Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Μια καλοκάμωτη έρχεται τα βράδια στα όνειρα
μου.
Χυμούς γεμάτη μια μικρή, λαχταριστή μικρούλα.
Σεμνή και χαμηλόβλεπη στριμώχνεται κοντά μου
και στέκει εκεί ολάνθιστη, ευώδης και γλυκούλα.

Κα σ' όλα ένα βάλσαμο σκορπά και μια αθωότη.
Και μπρος μου βλέπω ιδεατά, πυρέσσοντα δυο στήθια
δύο χειλάκια δροσερά στη λάμψη τους την πρώτη
κι ένα κορμί λαγνόπλαστο δώρα γεμάτο πλήθια.

Και βλέπω μες στο βλέμμα της το πάθος να 'χει
απλώσει.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τής ηδονής τ' αχνάρι.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τον πόθο για να δώσει.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τον πόθο για να πάρει.

Όλο το είναι της Φωτιά, Λαχτάρισμα και Ζήση.
Όλ’ η ύπαρξη της Πεθυμιά, και Δόσιμο και Μύρο.
Και ώσπου τ' όνειρο άλυπο κι ανάλγητο να
σβήσει
γεμάτος είμαι απ’ αυτό κι εγώ και όλα γύρω.

Μα ας με καλεί με όλα της εκτός απ' τη μιλιά της,
Κι εγώ τη σάρκα ορέγοντας τη ροδαλή ας λιώνω-
κάποιος αναίτιος δισταγμός με κάνει στης
δροσάτης
της μυγδαλίτσας τους γλυκούς καρπούς να μην
απλώνω.

Νομίζω του ονείρου μου ξέρω τη σημασία.
Λόγο δεν έχω άλλονε κανέναν να ρωτήσω.
Αυτή η ανείπωτα γλυκιά, ονειρώδης παρουσία,
ειν' Ζωή που με καλεί πάνω της ν’ ασελγήσω.