Εσύ θα της λες: «Kάποιος, μεγαλύτερος από μένα, μια φορά με ήθελε. Μα εγώ από ντροπή ούτε να με αγγίξει δεν τον άφησα.» Κaι αυτό θα το λες χωρίς να σου περνάει από το μυαλό ότι ντροπή σου φέρνει το ότι δεν έκανες αυτό.  Και η εγγονή σου θα τρέχει να βρει τον εραστή της της ημέρας,όπως επιτάσσουν και σήμερα κιόλας τα ήθη και οι ρυθμοί της εποχής,αφήνοντάς σε στην «ντροπή» σου.
Πάλι μπορεί να σκέφτεσαι: «Kαι γιατί να μην κάνω αυτό που μου ζητούσε; Μού ζήτησε να του αφιερώσω πέντε λεφτά για να κουβεντιάσουμε. Γιατί να μην το κάνω; Ποιος ξέρει τι θα μου έλεγε... ούτε αυτό δεν μπορώ να ξέρω πια. Και πάλι γιατί να μην έβρισκα τον τρόπο,όπως εμείς οι γυναίκες μονάχα ξέρουμε,να είχα μια συνάντηση μαζί του,και,γιατί όχι,να τον άφηνα να με αγγίσει,ακόμα ακόμα και να τον φιλούσα μια φορά...μπορεί και να μού άρεσε...Στο κάτω κάτω τι θα πάθαινα; Ύστερα μπορεί να ήτανε  μεγαλύτερός μου ,όμως ούτε του τρέχανε τα σάλια,ούτε έσερνε τα βήματά του. Κι ούτε θα πω ότι μου ήτανε αδιάφορος... Και η στάση μου,της αποφυγής του με κάθε τρόπο,δεν έδειχνε  ότι ήξερα πως αυτός ο κύριος δεν ήτανε  ξοφλημένος ερωτικά; Ψόφιο σκυλί κανένας δεν κλοτσάει. Ναι,θα μπορούσα να έχω μια συνάντηση μαζί του. Μα τώρα πια...ουφ...ας μη τα θυμάμαι...»
Όμως δεν θα μπορείς να μην τα θυμάσαι. Τότε...τότε που θα είσαι μόνη σου, χωρίς κανέναν και τίποτα κοντά σου από κείνα που σε εμπόδιζαν τότε να απιστήσεις στην καλή σου φήμη, αλλά και χωρίς-φεύ- ούτε την ικανότητα πια να το κάνεις.
Μα όλα αυτά που θα θυμάσαι,τα μικρά και τα ανεπαίσθητα τώρα,τότε θα θεριεύουν λίγο λίγο ώσπου να σου γίνουν τυραννικά.
Όπου κι αν εγώ βρίσκομαι τότε, θα έχω πάρει την «εκδίκησή» μου, με άλλα λόγια θα έχει δικαιωθεί η αγάπη μου για σένα.-