Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Τα κουρασμένα σέρνοντας τα βήματά τους
δυό άλογα στην πόρτα φτάνουνε του Χρόνου.
«Κυρ-Χρόνε την πορτίτσα σου άνοιξε
βγες απ’ τα βάθια σου
και κάνε μας τη χάρη να μας πεις
ποιος την πατρίδα των αλόγων ρήμαξε;»

«Μεγαλομάτικα άλογα
ξέρετε ότι δεν υπάρχω πια
κι όμως ζητάτε από μένα πράγματα να σας ειπώ.
Εγώ είμαι του Χρόνου το χοντρό νεκρό το σώμα.
Τα χέρια ετούτα έχουνε ρημάξει όχι μια,
παρά πατρίδες μετρημένες σε χιλιάδες.
Διασχίστε το τεράστιο το κορμί μου,
απάνου σε πατρίδων πτώματα πατώντας,
και στην ουρά μου τη μακριά όταν θα φτάσετε
εκεί δε θα ρωτείστε μα θα δείτε
ποιος την πατρίδα σας ετούτη τη στιγμή ρημάζει.
Ένα νεκρόν ξυπνήσατε.
Στο ζωντανό κομμάτι μου τραβάτε.»

Τ’ άλογα χλιμιντρίσανε
προχώρησαν
κι όταν στο ζωντανό κομμάτι εβρέθηκαν του Χρόνου,
αυτό μια τα εφύσησε
και στο χοντρό κορμί του Χρόνου του χαμένου
ευθύς τα πέταξε
μαζί με τ’ άλλα.

Ο Χρόνος κλείνοντας την πόρτα του
εχασμουρήθηκε τεράστιο ένα στόμα ανοίγοντας
και με τα χείλια του πρησμένα εμουρμούρισε:
Άλογα… τι περιμένεις...  απορίες όλο…
έλληνες νομίζω ήσαν...