«Ποιος ειν’ αυτός που μ' αντικρίζει
μες απ' αυτόνε τον καθρέφτη;
Ποιος που η θλίψη του ορμίζει
μέσα στη νύχτα που αργοπέφτει;
Ποιος ειν’ αυτός που 'χει τα χέρια
σαν αποφόρια κρεμασμένα
και δυο σβησμένα που είν’ αστέρια
τα μάτια του τα κουρασμένα;
Ποιος ειν' αυτός μ' ένοχο βλέμμα
όπου τολμάει σαν τον κλέφτη
το μέγα του να στήνει ψέμα
σε με αντικρύ-σ' έναν καθρέφτη;»
μες απ' αυτόνε τον καθρέφτη;
Ποιος που η θλίψη του ορμίζει
μέσα στη νύχτα που αργοπέφτει;
Ποιος ειν’ αυτός που 'χει τα χέρια
σαν αποφόρια κρεμασμένα
και δυο σβησμένα που είν’ αστέρια
τα μάτια του τα κουρασμένα;
Ποιος ειν' αυτός μ' ένοχο βλέμμα
όπου τολμάει σαν τον κλέφτη
το μέγα του να στήνει ψέμα
σε με αντικρύ-σ' έναν καθρέφτη;»