Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Ξ

ΝΟΜΑΣ 2

Καταλαβαίνω ότι ζω μόνον όταν πρέπει να κόψω τα νύχια μου ή να ξυριστώ. Αν και πάλι έχω αμφιβολίες πηγαίνω μέχρι τη γωνία και ψάχνω για το όνομά μου στα αγγελτήρια θανάτου, στην κολόνα. Ως και το κουδούνισμα από το τηλεφώνημα που παίρνω κάθε βράδυ δεν είναι παρά η καμπάνα του ναού του νεκροταφείου όπου είμαι θαμμένος και που καλεί στον εσπερινό. Αφού όμως μου λες κάθε τόσο ότι με διαβάζεις, φαίνεται ότι γράφω, ότι δηλαδή μου συμβαίνει αυτό που λενε ζωή, ακόμα και όταν εγώ δεν το καταλαβαίνω.
Επί χούντας Γιωργία όλοι σχεδόν οι στρατιωτικοί πήραν δάνειο με ευνοϊκούς όρους για να αγοράσουν σπίτι. Και καλώς, επειδή οι προηγούμενες κυβερνήσεις βοηθούσαν οικονομικά μόνο τους πολίτες δημόσιους υπαλλήλους. Μου έλεγαν οι φίλοι να πάρω δάνειο κι εγώ, και ότι αν δεν έπαιρνα θα ήμουν κουτός. Δεν πήρα. Να έχω δικό μου σπίτι, ποτέ δεν με απασχόλησε το πράγμα.  Ακόμα δεν ήθελα να μπλέξω με αιτήσεις, υπογραφές χαρτιών, να μπλέξω με το Νόμο με μια λέξη, έστω και αν ο νόμος αυτός με ευνοούσε. Πάντοτε απεχθανόμουν και απεχθάνομαι να ρυθμίζουν τη ζωή μου οι νόμοι ενός κράτους που σε όλες τις συναλλαγές του με τους πολίτες ήταν αφερέγγυο. Ένας άλλος λόγος ήταν ότι δεν ήθελα να ωφεληθώ από ένα καθεστώς που ήμουν ενάντιός του. Μου έμοιαζε σαν μια συνθηκολόγηση μαζί του. Ακόμα σκεφτόμουν: κι αν συμβεί κάτι και δεν είμαι σε θέση να πληρώνω τη δόση του δανείου;
Και μία μόνον από αυτές τις σκέψεις ήταν αρκετή για να μην αποκτήσω σπίτι.
Δεν πήρα σπίτι λοιπόν και ούτε απόκτησα ποτέ σπίτι. Προτιμούσα πάντοτε να ζω σε σπίτια που είχαν χτίσει άλλοι. Είμαι ένας ανθρώπινος κούκος λοιπόν. Και ευγνωμονώ τους εκάστοτε σπιτονοικοκύρηδές μου, γιατί αν δεν υπήρχαν αυτοί θα ΄ήμουν άστεγος και θα πέθαινα από το κρύο.
Σε όσους με ρωτούσαν γιατί κι εγώ δεν παίρνω δάνειο, έβρισκα διάφορες άλλες απαντήσεις να πω. Γιατί ήμουν σίγουρος πως αν τους έλεγα τους πραγματικούς λόγους, ούτε θα στέκονταν να τους ακούσουν, αλλά και αν τους άκουγαν, θα με κοίταζαν παράξενα και θα έφευγαν οικτίροντάς με χωρίς να τους συζητήσουν, χώρια τα επίθετα με τα οποία θα με στόλιζαν είτε μπροστά μου είτε από πίσω μου. Πάλι, δεν είναι καλλίτερο να διαλέγεις το σπίτι που επιθυμείς κάθε φορά που πρέπει να μείνεις σε μια πόλη, παρά να μένεις στο δικό σου σπίτι, και αν ακόμα δεν σου αρέσει; Και αφού δεν έμενα στην ίδια πόλη για περισσότερο από δυο-τρία χρόνια, θα έπαιρνα μαζί μου το σπίτι μου σε κάθε μετακόμιση;
Σου έγραψα λοιπόν και γιατί δεν πήρα δάνειο. Τι να γράψω άλλο παρά μνήμες; Ο άνθρωπος δεν είναι όλα όσα είπε ή έκανε στη ζωή του, αλλά ότι σκέφτηκε. Από όσα έκανε μένουν μόνον εκείνα που έχουν σχέση με την ψυχοσύνθεσή του, που δόνησαν κάποιες χορδές της ιδιοπροσωπίας του και ο απόηχός τους τον κατέχει ως τα σήμερα.
Ούτε ήμουν πολιτικός για να γράψω τα ιστορικά γεγονότα τα εποχής μου στα οποία συμμετείχα, ούτε αμιγώς ιστορικός ώστε να γράψω ιστορία.
Μα μήπως και όσοι γράφουν ιστορία γράφουν την ιστορία;
Οι ιστορικοί πιάνουν έναν πόλεμο και αρχίζουν να γράφουν για την αιτία  του και για την αφορμή του. Και λένε ότι ο πρωθυπουργός άλφα, επειδή η χώρα του υπέφερε από τον ασφυκτικό οικονομικό κλοιό στον οποίο την είχαν καταδικάσει, κήρυξε πόλεμο κατά εκείνων που της είχαν επιβάλει αυτό τον κλοιό. Και ξεμπερδεύουν. Λες και ξύπνησε ο πρωθυπουργός ένα πρωί, είδε ξαφνικά ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά και έκανε αυτό που έκανε. Πόσες όπως ήσαν οι συνιστώσες της συνισταμένης που ανάγκασε τον πρωθυπουργό να κάνει πόλεμο; Όσοι ιστορικοί περιγράφουν τα αίτια του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου, έγραψαν ότι στις τρεις του Ιουλίου του χίλια εννιακόσια τριάντα ο πατέρας σου είχε πονοκέφαλο; Ή ότι η θεία σου, την προηγούμενη ημέρα των γενεθλίων της έχασε το δαχτυλίδι της; Τι εύκολο είναι να λες γράφω ιστορία! Σαν να λέει ένας κτηνίατρος ότι η αγελάδα γέννησε επειδή ήταν έγκυος.
Πόσο αλήθεια οι ιστορικοί εξαπατούν ο ένας τον άλλο αλλά και τον εαυτό τους! Και το ίδιο κάνουν και οι μαθηματικοί που η δουλειά τους όλη είναι να βαζουν προβλήματα στον ίδιο τους τον εαυτό και μετά να κάθονται να τα λύνουν.
Το ίδιο και οι φιλόσοφοι, οι αντίποδες των μαθηματικών, που φτιάχνουνε λέξεις που τους δίνουν νοήματα που οι ίδιοι μόνο καταλαβαίνουν και γι αυτό μεταξύ τους μόνο τις χρησιμοποιούν.
Και γράφουν ένα σωρό δυσνόητα για το λαό βιβλία. Αλλά αυτός που έχει κάτι να πει δεν έχει ανάγκη να το στολίζει με επιτηδευμένες εκφράσεις, δύσκολες λέξεις και σκοτεινούς υπαινιγμούς. Μπορεί να το εκφράσει απλά, με τρόπο σαφή και καθαρό, και να είναι βέβαιος πως δεν θα αποτύχει στο σκοπό του. Γιατί η απλότητα υπήρξε πάντα προσόν όχι μόνο της αλήθειας, αλλά και αυτής ακόμα της μεγαλοφυϊας. Αν οι φιλόσοφοι αρκούνταν να γράφουν και να κοινοποιούν με τιμιότητα τις ιδέες τους, όπως ακριβώς τις συνέλαβαν και που είναι πραγματικά δικές τους, θα τους διάβαζαν πολλοί και θα τις δίδασκαν και στο περιβάλλον τους, όπως έκαναν με τις δικές τους ιδέες οι ιδρυτές θρησκειών ή οι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς.  Αλλά αντί γι αυτό βιάζουν τον εαυτό τους να κάνουν πιστευτό ότι σκέφτηκαν πολύ περισσότερο και πιο βαθιά, κι αυτό ακριβώς είναι το σφάλμα τους.  Αν κάποιος μπορεί να διαβάσει το βιβλίο του σύμπαντος και δεν μπορεί να εκφράσει τι είδε, ας σιωπήσει καλλίτερα όπως κάνουν οι απλοϊκοί άνθρωποι μπροστά σε ένα θαύμα ή σε μπροστά μια βαθιά κατανόηση.
Στην ουσία φιλόσοφοι και μαθηματικοί δεν διαφέρουν από έναν κατασκευαστή βαρελιών ή από έναν τσαγκάρη. Κι αυτοί έχουν λέξεις που χρησιμοποιούν μόνον μεταξύ τους και που κανένας άλλος δεν τις καταλαβαίνει. Αναρωτιέμαι: Γιατί να υπάρχουν οι μαθηματικοί και οι φιλόσοφοι; Τι προσφέρουν στον κόσμο μας; Ο τσαγκάρης ξέρει τουλάχιστο να μετράει και ξέρει να παίρνει τα μέτρα του παπουτσιού που θέλει να κατασκευάσει. Και αυτός που φτιάχνει βαρέλια φτιάχνει κάτι χρήσιμο για τους άλλους. 
Ο άνθρωπος αναρωτιέται και χωρίς να είναι φιλόσοφος τι να είναι τα αστέρια, ποιος δημιούργησε τον κόσμο, γιατί αλλάζουν οι εποχές. Βρίσκει δηλαδή για τον εαυτό του με τη συνείδησή του όλες τις φιλοσοφικές αλήθειες. Αν οι φιλόσοφοι θέλουν να τις εκφράσουν σε γνώση αφηρημένη, να τις υποβάλουν στη σκέψη, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους, ας το κάνουν με τρόπο που να ωφελείται η ανθρωπότητα και όχι μόνο για να αναιρεί ο ένας τους τον άλλο ή για να πάρουν μια έδρα πανεπιστημιακή ή για να μαλώνουν μεταξύ τους ποιος έκανε την μεγαλοφυέστερη σκέψη.     Αποτέλεσμα, η ζωή και ο θάνατος ίδιο μυστήριο κρύβουν από τότε που ο πρώτος άνθρωπος αναρωτήθηκε γι αυτά. Οι φιλόσοφοι και οι μαθηματικοί δεν τολμούν να παραδεχτούνε πως ότι κάνουν είναι μόνο ένα εύρημα για να περνάνε το χρόνο τους πάνω στη γη. Όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι.
Ο κόσμος έχει γίνει καλλίτερος με την βοήθεια των μαθηματικών; Κατηγορηματικά όχι. Δεν θεωρώ καλλίτερο τον κόσμο επειδή οι άνθρωποι σήμερα έχουν αυτοκίνητο, γιατί έχουν και ατομικές βόμβες. Και αν ακόμη τα μαθηματικά μας έδιναν μόνον αυτοκίνητα και όχι ατομικές βόμβες, πάλι δεν θα ήτανε καλλίτερος ο κόσμος μας. Το αυτοκίνητο θέλει χρήματα για την αγορά του και θέλει και δούλο τον αγοραστή του για να το περιποιείται και να το φροντίζει.
Ή μήπως οι φιλόσοφοι ωφέλησαν τον κόσμο; Κατηγορηματικά όχι. Δεν έδωσαν καμία απάντηση στα ερωτήματα του ανθρώπου.
Μας λένε οι φιλόσοφοι ότι η φιλοσοφία δείχνει προς το άπειρο, που παρόλο ότι υπάρχει, δεν το ξέρουμε. Πως η επιστήμη και ο κοινός νους επιδιώκουν να ξεδιαλύνουν όλες τις απορίες, η φιλοσοφία όμως αφήνει στην πραγματικότητα την τελευταία λέξη, γιατί η φιλοσοφία διερωτάται για το άγνωστο, το οποίο όμως έχει τον πρώτο λόγο ως άγνωστο. Και φέρνουν οι φιλόσοφοι για παράδειγμα των όσων λένε, την έννοια του απείρου. Στην έννοια του απείρου, η νοηματοδοσία της οποίας είναι η απάντηση στο οντολογικό πρόβλημα, καθίσταται σαφές ότι μία έννοια φιλοσοφική μπορεί, περιέχοντας τα πάντα να μην περιέχει τίποτε από την πραγματικότητα, αλλά να περιέχει τα πάντα, επειδή ακριβώς δείχνει προς την πραγματικότητα. Η έννοια του απείρου κυριολεκτικά αναφέρεται στο άπειρο, δηλαδή στο άγνωστο, και καταφέρνει χωρίς να λέει τίποτα, να εννοεί τα πάντα. Το σημαντικό που πετυχαίνεται με τη φιλοσοφική έννοια του απείρου, είναι να δείχνουμε πρις την ύπαρξη, προς το Είναι ως άπειρο, και να γνωρίζουμε έτσι κάτι που, παρόλο ότι υπάρχει, δεν το ξέρουμε. Μπορούμε να γνωρίσουμε έτσι την ύπαρξη ως άπειρη, παρόλο που δεν μπορούμε να την ξέρουμε. Για τον επιστημονικό νου άπειρο μπορεί να σημαίνει άπειροι κόσμοι, ή ακόμη μπορεί να σημαίνει μια έκταση του σύμπαντος ιλιγγιωδών διαστάσεων. Ο κοινός νους πάλι μπορεί να λέει άπειρο και να εννοεί το σύμπαν μέχρι τον Άρη. Και στις δυο περιπτώσεις και ο επιστημονικός και ο κοινός νους, νομίζουν ότι γνωρίζουν το άπειρο, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν την παραμικρή ιδέα για το άπειρο. Για τη φιλοσοφική σκέψη το άπειρο δεν είναι γνωστό, αλλά χάρις σ’ αυτήν, μαθαίνουμε ότι υπάρχει.
Δεν με πείθουν οι φιλόσοφοι με ο,τι λένε. Κατά τη γνώμη μου δεν χρειαζόνταν οι φιλόσοφοι για να μου πουν τι στο τέλος; Ότι μιλάνε για κάτι που τους είναι άγνωστο. Και ισχυρίζονται ότι ξέρουν πως το άπειρο υπάρχει. Λες και δεν το ξέρουν αυτό και οι επιστήμονες (καλλίτερα μάλιστα από τους φιλοσόφους), αλλά και ο κοινός νους-ότι το άπειρο υπάρχει. Εγώ μάλιστα θα προχωρούσα πέρα από αυτούς, σαν μηδενιστής που είμαι. Θα τους ζητούσα να μου πουν πώς γνωρίζουν ότι το άπειρο υπάρχει. Και είμαι σίγουρος ότι δεν θα μπορούσαν να μου απαντήσουν. Αλλά τώρα που είμαι μηδενιστής, τους πληροφορώ ότι πολλοί άνθρωποι, είτε επιστήμονες είτε άνθρωποι με κοινό νου, έτσι φαντάζονται το άπειρο, δηλαδή γνωρίζουν πως υπάρχει και ας μην το γνωρίζουν. Μου κάνει επίσης εντύπωση ότι οι φιλόσοφοι, ταυτίζουν το άπειρο με το Είναι. Έτσι όμως διαγράφουν τον Πλάτωνα και ταυτίζονται με τους υλιστές ή τουλάχιστον με τον Σπινόζα. Και όταν φέρνουν σαν παράδειγμα της αγνοίας τους τη ρήση του Σπινόζα «κανείς δεν ξέρει τι μπορεί το σώμα», δεν είναι σαν να παραδέχονται ότι αγνοούν τι μπορεί και το άπειρο;
Όσα βιβλία φιλοσοφικά κι αν διάβασα δεν αιστάνθηκα να με βοηθάει σε κάτι η φιλοσοφία. Στην ίδια άγνοια βρίσκομαι όπως ήμουν και πριν τα διαβάσω. Ίσως γιατί, τηρουμένων των αναλογιών των μεγάλων φιλοσοφικών νοών με αυτές του φιλοσοφικά μικρού δικού μου, εντούτοις ποτέ δεν θεώρησα το άπειρο να φτάνει μέχρι τον Άρη, ούτε ότι εξαντλείται σε κάποιες ιλιγγιώδεις έστω διαστάσεις του.
Σου έλεγα Γιωργία ότι στις Κλινικές που εργαζόμουν, είχα το άγχος της αντιμετώπισης ενός αγνώστου μου περιστατικού.Το ίδιο όμως συνέβαινε και κατά τη διάρκεια της νομαδικής μου ζωής όταν υπηρετούσα σε μεγάλα νοσοκομεία. Να ξέρεις πως από σένα εξαρτάται η ζωή ενός ανθρώπου. Τι αβάσταχτο φορτίο! Γιατί ποιος γιατρός μπορεί να πει πως είναι ενήμερος όλων των πιθανών ασθενειών ή κακώσεων που αφορούν στον άνθρωπο;
Και όταν έκανα καλά τη δουλειά μου σαν γιατρός, ευχαριστούσα την τύχη μου που μου είχε κάνει αυτό το δώρο.
Ο γιατρός σώζει ζωές. Σωστά. Και αυτή είναι η δουλειά του. Τις ζωές τις σώζει με πρόγραμμα και με ωράριο, εφαρμόζοντας γνώσεις που είχε αποκτήσει στη δουλειά του Και όταν σώζεις ζωές προγραμματισμένα, κάνεις την εργασία που κάνει και ο ράφτης που σου φτιάχνει ένα παλτό και σε γλιτώνει από την πνευμονία, ή ο παντοπώλης που σε προμηθεύει τρόφιμα που χωρίς τους δεν θα ζούσες. Άμεσα θυμάμαι πως έσωσα τη ζωή ενός στρατιώτη που μου τον έφεραν μελανιασμένο και μόλις να αναπνέει. Οι ανάσες που έπαιρνε όταν τον είδα ήσαν οι τελευταίες του. Είναι ευτύχημα που το νοσοκομείο είχε διαθέσιμες αμινοφυλλίνες και μάλιστα σε πρώτη ζήτηση από τον εκάστοτε εφημερεύοντα. Μία ενδοφλέβια ένεση αμινοφυλλίνης έκανε το θαύμα της. Ο άρρωστος, προτού ακόμα τελειώσω την έγχυση όλου του φαρμάκου στη φλέβα του, άνοιξε τα μάτια του, άρχισε να αναπνέει ξανά, το σώμα του πήρε πάλι το ροδαλό του χρώμα. Μαζί του ανάπνευσα κι εγώ. Και εις επίρρωσιν του «θαύματος» αυτού, ήρθαν οι πρώτες λέξεις στο στόμα του νεαρού διασωθέντα, που όπως αποδείχτηκε ήταν και ελαφρώς μάγκας, και που τις είπε με τόση δόση θαυμασμού που λίγο έλειψε να τον πιστέψω: «Γιατρέ, είσαι παίδαρος!»! 
Καλές και κακές στιγμές του επαγγέλματος, τραγικές άλλες, άλλες πάλι εύθυμες αφού είχαν καλό τέλος. Θυμάμαι που ένας πενηντάρης μου ήρθε με συμπτώματα σκωληκοειδίτιδος και στην σκωληκοειδή του όταν τον άνοιξα βρήκα σφηνωμένο ένα αγκίστρι από ψάρια που είχε φάει πριν τρεις ημέρες. Θυμάμαι που χειρούργησα έναν νεαρό ψυχοπαθή που είχε καταπιεί μια αρμαθιά κλειδιά. Την μεθεπομένη της εγχείρησης, κατάπιε έναν ονυχοκόπτη. Αυτόν του τον αφαίρεσε ο εφημερεύων της ημέρας εκείνης. Θυμάμαι έναν νεαρό από τα Καλάβρυτα με διάτρηση στομάχου. Όταν άνοιξα την κοιλιά του ήταν γεμάτη με τραχανά που είχε φάει την προηγούμενη ημέρα. Ο καημένος, του άρεσε ο τραχανάς και είχε φάει, όπως μου είπε, τρία πιάτα. Θυμάμαι και την τραγική περίπτωση ενός πλούσιου άραβα που περνώντας απρόσεχτα τις γραμμές του τρένου στην Κομοτηνή, έχασε αμέσως με την πρόσκρουση με το τρένο τα δύο από τα τρία παιδιά του που κάθονταν στο πίσω κάθισμα, ενώ το τρίτο μου το προσκόμισαν βαριά τραυματισμένο. Το παιδί σώθηκε. Θυμάμαι τον πατέρα να κάθεται στην καρέκλα του γραφείου των γιατρών με το κεφάλι χωμένο στις παλάμες του να μονολογεί: «Ήρθα με τρία παιδιά στην Ελλάδα, και θα γυρίσω πίσω με ένα…» Πώς να τον παρηγορούσα; Αυτός και η γυναίκα του δεν έπαθαν τίποτα. Και θυμάμαι πως ελλείψει ιατροδικαστή στην Κομοτηνή τότε, έκανα νεκροψία-νεκροτομή κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα. Οι πρώτες και οι τελευταίες νεκροτομές μου έκανα. Θυμάμαι και ακόμα τρέμω, πως όταν εφημέρευα σε μεγάλο νοσοκομείο συνέβη να χρειαστεί να επέμβω και να κάνω δυο σπληνεκτομές. Στο σινάφι των χειρουργών όταν ένας γιατρός κάνει την εγχείρηση αυτή θεωρείται πλέον πεπειραμένος και ότι μπορούν να του εμπιστευτούν και τη διεύθυνση Κλινικής. Εγώ ξέρω όμως με τι φόβο τις έκανα. Και ευτυχώς έφυγα από το στρατό πριν ερχόταν στο μυαλό κάποιου να μου αναθέσει μια τέτοια θέση.   Αναρωτιέμαι καμιά φορά όλοι οι χειρουργοί αισθάνονται αυτό τον τρόμο όταν επιχειρούν μία εγχείρηση για πρώτη φορά; Αλλά αυτά τα πράγματα ούτε ρωτιούνται, ούτε απαντιούνται αν ερωτηθούν. 
Ύστερα από τόσο άγχος που υπέφερα στην ιατρική μου ζωή θεωρώ ότι χρωστώ ένα μεγάλο ευχαριστώ στην καρδιά μου που δεν επηρεάστηκε δυσμενώς από αυτό.
Μιας και μίλησα για την Κομοτηνή, έχω δυο περιστατικά να σου εξιστορήσω, που δεν τα ξεχνώ και που θα αφήσω σε σένα να αποφασίσεις ποιο από τα δύο θα χαρακτηρίσεις σαν το δεύτερο θαύμα, από τα τρία για τα οποία σου μίλησα πιο πάνω. Εγώ δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιο ήταν το μεγαλύτερο από τα δύο.
Μια μέρα, όταν υπηρετούσα στην Κομοτηνή, με κάλεσε ένας φίλος τούρκος για να μου πει ότι πρέπει να πάμε σε ένα τούρκικο χωριό για να δω έναν άρρωστο. Δεν ήξερα τι δρόμο για το χωριό και με συνόδεψε ο ίδιος. Ύπαιθρος χώρος της Κομοτηνής, χωρίς δρόμους εύκολα βατούς. Μπήκαμε στο αυτοκίνητό μου, ένα φίατ 850, εγώ οδηγός και ο φίλος μου συνοδηγός, και πηγαίναμε. Βρεθήκαμε σε λίγο σε ένα χωράφι θερισμένο, όπου διαφαίνονταν στο χώμα το καλυμμένο με ξερά αγριόχορτα  ίχνη από ρόδες αυτοκινήτου. Ήταν ο «δρόμος» που μου υπέδειξε ο φίλος μου για να φτάσουμε νωρίτερα στο χωριό. Συζητούσαμε ξέγνοιαστα πηγαίνοντας και μάλιστα ο φίλος κάπνιζε. Φτάσαμε κάποτε σε ένα σημείο του χωραφιού όπου μπροστά μας και κάθετα προς την πορεία μας ήσαν οι ράγες τρένου, υπερυψωμένες όπως συνήθως είναι, είκοσι τριάντα πόντους πάνω από το γύρω έδαφος. Σταμάτησα φυσικά τελείως το αυτοκίνητο μπροστά τους, έβαλα πρώτη ταχύτητα για να ανέβω το υψωματάκι όπου πάνω του κάθονταν οι γραμμές του τρένου, και πάτησα το γκάζι. Αμέσως τότε, ακούω τον φίλο δίπλα μου να μουγκρίζει μην μπορώντας να αρθρώσει εκείνη την ώρα κάποια λέξη, να γυρνάει και να με βλέπει με τρομαγμένο βλέμμα και να μου δείχνει ταυτόχρονα με απεγνωσμένες κινήσεις των χεριών του πρις τα αριστερά μας. Προσπαθώντας να καταλάβω τι συνέβαινε και φερόταν έτσι, κοίταζα προς αυτόν προσπαθώντας να καταλάβω τι ήθελε να μου πει. Σημειωτέον ότι δεν μιλούσε καλά τα ελληνικά και εγώ δεν ήξερα διόλου τούρκικα. Κάποτε (όλα αυτά έγιναν σε κλάσματα του δευτερολέπτου), και ενώ συνέχιζα το μαρσάρισμα, γυρνώ προς τα εκεί που μου έδειχνε με χέρια, με μάτια, και με όλο του το είναι.  Και βλέπω το τρένο να έρχεται προς εμάς με μεγάλη ταχύτητα. Πάτησα το φρένο αμέσως κόβοντας τη φόρα που είχε καταφέρει να πάρει το φιατάκι και κοκκαλώνοντάς το έτσι σε λίγων εκατοστών απόσταση από τη δεξιά πλευρά του τρένου που ήδη περνούσε με την μεγάλη του ταχύτητα δίπλα μας. Το τρένο δεν είχε σφυρίξει. Δεν μας είχε δει και μας είδε την τελευταία στιγμή ο οδηγός μόνον; Ποιος ξέρει. Και ούτε είχε ακουστεί ο θόρυβός του που συνήθως ακούγεται από μακριά. Αυτό το δεύτερο το εξηγήσαμε κατόπιν γιατί η φορά του ανέμου ήταν αντίθετη. Και για να μη νομίσουμε ότι όλα αυτά ήταν ιδέα μας και ότι τίποτε αξιόλογο δεν είχε συμβεί, ο κακομοίρης ο μηχανοδηγός είχε βγάλει το μισό του κορμί από το παράθυρο της μηχανής του και χειρονομώντας και φωνάζοντας προς εμάς, μας έλουζε ποιος ξέρει με τι βρισιές και τι επίθετα. Καθίσαμε για λίγο εκεί που είχαμε μείνει, χωρίς να λέμε τίποτα, ώσπου καταλάβαμε πως ότι κι αν έγινε έπρεπε να συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Και αλήθεια, ευχαριστήσαμε καθένας το θεό του που μας γλίτωσε-εγώ το Θεό κι αυτός τον Αλλάχ πριν συνεχίσουμε.
Να και το δεύτερο θαύμα της Κομοτηνής.
Νύχτα δύο η ώρα παίρνω ένα τηλεφώνημα πως ένας κάτοικος ενός χωριού χρειάζεται άμεσα γιατρό γιατί «σβήνει». Εμένα ξέρανε, εμένα πήρανε. Να τους πω να τον πάνε στο νοσοκομείο; Πώς θα τον μετακινούσαν χωρίς τον κίνδυνο να τους μείνει στο δρόμο; Τους είπα να καλέσουν το νοσοκομείο, το κάλεσαν, μου λένε, και τους είπαν ότι το ασθενοφόρο είναι χαλασμένο. Γιωργία μιλάμε για δεκάδες χρόνια πίσω, που και μόνον ότι μια επαρχιακή πόλη διέθετε νοσοκομειακό ήταν επίτευγμα.
Ξεκινάω να πάω.
Μαζί μου για συντροφιά ήρθε και ο πατέρας μου που για λίγες μέρες είχε έρθει να με δει.
Ήτανε χειμώνας, κρύο και αέρας βοριάς βορειοελλαδίτικος. Σκοτάδι πίσσα γύρω που οι αναιμικοί φανοί ενός παλιού φίατ 850 πώς να διαπεράσουν… Το χωριό άγνωστο σε μένα, και μόνο από αυτόν που με κάλεσε πήρα μερικές πληροφορίες για το από πού θα πάω, άσχετος με την γεωγραφία της πόλης και των περιχώρων της. Προχωρούσαμε με το σκοτάδι γύρω μας μέσα σε άγνωστα μέρη, ακολουθώντας έναν στενό επαρχιακό δρόμο που ίσα χωρούσε ένα αυτοκίνητο. Ξάφνω βλέπω μπροστά μου τα κάγκελα μιας γέφυρας που σχημάτιζε μα τον δρόμο στον οποίο βρισκόμασταν γωνία ενενήντα μοιρών. Κάτω της, με βάθος περίπου τριάντα μέτρων έχασκε ένας γκρεμός, τον  πυθμένα του οποίου κάποτε θα κάλυπταν τρεχούμενα νερά και που τώρα ήταν ξερός. Αυτά τα διαπίστωσα μετά. Γιατί τη στιγμή που είδα τη γέφυρα, μέλημά μου ασυναίσθητο ήταν να σωθώ κι εγώ και ο πατέρας μου. Πηγαίνοντας λοιπόν προς το θάνατο, που δεδομένης της μικρή διεισδυτικής ικανότητας των φαναριών του παλιού μικρού μου αυτοκινήτου δεν απείχε πολλά μέτρα, άρχισα να δουλεύω πόδια και χέρια στα πεντάλια και στο τιμόνι αντίστοιχα, με σειρά και ταχύτητα που εκείνη τη στιγμή αποφασίζονταν ερήμην της λογικής, από κάποιο ένστικτο, από κάποιο ορμέμφυτο. Ένιωθα μόνο το αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών μου πάνω στο αυτοκίνητο, το οποίο πήγαινε μια δεξιά, μια αριστερά, μια έκοβε, μια προχωρούσε, πηγαινοφέρνοντάς μας κι εμάς ανάλογα μέσα στον χώρο του, ως το τέλος της πορείας του. Εκείνο που θυμάμαι καλά είναι ότι το τέλος αυτό ήτανε ακριβώς εκεί που άρχιζαν τα κάγκελα της  γέφυρας, που όπως είδα δεν θα άντεχαν να κρατήσουν ούτε το τόπι παιδιών που παίζοντας θα χτυπούσε πάνω τους.
Καμιά φορά σκέπτομαι για αυτήν ή παρόμοιες περιπτώσεις που ακούω από άλλους, ότι ίσως σε κάποια άλλη ζωή να έχουμε εκπαιδευτεί για την αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων, που σε εκείνη τη  ζωή να ήσαν καθημερινότητα, αλλιώς πώς να εξηγηθεί μια χωρίς τη χρήση της λογικης σωτήρια αντίδραση; Μήπως λέγοντας έτσι μιλάω με άλλα λόγια για το ένστικτο, ή μήπως το ένστικτο μας οδηγεί ολημερίς στην καθημερινή ζωή μας, και το αναγνωρίζουμε μόνον όταν μας προφυλάσσει από αντιληπτό από πριν κίνδυνο; Θεωρίες και σκέψεις ανώφελες… Η ουσία είναι ότι σωθήκαμε. Υπολογίσαμε ότι αν πέφταμε εκεί μέσα θα έβρισκαν τα σώματά μας ποιος ξέρει μετά πόσες μέρες, δεδομένου ότι από το μέρος εκείνο περνούσαν μόνον αυτοκίνητα, και ότι μέσα από το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να δει κανείς στο βάθος του πάλαι ποτέ ποταμιού και νυν ρέματος. Αφού συνήλθαμε από το συμβάν και πριν ξαναξεκινήσουμε, ο πατέρας μου είπε μόνο: «τυχερός ήταν ο….» και ανάφερε το όνομα προσώπου που υπολόγιζε ότι θα μου ήταν αγαπητό.