ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ
ΑΛΛΗ ΜΙΑ
Με λυγισε το βάρος που ετόλμησα
Στ’ αδύνατά μου Χέρια να σηκώσω.
Με λύγισε. Κατάλαβα το λάθος μου
Μα είναι πια αργά να μετανιώσω.
Με λύγισε. Μα σκέφτομαι πως πρόσθεσα
Στις γν’ω Σεις μου τις τόσες άλλη μία:
Μην πιάνεσαι μ’ αυτά που θέλουν δύναμη
Αν νιώθεις τόση δα αδυναμία.
ΠΌΣΟ…
Πόσο να χόρευα θα ’θελα απόψε…
στην πλατειούλα τη μικρή εκεί
που μια μικρή ορχήστρα ετραγουδούσε…
Μα η ντροπή…
Να πηδώ στο ρυθμό της ανάπνιας μου,
στα κύματα του αιμάτου μου να ταξιδεύω
και στα τινάγματα των μούσκλων μου ν’ αφήνομαι…
Να γίνω ένα με της θάλασσας το βόγγο
με του Συμπάντου την κλαγγή να στοιχιστώ
να στείλω σήματά μου
στ’ αδέρφια μου στους κόσμους του απείρου,
να ξαναγίνω αυτό που μ’ έκαμε,
που με πηγαίνει
και με καρτερεί…
Μα η ντροπή…
Τουλάχιστο έφυγα από κει
με όλο μου το είναι ταραγμένο.
ΕΠΕΙΔΗ
Επειδή
τα χείλη του αιδοίου
τρίβονται
κατά τη βάδιση
τόνα με τάλλο,
θα πάω αύριο στη συγκέντρωση.
ΝΑ ΞΕΧΑΣΤΕΙ
Σα με τραβά η στενοχώρια
και με κατέχει ο θυμός
της φαντασιάς στενεύουν τα όρια
και αχρηστεύεται ο ηθμός.
Αμέσως τότε εγώ ξεχύνω
πα’ στο χαρτί το καθαρό
ποτάμια γράμματα, να πλύνω
το νου με κάτι δροσερό.
Το δροσερό εδώ οι λέξεις
που σαν παιδιά χοροπηδούν
και που με σε όσο αντέξεις
δε σώνουν να παιζογελούν.
Σιγά οι ιδέες ξανανιώνουν
και αποδιώχνονται οι καημοί
και πάλι οι σκέψεις ξεδιπλώνουν
πάλι καπνίζουν οι βωμοί.
Κι από τον πόνο απομένει
κι εκείνη μόλις αισθητή
μικρή μια θλίψη, προορισμένη
κι αυτή γοργά να ξεχαστεί.
ΤΟ ΧΑΛΊ
Ο ουρανός του βρέχει αίμα.
Χοντρές οι στάλες του χτυπάνε
το ντελικάτο του κορμί
κι έτσι ως πέφτουνε μ’ ορμή
λες και να σβήσουνε ζητάνε
της ύπαρξής του τ’ άθλιο ψέμα.
Μα έχει με σίδερο πλαστεί
και με τσιμέντο έχει πετρώσει
της πλάνης τ’ άγριο πουλί
και ίδιο ολόπικρο χαλί
χοντρά φτερά του έχει δώσει
κι έχει με κείνα σκεπαστεί.
ΈΝΑ «ΓΕΙΑ ΣΟΥ»...
Και τι να σου ’λεγα για μένα
που δε γνωρίζεις;
Όλα στα μάτια μου ειν’ γραμμένα
που συ ορίζεις.
Με τι άλλο ν’ άγγιζα τ’ αυτιά σου;
όλα τ’ ακούνε-
μες σ΄ ένα ολόπικρό μου «γειά σου»
όλα μου ηχούνε.
Μονάχα να σου ψιθυρίσω
λόγια έχω χίλια
στ’ αυτί σου όταν θ’ ακραγγίσω
τα δυο μου χείλια.
Αυτό! Ποτάμια όχι μεγάλα
που όλα πνίγουν
μα νερο-άχνες, στάλα στάλα
τρύπες που ανοίγουν!
ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ
Ό,τι η ψυχή εγνώρισε στο Θείο της ταξείδι
όταν εγύρισε στη γη στα μάτια σου το βρήκε
και σ' έρωτα για σένανε μεγάλον έναν μπήκε
γιατ' είσαι συ του κόσμου μας το μόνο θείο στολίδι.
Και γύρω από τα δέσμια ως τότε τα φτερά της
η θέρμη της αγάπης σου να! κάθε εμπόδιο λιώνει
και να! η ψυχή μου τα όλασπρα φτερά της ξεδιπλώνει
και λάμνει παίρνοντας και νου και λογισμό κοντά της.
Και πού αλλού παρά σε σε κι αυτή θα μ' οδηγήσει;
Που αλλού παρά στο μόνο της μέσα στην πλάση ταίρι-
που αλλού παρά στα μάτια σου και κείνη θα με φέρει
να φτερακίσει πάνω τους και μέσα τους να σβήσει…
Η ΒΟΥΛΓΑΡΑ ΛΙΝΤΙΑ
(η Τιαλίν του «Θανατηφόρο Έλκους»)
Σε τάξη ποια του έρωτα επήγες
κι όπως αυτά μαθήματα επήρες
θεοκλεισμένο να κρατάς το μάτι
καθώς ποθοκυλιέσαι στο κρεβάτι;
Σε ηδονής ποιας πήγες το σχολείο
κι όταν τα πόδια σου ανοι'ς τα δύο
βυθίζεσαι και πάω κι εγώ μαζί σου
σε μιας τόσο γλυκιάς τα βάθη αβύσσου;
Ήλιου ποιανού η φλόγα σε τυλίγει
κι η θέρμη του-κι η θέρμη σου, σε πνίγει;
…Και άραγε κατάρα ποια βαραίνει
στη μοίρα πάνω καποιανών ανθρώπων
και αύριο θα βρίσκεσαι κλεισμένη
στα κρύα χέρια, ξένων, άλλων τόπων;
Η ΙΡΑΝΗ KASSRA
Ποιος ξέρει γιατί
του βουνού η κορφή
αγαπιέται απ’ το χιόνι…
Ποιος ξέρει γιατί
Το ποτάμι κυλά
προς τη θάλασσα πάντα…
Ποιος ξέρει γιατί
τα λουλούδια δε ζουν
δίχως φως και νεράκι…
Ποιος ξέρει γιατί
η ψυχούλα ποθεί
να καεί μες στη φλόγα…
Καλή μου και συ
μη λοιπόν με ρωτάς
το γιατί σ’ αγαπάω
Μον γίνε για με
του βουνού η κορφή
και δέξου με χιόνι
Και θάλασσα υγρή
για να χύνω σε σε
τα γλυκά τα νερά μου
Και γίνε για με
το νερό και το φως
και η φλόγα η παμφάγα
Και δίχως "γιατί"
ας ριχτούμε καθείς
στην αγκάλη του άλλου
αφού ως εγώ
με γυρεύεις και συ-
γιατί-ποιος το ξέρει;..
ΝΤΑΙΖΗ
Όταν είχε φύγει εκείνη
έλεγα πως δε θα μείνει
στην καρδιά ούτε μια θέση
που αυτήν να 'χει στη μέση.
Κι έλεγα πως μακριά της
θα 'σβηνε ως και τ' όνομα της
...αν η μνήμη δε μ' εμπαίζει...
την έλεγαν... α! ναι-Νταίζη!
Είχε μάτια που τρελαίναν
σαν καλόβλεπαν κανέναν
είχαν φλόγα-ειχαν λάβρα
μα...τι χρώμα; Α! ήταν μαύρα.
Το ζεστό χαμόγελο της
το 'χε ανάγκη η ανθρωπότης-
απ' τη χάρη του αντλούσε
χάρη η Άνοιξη κι ανθούσε.
Όμως μόνοι θ' απαντήστε
αν να μάθετε ρωτήστε
πώς της έμοιαζαν τα χείλη
…ναι, μ' αδάγκωτο σταφύλι!
Και ακόμα έχω ξεχάσει
των μαλλιών της τ' άγρια δάση-
αν κοτσίδες τα 'χε κάνει
όταν μ' είχε ξετρελάνει
ή λυμένα τα 'χε αφήσει
και με είχε παραλύσει
τον κακόμοιρον εμένα-
τα θυμάμαι, ήταν λυμένα!..
Αξετίμητα στολίδια
τα γραμμένα της τα φρύδια
και τα μάγουλα σα ρόδα
και ανάσα που ευώδα.
Δόντια ίσα και κάτασπρα
που ελάμπανε σαν άστρα
μύτη λίγο σηκωμένη
δίχως να 'ναι φαντασμένη.
Στόμα χάρμα, σώμα ίσιο
και περπάτημα λαφίσιο
κι όταν 'μίλει λες αηδόνια
κελαδούσανε σε κλώνια.
Μα πώς έγινε έτσι ξάφνου
και ξανάρθανε κοντά μου
τα ζεστά κι αγαπημένα
μέλη που 'χα ξεχασμένα;
Η απάντηση είναι μία:
δεν θα ξέχναγα καμία
από κείνες τις εικόνες
κι ας επέρναγαν αιώνες.
Μόνο να! έπαιρνα θάρρος
να νομίζω πως το βάρος
της αγάπης μου για κείνη
λίγο ίσως ελαφρύνει
και πως ίσως αν τη χάσω
ίσως κάπως την ξεχάσω.
Μα εβγήκα γελασμένος
και ο κάθε αγαπημένος
της καρδούλας της ο χτύπος
πώς φοβάμαι τώρα μήπως
δεν ηχεί πλέον για μένα
πέρα 'κει στα μαύρα ξένα...