To σχολείο σκόλασε. Βγαίνουν τα παιδιά.
-Εγώ σα μεγαλώσω θα γινώ μηχανικός
να χτίζω σπίτια.
-Πού θα πας το απόγεμα; Έλα σπίτι
να παίξουμε κρυφτό και αμάδες.
-Θέλω να διαβάσω να γίνω μηχανικός.
Αν όλο παίζω δε θα γίνω μηχανικός.
-Ο πατέρας μου λέει πως ό,τι και κανείς να γίνει
χαμένα όλα παν στη χώρα αυτή.
Καλά θα ζήσεις μόνο αν κλέψεις.
Εγώ θα μάθω να κλέβω.
-Kαι γιατί όλα πάνε χαμένα στη χώρα αυτή;
-Δεν ξέρει λέει κι αυτός, μα έτσι είναι.
Ίσως, λέει, το ’χει η μοίρα μας.
-Ο πατέρας σου είναι σοβαρός άνθρωπος.
Για να το λέει έτσι θα ’ναι.
-Και βέβαια έτσι είναι.
-Θα 'ρθω να παίξουμε τότε.
Θα μάθεις και σε μένανε να κλέβω;
-Εγώ σα μεγαλώσω θα γινώ μηχανικός
να χτίζω σπίτια.
-Πού θα πας το απόγεμα; Έλα σπίτι
να παίξουμε κρυφτό και αμάδες.
-Θέλω να διαβάσω να γίνω μηχανικός.
Αν όλο παίζω δε θα γίνω μηχανικός.
-Ο πατέρας μου λέει πως ό,τι και κανείς να γίνει
χαμένα όλα παν στη χώρα αυτή.
Καλά θα ζήσεις μόνο αν κλέψεις.
Εγώ θα μάθω να κλέβω.
-Kαι γιατί όλα πάνε χαμένα στη χώρα αυτή;
-Δεν ξέρει λέει κι αυτός, μα έτσι είναι.
Ίσως, λέει, το ’χει η μοίρα μας.
-Ο πατέρας σου είναι σοβαρός άνθρωπος.
Για να το λέει έτσι θα ’ναι.
-Και βέβαια έτσι είναι.
-Θα 'ρθω να παίξουμε τότε.
Θα μάθεις και σε μένανε να κλέβω;