Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Για αγέρηδες σφοδρούς που πνέουν στις
ερήμους,
για ήρεμα μελτέμια,
για σκληρούς βοριάδες κρύους και τσουχτερούς,
για αύρες που η θάλασσα ξερνά,
για λίβες κοφτερούς έχω ακούσει.
Μα εμέ σε τούτονε τον κάμπο,
τον άχρωμο,
ο μόνος που με φυσάει αέρας
είναι ο αέρας που μου στέλνει αυτό το τραίνο
πελώριο και γοργό καθώς περνά.

Εν' αγριόχορτο είμαι
χωρίς αξία καμιά.
Μα ενόμιζα πως όποιος άνεμος
τύχαινε να με δέρνει
δε θα ’ταν άνεμος συμμετρικός
μεταλλικός και ξένος
σαν τεχνητός.
Τώρα ένα χέρι σπλαχνικό ας με ξερριζώσει
αφού ο θάνατος αυτός ο προγραμματισμένος
που τέσσερες φορές τη μέρα μ' επισκέπτεται
αλλιώς δεν πρόκειται να σταματήσει-και το ξέρω.