Πήγαινε μόνος του στο δάσος ο γεωργός.
Στα δέντρα έριχνε το κρύο φεγγάρι αχτίδες παγωμένες.
Δυο λάφια τον κοιτάζανε τρεμάμενα απ' το κρύο
να κουβαλάει τ' άθλιο κορμί του στην καλύβα του.
-Κοίτα σε χώρα ποιαν έχουμε γεννηθεί.
Χειρότεροι από μας οι ανθρώποι.
-Χειρότεροι... χειρότεροι…
-Κι εμάς μας τρώει το λιοντάρι
μα είναι που εμείς όπλα δεν έχουμε.
-Δεν έχουμε... δεν έχουμε…
-Ενώ αυτοί μυαλά ίδια κι ίδια χέρια ας έχουνε,
και ίδια όπλα και oι δυό ας κρατάνε.
μα δε σηκώνουνε τα όπλα τους
ενάντια στα λιοντάρια τους-γιατί;
-Γιατί.;.. Γιατί;..
-Κοίτα τον πώς δουλεύει γι άλλους...
Κοίτα τον πώς σκυμμένο το κεφάλι του κρατεί...
Κι αύριο με το δρεπάνι του
θα πάει στάρι να θερίσει
αντίς μ’ αυτό να πάρει τα κεφάλια τους...
-Τα κεφάλια τους…Τα κεφάλια τους...
Στα δέντρα έριχνε το κρύο φεγγάρι αχτίδες παγωμένες.
Δυο λάφια τον κοιτάζανε τρεμάμενα απ' το κρύο
να κουβαλάει τ' άθλιο κορμί του στην καλύβα του.
-Κοίτα σε χώρα ποιαν έχουμε γεννηθεί.
Χειρότεροι από μας οι ανθρώποι.
-Χειρότεροι... χειρότεροι…
-Κι εμάς μας τρώει το λιοντάρι
μα είναι που εμείς όπλα δεν έχουμε.
-Δεν έχουμε... δεν έχουμε…
-Ενώ αυτοί μυαλά ίδια κι ίδια χέρια ας έχουνε,
και ίδια όπλα και oι δυό ας κρατάνε.
μα δε σηκώνουνε τα όπλα τους
ενάντια στα λιοντάρια τους-γιατί;
-Γιατί.;.. Γιατί;..
-Κοίτα τον πώς δουλεύει γι άλλους...
Κοίτα τον πώς σκυμμένο το κεφάλι του κρατεί...
Κι αύριο με το δρεπάνι του
θα πάει στάρι να θερίσει
αντίς μ’ αυτό να πάρει τα κεφάλια τους...
-Τα κεφάλια τους…Τα κεφάλια τους...