ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ
Το παιχνίδι για το Χριστό χάθηκε από τη στιγμή που είπε αυτός στον Πέτρο να βάλει στη θήκη του το μαχαίρι.
*
Λυπούμαι κύριε, δεν γίνεται να σας δεχθώ.
Τοιαύτην ώραν καθεύδω».
*
ΕΥΘΥΝΗ
Ακούω, καθώς ο αέρας σε χτυπά,
παράξενα να ηχείς και μακρινά.
Και ο ήχος σου στα πράγματα διαχύνεται όλα
και τα δονεί σαν η ψυχή τους να είναι.
Και εδώ ένα γέλιο, εκεί μια κουβέντα,
μικρές συντροφιές όπως σε δεξίωση.
Και συ δίνεις σε όλα πλάτεμα και υπομονή,
για να μπορέσεις ύστερα μέσα τους, κουρασμένη,
να ξαποστάσεις-σ’ ένα αστέρι, σε μια φωλιά,
σ’ ένα πράσινο χωράφι νιόσπαρτο.
Στους ήχους όλους ο ήχος σου νόημα δίνει,
όπως τα πόδια στον πέτρινο δρόμο
που πριν από αιώνες φτιάχτηκε και ως την κορυφή
του λουλουδιασμένου λόφου οδηγεί.
ΚΥΡΙΕ...
Κύριε
Ο ουρανός με βλέπει ως τον βλέπω;
Η γη νιώθει τα πατήματά μου τα δειλά;
Την ψυχή μου η ψυχή των Πραγμάτων
τη νιώθει
ως εγώ τη δική τους νιώθω την ψυχή;
Κύριε,
ξέρεις πως υπάρχω;
ΤΡΙΠΟΛΗ
Ax! Τρίπολη με τα βραχιόνια σου υψωμένα στον σταχτί ουρανό!
Αχ! Τρίπολη με τρεις σταγόνες μάραθο στου λαγηνιού τον πάτο!
Ax! Τρίπολη!
Κτίρια μαβιά-δρόμοι κλεισμένοι!
Τα παιδιά σου τραγουδούν στα στέκια των αγάδων.
Για μάτια πράσινα όλα τα δέντρα σου μιλούν.
Στην Τάκα πλένεις τα ρηχά σου πόδια.
Στους αγέρηδες τα λόγια σου σκορπάς.
Αχ! Τρίπολη!
Με τo θάνατο στους στενούς σου δρόμους
και τις μαύρες κορδέλες ν' ανεμίζουν στα μπαλκόνια τους.
Ένα ποτάμι πίσσας σε κυκλώνει
και μέσα του το πέτρινο κορμί σου ανασαίνει.
Ax! Τρίπολη!
Με όνομα από τρεις χάντρες τσιγγάνικες
και με μαλλιά τα πεύκα της Δεξαμενής σου!
Στα πηγάδια σου τρελές γυναίκες πνίγονται.
Ρόπαλα βάφουν μ' αίμα τις αυλές σου.
ΤΑΧΑ…
Υπάρχει μία μουσική
πιο μαγική από κύλισμα ρυακιού
πιo θελκτική από τζίτζικα τραγούδι.
Κάποτε θα την ακούσουμε;
Υπάρχουνε κοιλάδες πιο λαμπρές
από τις ομορφότερες της γης.
Κάποτε θα ζήσουμε σ’ αυτές;
Υπάρχουνε ασύγκριτα ψηλά βουνά
και ποταμοί γαλάζιοι ατελείωτοι.
Κάποτε θα τους δούμε;
Υπάρχουν αίστησες που εμείς δεν έχουμε-
που με αυτές
πιότερα αμέτρητες φορές
απ' όσα τώρα νιώθουμε θα νιώθαμε,
ίδια καθώς περσότερο μια αχτίδα του ήλιου
τη ζέστα μες στον ήλιο νιώθει,
παρά σα φύγει μακριά.
Και τάχα θα 'vαι o θάνατος
σ' αυτά που θα μας πάει
τ' ανείδωτα κι ανάκουστα και μαγικά,
ή η αχτίδα είμαστε εμείς η μακρυσμένη
που του ηλιού αόριστα θυμάται τη φωτιά,
κι οριστικά χαμένη πια στου σύμπαντος τα
μάκρη
μόνο που δύναται είναι να τη νοσταλγεί;
ΟΤΑΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΑ
Όταν φωνή τα λούλουδα αποκτήσουν
και τι δε θα ‘χουν να μας πουν.
Κι αλίμονο όταν μάθουν να διαβάζουν
όσα εγράψαμε γι αυτά-εγώ τουλάχιστον
πολύ θα υποφέρω
από την μήνιν των.
ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ
Ο ουρανός μου βρέχει αίμα.
Χοντρές οι στάλες του χτυπάνε
το ντελικάτο μου κορμί
κι έτσι ως πέφτουνε μ’ ορμή
λες και να σβήσουνε ζητάνε
της ύπαρξής μου τα’ άθλιο ψέμα.
Μα έχει με σίδερο πλαστεί
και με τσιμέντο έχει πετρώσει
της πλάνης τ’ άγριο πουλί
και ίδιο ολόπικρο χαλί
χοντρά φτερά έχει απλώσει
κι έχει με κείνα σκεπαστεί.
ΣΕ ΖΗΤΩ ΣΤΟΥΣ ΑΝΕΜΟΥΣ ΠΟΥ ΦΥΓΑΝ
Σε ζητώ στους ανέμους που φύγαν.
Σε ζητώ στους ανέμους που θα 'ρθουν.
Σε ζητώ στου πιο ήπιου κυκλάμινου το άρωμα.
Σε ζητώ στον πιο φιλάσθενο ήλιο.
Σε ζητώ στου ξύλου την ελαστικότητα.
Σε ζητώ στο χαρτί που μέσα του γράφω
επάλληλες ουτιδανές συστοιχίες.
Σε ζητώ στην ανάμνησή σου.
Σε ζητώ στης Ηρώς το οφιοειδές σχήμα.
Σε ζητώ στης ανέμης το νήμα.
Σε ζητώ στο φως'
πουθενά δεν είσαι.
Κάποτε βλέπω παρόμοιες εικόνες.
Για λίγο ξεγελιέμαι και ετοιμάζω τις κληματόβεργες.
To αρνί κοντά μου' το μαχαίρι επίσης.
Και μέσα μου η κόκκινη μπογιά-
του ισχνού επάρματός σου το χρώμα.