Τρίτη 23 Απριλίου 2024

 
TO ΖΕΥΓΟΣ

Χτες, είκοσι οχτώ Ιούλη, βράδυ, μια αποκάλυψη!
Από Γιώτα Βήτα προς Κέννεντυ βαδίζοντας,
στο ύψος της πλατείας του Άρεος,
ένα ζευγάρι εβρέθηκε μπροστά μου.
Μεσόκοποι.
Ψηλός ευθυτενής και σοβαρός εκείνος
με πίσω του δεμένα απλά τα χέρια,
μπλούζα και παντελόνι ευπρεπή,
αμίλητος, στητός,
με βάδισμα ένα ευγενικό.
Εκείνη δεξιά του,
σεμνά κι αέρινα να τον κρατεί αγκαζέ,
ντυμένη πεντακάθαρο ένα ταγεράκι
ούτε φτηνό ούτε ακριβό,
ίδια κι αυτή σεμνή και σοβαρή,
κοντύτερη από κείνον (ως αρμόζει),
καλοφτιαγμένη,
βαδίζοντας άλλο χωρίς,
παρά τα πόδια μόνο να κινεί.
Ένα ζευγάρι
βγαλμένο από παλιές της Τρίπολης εικόνες,
που έχοντας τις τυπικές
τελειώσει υποχρεώσεις της ημέρας
για βόλτα βγαίνει,
σοβαρό και υπεύθυνο,
συνειδητά αποφεύγοντας τον συμφυρμό του
με σύγχρονους μπλαζέ
ή φωνακλάδες,
ή με κεινούς
που είτε κατά ζεύγη ή μόνοι
ισοπεδώνουν την κοσμιότητα,
το δρόμο ετοιμάζοντας
για να βαδίσει πάνω του
το άσκοπα κι ασύνειδα μοντέρνο.
Κι αμίλητοι-αλήθεια,
μια φράση μόνο,
μια λεξούλα,
κι όλη θα χάνονταν η εικόνα η μαγική.
Σίγουρος είμαι: στο σπίτι γυρνώντας
θα φορέσουν τις πιζάμες τους
θα φιληθούνε καληνύχτα
και στο κοινό μεγάλο τους θα πέσουνε κρεβάτι
σκεφτόμενοι πριν κοιμηθούν
ότι να κάνουν ίσως πάλι δε θα πρέπει
μια τέτοια βόλτα σ' ένα πλήθος μέσα
που τόσο αβάσταχτα έχει αλλάξει.
Με βία εσυγκράτησα
την ξαφνική μου πεθυμιά να προσπεράσω,
πίσω να στραφώ,
κι αφού έτσι αντιμέτωπός τους έρθω,
να τους ειπώ το πόσο με συντάραξεν
η εικόνα των αυτή.
Μα η δειλιά, ή όπως θέτε πέστε το αλλιώς,
το βήμα μου εκράτησε.
Ή πάλι ίσως φοβήθηκα μη δω στα πρόσωπά τους
το βάρος των αλλοτινών καιρών
και την ευθύνη
που πάραυτα θα μ' εξουθένωνε..
Και καθυστέρησα το βήμα ως να τους χάσω.
Εκείνα που περίπου θα τους έλεγα όμως,
τα γράφω εδώ.
Γιατί τι διάολο άλλο τήνε θέλουμε την ποίηση
αν οχι μέσα της για να ξερνάμε
ό,τι εντός μας κρατημένο θα μας σκότωνε;