Το βήμα του θανάτου
Ηχεί σιγά ηχεί απαλά ηχεί απελπισμένα
μέσα στης νύχτας τη σιγή του θανάτου το βήμα
που νικητήρια περπατεί κι έρχεται κατά μένα
καθώς αφέντρας θάλασσας γλύφει γιαλό ένα κύμα.
Έρχεται και μυρίζει με-και με καλοξετάζει
να δει αν κιόλας πέθανα ή ανασαίνω ακόμα.
Τέλος από την τσέπη του το καθρεφτάκι βγάζει,
και με κινήσεις ήρεμες μου το κολλάει στο στόμα.
Κι αμέσως πάλι το τραβά και μια ματιά του ρίχνει.
Κι ως βλέπει της ανάσας μου πάνω του τη θαμπάδα
που στις στρατιές των ζωντανών ότι μετρώ του δείχνει
τραβάει το άπονο σπαθί με την ψυχρή γυαλάδα,
και μες στον κρύο κι έρμο μου με σαβουρντάει τον τάφο.
Και πεθαμένος από κει αυτούς τους στίχους γράφω.
Ηχεί σιγά ηχεί απαλά ηχεί απελπισμένα
μέσα στης νύχτας τη σιγή του θανάτου το βήμα
που νικητήρια περπατεί κι έρχεται κατά μένα
καθώς αφέντρας θάλασσας γλύφει γιαλό ένα κύμα.
Έρχεται και μυρίζει με-και με καλοξετάζει
να δει αν κιόλας πέθανα ή ανασαίνω ακόμα.
Τέλος από την τσέπη του το καθρεφτάκι βγάζει,
και με κινήσεις ήρεμες μου το κολλάει στο στόμα.
Κι αμέσως πάλι το τραβά και μια ματιά του ρίχνει.
Κι ως βλέπει της ανάσας μου πάνω του τη θαμπάδα
που στις στρατιές των ζωντανών ότι μετρώ του δείχνει
τραβάει το άπονο σπαθί με την ψυχρή γυαλάδα,
και μες στον κρύο κι έρμο μου με σαβουρντάει τον τάφο.
Και πεθαμένος από κει αυτούς τους στίχους γράφω.