Σάββατο 27 Απριλίου 2024

 ΓΡΑΦΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ


ΕΚΛΟΓΈΣ ΤΗΣ 17 ΙΟΎΝΗ 2012

Αν έβγει η Νου Δυο
θα τρώμε πού και πού.
Αν έβγει η ΔΗΜΑΡ
νεράκι και χορτάρ’.
Με το ΠΑΣΟΚ θα τρώει
ο Άκης και το σόϊ.
Με τον Καμένο αν πάμε
θα φασιστοπεινάμε.
Με Τσίπρα, κάθε μέρα
κοπανιστόν αέρα.
Με το Μιχαλολιάκο
απ’ την εληά μον’ δάκο.
Θα τρώμε με ΑΝΤΑΡΣΎΑ
μόνο στη φαντασία.
Με ΔΗΜΙΟΥΡΓΊΑ ΞΑΝΆ
φαγητό ποτέ ξανά.
Με το Κου Κου Ε μια φάπα
θα μας δίνει η ΧΑ στη μάπα.



   ΕΛΛΆΔΑ ΠΡΩΤΑΘΛΉΤΡΙΑ ΣΤΟ ΜΠΆΣΚΕΤ

Η Ελλάδα νίκησε στο μπάσκετ!
Η πατρίδα σώθηκε!..
Μια γαλήνη στην Ελλάδα
πέρα ως πέρα απλώθηκε!..

Τώρα η Μέρκελ πια στα σκέλια
θα τη βάλει την ουρά
κι ο Όλι Ρεν θα πει «συγνώμη»
και θα κλαίει γοερά...

Ο πολύς ως τώρα Γκρουέφσκι,
αρχηγός έθνους ανάνδρου,
το που έστησε θα ρίξει
άγαλμα του Αλεξάνδρου...

Τώρα κάθε μία χώρα
που μας είχε ευρώ δανείσει
δίχως δεύτερη μια σκέψη
όλα θα μας τα χαρίσει...

Πάνε πια τα που η Ελλάδα
τόσα χρόνια είχε χάλια-
τώρα οι έλληνες θα τρώνε
με χρυσά όλοι κουτάλια...

Κι ο Ομπάμα όταν θα μάθει
ότι πρώτοι έχουμ’ έρθει,
μια βοήθεια εν τω άμα
θα μας δώσει ευμεγέθη…

...Α! Ρε έλληνες κουτάβια
που σας κάνουν να πιστέψτε
πως μετά από τέτοια νίκη
απ’ την πείνα πια ας ρέψτε…

...Α! ρε έλληνες κουτάβια
που ένα κόκαλο σας δίνουν
που «αθλητισμό» το λένε
και το αίμα αυτοί σας πίνουν…

...Α! ρε έλληνες κουτάβια
πόσα ακόμα τάχα χρόνια
θα φοβάστε τη σκιά σας-
ή θα είναι’ αυτό αιώνια;..





ΠΑΤΡΊΣ ΕΝ ΠΟΡΝΕΊΑ ΘΝΉΣΚΟΥΣΑ

«Ποιος είναι αναμάρτητος
να ρίξει πρώτος πέτρα;
Τις ανομίες ολωνών
θα μπόρειε  ποιος να εμέτρα;

Από τον άθλιο βασιλιά
ως τ’ άμετρά μου πιόνια
μέσα μου ποιος δεν έκλεβε
τώρα και τόσα χρόνια;

Κι αφού ο λαός με πρόδωσε
ποιος μένει να με γιάνει
και όχι  πόρνη αλλά κυρί
α πάλι να με κάνει;..

Κανείς! Γι αυτό ελάτε μου
της γης οι άντρες όλοι!..
…και βιάστε με…και πάρτε με…
…δική σας είμαι όλη…»






ΒΡΕ ΤΙ ΧΏΡΑ ΕΙΝ’ ΑΥΤΉ…

Βρε τι χώρα είν’ αυτή                         
βρε σε τόπο ποιόνε ζούμε
κι ούτε ώρα μια καλή                             
δεν μπορούμε μείς να δούμε;

Βρε τι χώρα είν’ αυτή
που τα τρόφιμα ακριβαίνουν
κι όπου φτάσουν κι ανεβούν
πια από κει δεν κατεβαίνουν…

Βρε τι χώρα είν’ αυτή
που είν’ οι βουλευτές αντάρτες
το μπαξίσι καθεστώς
και οι τραπεζίτες γδάρτες…

Βρε τι χώρα είν’ αυτή!
Βρε τι κράτος είναι τούτο!
Τι στενός που ’ναι κορσές,
τι καπέλο και τι φρούτο!

Γιατί ναι. Όλα είν’ αυτά.
Και αμφιβολία διόλου
δεν χωρεί πως δυστυχώς  
όλα παν κατά διαόλου,

και πως θα  ’ρθει ο καιρός
που ωραία θα περνάμε,
στα ουράνια μοναχά
όταν …πεθαμένοι πάμε.

Τότε όλα θα ’ν’ καλά
δίχως χρείες και ανάγκες
ή  «σεμνά και ταπεινά»,
«κουμπαριές» και «τσάμπα μάγκες».






Πάσχα σωτήριον Πάσχα

Αλήθεια πώς θα ήτανε το Πάσχα αν ήτανε σωτήριο;
Ας δούμε.
Σ’ ένα σωτήριο Πάσχα θα ανασταίνονταν ο Λαός και όχι ο Χριστός.
Θα σφίγγαμε όχι τα χέρια αλλά τους λαιμούς των υπουργών.
Θα σπάζαμε όχι αυγά αλλά τα κεφάλια των πλουσίων.
Το κερί θα το ανάβαμε στον τάφο των εργοστασιαρχών.
Δε θα σουβλίζαμε αρνί αλλά τους βουλευτές.
Τα αυγά θα τα βάφαμε με το αίμα των εκμεταλλευτών μας.
Και πια θα αλληλοχαιρετιόμασταν με «Ελλάδα ανέστη εκ νεκρών».

Πάσχα σωτήριον Πάσχα




ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ,
ΠΟΔΙ ΚΑΙ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΑΥΡΗΛΙΟΥ
(οι εφημερίδες της 27-8-08)
Στη «βάρβαρη» τη χώρα-την Τουρκία-
κάτω απ’ το φως του ζωοδότη ηλίου
σ’ ανασκαφές που γίνονται στη χώρα
βρέθηκε το κεφάλι του Αυρηλίου.
Εμπρός λοιπόν Καραμανλή Κωστάκη
εμπρός και ανοικονόμητη συ Ντόρα
κάντε διαβήματα να μας δοθούνε
όσα η σκαπάνη έχει ανασκάψει δώρα.
Κι ας ήτανε αυτοκράτορας ρωμαίος
μα ελληνικά αφού έγραφε κι ωμίλει
έλληνας ήταν΄ κι αν μας αρνηθούνε
τουλάχιστο ας μας δώσουνε τα χείλη…
Τόσους που ελληνικά έχουνε γράψει
(Σαμοσατείς κι ας ήσαν… ή και Σύροι… )
έλληνες όλους τους εμείς τους λέμε-
το ’χουμε πάρει πλέον ψωμοτύρι.
(Κι εγώ λοιπόν δυο τόμους ποιημάτων
στην αγγλική που έχω εκδώσει γλώσσα,
κι εγώ γι αμερκανάκι θα μοστράρω
μετά ’πό χρόνια τόσα κι άλλα τόσα;)
Σ’ άπταιστα ελληνικά κι ο αυτοκράτωρ
τα «Εις Εαυτόν» λεν είχε αυτός γραμμένα.
Ψέμα! Δεν τα ‘γραψε του Εαυτού του:
στους έλληνες τα είχε αυτός ταμένα!
Λοιπόν με τ’ άλλα μάρμαρα-του Έλγιν-
ζητάτε τώρα και του Αυρηλίου
να ‘χετε να το λέτε στους κρετίνους
στις εκλογές του Σιούφα-του Απριλίου.





Ο Κωστάκης
Ρε μπελά που έχω βάλει
στο φασιστικό μυαλό μου
και να κάνω τώρα  πρέπει
τον ανασχηματισμό μου!

Κι η «Παιδεία η στέρεή» μου
δε βοηθάει σ’ αυτό καθόλου
και μου φαίνεται πως όλα
θα μου παν κατά διαόλου…

Για να δούμε: να κρατήσω
πρέπει πρώτα τη Θοδώρα,
του δανδή να συγκρατήσω
Αβραμόπουλου τη φόρα…

Ποιον να βάλω…ποιον ν’ αφήσω;
ποιον να κόψω…ποιον να σβήσω;
Να! αυτόν θα βάλω εδώ!
Όχι! Θα θυμώσει ο άλλος.!

Μ’ αν αυτός θα πάει εκεί
τότε πού θα μπει εκείνος;
και με των υφυπουργών
τι να κάνω εγώ το σμήνος;..

Α! Μου φαίνεται πως φέρνει
Πονοκέφαλο η Αθήνα.
Μπα! Θα φύγω απ’ το Μαξίμου
Και θα πάω για Ραφήνα.










                           Η ΠΙΤΑ

Οι μιαροί, οι βρωμεροί πολιτικοί μας
ας ωρύονται φρικτά στη διαπασών,
δεν μπορούνε να σκεπάσουν τη φωνή μας-
που φωνή είναι πλέον πάντων και πασών.

Ξέρουν όλοι τους πως έχουν κατακλέψει.
Μα κανένας για τον άλλον δε μιλά
γιατί τότε η αποκάλυψη θα τρέξει
και σαν κόλλα πάνω σ’ όλους θα κολλά.

Λες και όταν εψηφίζαμε, δεν ήταν
για να εκλέξουμε Βουλή, πρωθυπουργό,
μα το σύνθημα να δίναμε, στην πίτα
να επιπέσουνε με βήμα αυτοί γοργό.
.
Αν μια τέτοια το λοιπόν δημοκρατία
ειν’ αυτή για την οποία αυτοί μιλούν,
απ’ αυτήνε προτιμώ εγώ τη βία
όσων τέτοιο ένα αίσχος καταλούν.

Και παράξενα μας βλέπουν λες και κάτι
να τους λέμε μ’ εξωγήινων μιλιά.
Λοιπόν πάλι: «Κι εμείς θέλουμε κομμάτι!
Ή το παίρνουμε απ’ την τρύπια σας κοιλιά!»








   ΑΕΤΟΙ ΚΑΙ ΠΑΠΑΚΙΑ
          (στους πολιτικούς μας)

Μας βασανίζετε δεκάδες χρόνια.
Και μας σκοτώνετε. Και μας πατάτε.
Και σαν να ήμασταν φτηνά λεμόνια
έτσι μας στύβετε και μας πετάτε.

Και κάνουν οι κουκουέδες διαδηλώσεις.
Κι υπέρ μας κάποιοι στη Βουλή αγορεύουν.
Μα όμως πορείες όσες ή δηλώσεις,
όλο και πιότερο σας αγριεύουν.

Μα να! Ιδέτε τους κουκουλοφόρους!
που λόγια αντίς, λαμπρές βιτρίνες σπάζουν,
που  λαμπαδιάζουνε τις λεωφόρους
κι απ’ το περίσσεμα του πλούτου αρπάζουν!

Και μια τρανή ηδονή μάς συνταράζει
να βασανίζονται οι βασανιστές μας΄
και φωτερό το Αύριο μάς φαντάζει
το μαύρο κάποιοι να γδικιούνται Χτες μας.

Και τώρα εσείς με κάτι τροχοφόρα
να πιάστε πάτε αυτούς που σας χτυπούνε.
Μα όση κι αν μ’ αυτά παίρνετε φόρα
αετοί αυτοί: πετούν-δεν περπατούνε.

Κι αν έναν πιάστε-δυο θα φυτρώνουν-
κι αν έναν χάνετε-δυό θ’ ανασταίνουν
και τ’ άνομά σας πλούτη θα στοιχειώνουν
κι όλο τη δύναμή σας θα λιγαίνουν.

Και σύντομα, στο φύλλο των Αγώνων,
στο αίμα σας χρυσή βουτώντας πέννα,
το χέρι θα σημειώσει των Αιώνων:
«Αετοί-Κοράκια σημειώσατε ένα!»







   ΝΤΌΡΑ

Ντόρα! Κρέατα και λίπη
Ντόρα! Μπούτια και ποποί-
το μυαλό μονάχα λείπει
κι η σεμνότη κι η ντροπή.

Σαν αλόγα περπατάει
με αναίδεια όλο μιλεί
βλακωδώς πάντα γελάει
και το Λόγο προκαλεί.

Δίνει σε Αμερικάνους,
δίνει σ’ Άγγλους, Γερμανούς,
σε Βουλγάρους, Αφρικάνους,
σε Κροναίους, σε Αρειανούς.

Δίνει Κύπρο, δίνει Θράκη,
δίνει αξιοπρέπεια
δίνει και κανα νησάκι
άμα τύχει στην Τουρκιά.

Το πουγκί της μόνο κλείνει
σα να δώσει η ώρα ερθεί-
κτήμα της ό,τι έχει εκείνη
που ’χει απ’ το λαό παρθεί.

Τότε σ’ όποιον χέρι απλώσει
τόνε γράφει στα παλιά
κι αν κανείς «δώσε μου» αρθρώσει
παριστάνει…τον Σουφλιά!

Και φυλάει τα κλεμμένα
μακριά από ήλιου φως
και να τα ’δει αυγατισμένα
λαχταράει πώς και πώς.

Κι έχει τόση μία βιάση
να γενεί πρωθυπουργίνα
που τον τίτλο ν’ αγοράσει
θα ’δινε και την Αθήνα.

Όμως έλπιζε Ντορούλα!
Ο λαός-τόση έχει κρίση
που έναν πάλι φαταούλα
και αχρείον θα ψηφίσει.





ΓΙΏΡΓΟΣ ΚΑΡΑΤΖΑΦΈΡΗΣ

Γιατί δεν ξέρω όλοι φασίστα με θαρρούν…
Από μια Νέα βγήκα εγώ Δημοκρατία!
Παιδί της είμαι εγώ φτυστό! Κι όσοι απορούν
στα που κρατεί αυτή ας ψάξουνε αρχεία.

Ξέρετε πόσους βουλευτές εγώ κρατώ.
Μ’ ακραίος αν ήμουν δε θ’ ανέχομουν κανέναν.
Ως για τους ξένους μας, πολύ τους αγαπώ΄
αυτοί μισούν-ποιος το γιατί ξέρει …-εμένα…

Και αν να πάρουμε την Πόλη θέλω εγώ
είναι γιατί έχω εκεί πέρα εν’ αμπελάκι
που μία θειά μου το τρυγάει κι όχι εγώ,
και που  ούτε μου ’στειλε ποτέ ένα σταφυλάκι.

Κι αν στους αρχαίους βρίσκω εγώ την ηδονή
και δεν μου ειν’ οι ήρωές τους διόλου ξένοι,
είναι που εκείνο το παιδί-τον Άδωνι-
θέλω να δω στα εκδοτικά να πετυχαίνει.

Το να μ’ αρέσει από «φασ» ό,τι αρχινά
από παιδί στην Κατοχή μού έχει μείνει-
τότε φασ-όλια που εζητιάνευα συχνά
κι αυτά τα γράμματα ζακόνι μου ’χουν γίνει.

Γι αυτό σας λέω μη γνιαζόσαστε γι αυτά
και ψήφο δώστε μου σα φτάσουμε στην κάλπη-
πρωθυπουργό κι εμένα κάντε μια φορά:
 γιατ’ οι άλλοι ’κάναν τον Ομπάμα;.. έναν αράπη;!..

Όχι! Εγώ
δεν είμαι ακραίος όπως λέτε κάθε μέρα΄
κι αν στέκω εδώ
είναι που- κρίμα!- δεν υπάρχει παραπέρα…















  ΚΡΊΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΊΑ

Η τελευταία σου ευκαιρία
είναι η Κρίση, Κοινωνία!

Είναι αυτή ό,τι καρτερούσες
και με λαχτάρα ό,τι ζητούσες.
Κι η που ό,τι  τ’  Άδικο χρωστάει,
στη φτώχεια αυτή ξαναγυρνάει.
 
Το  λάβωμα είναι στο θηρίο
στο αιώνιο του πριν πάει Κρύο.
Είν’ η αχτίδα του ήλιου η πρώτη
που της νυχτιάς νικάει τα σκότη.

Μα δε θα γίνει αυτό μονάχο.
Κύμα απαλό δε ρίχνει βράχο.
Θέλει ατσάλινο το κύμα
για ν’ ανοιχτεί του πλούτου μνήμα.

Χτύπημα θέλει τσεκουράτο
για να ’ρθουνε τα πάνω κάτω.
Σπάσε, κατάστρεψε, ορθώσου-
σε  χαλασμό μεγάλο απλώσου.

Το κάθε εμπόδιο αφάνισέ το
κάθε ψηλό ισοπέδωσέ το:
Σαν ελαβώθη το θηρίο
ξεκάνεται  με βόλια δύο.

Κρίση αλλαγή σημαίνει ρόλων-
Άδης αυτοί-εσύ Απόλλων!
Πάρε όλα πίσω όσα σου κλέψαν
πνίξ’ τους στο αίμα που σου γέψαν.

“Μην καις”, σού λένε, “θα καούμε!”
Μα μόνο εκείνοι θα καούνε.
“Λεφτά χαλάς”, λένε, “σα σπάζεις.”
Μα συ σε φως το χρήμα αλλάζεις.

Αιώνες δυο σε βασανίζουν
με βάσανα που δε σ’ αξίζουν
μπροστά σου να! η ώρα Tώρα
πλούσια για σένα έχει δώρα.

Της ιστορίας το ρολόι
που απ’ τις δικές σου ώρες τρώει
βάλτο στην ώρα του χαμού τους-
αυτών που στ’ Άδικο ειν’ ο νους τους.

Τώρα πεσμένο που είν’ το Κράτος
το ύψος κάνετό του πλάτος
και τόσο ως θα ’ναι μεινεσμένο
στείλτο στον τάφο λιανισμένο.

Τόσους καιρούς ήσουν σκυμμένη
κι έτρωγες κλώτσους ματωμένη.
Δε θες αφέντρα συ να γίνεις
στη γης που σου ’λαχε να μείνεις;

Την που οι Καιροί σου στείλαν εύνοια
με πρόφαση μια τιποτένια
μην αρνηθείς να την αρπάξεις-
αν τους σφαγείς σου εσύ δε σφάξεις,

τότε παράπονο κανένα
μην από χέρια έχεις ξένα:
όλα σού πρέπουν που παθαίνεις
και Δούλα πρέπει σου να μένεις.

Ή θα σε βγάλουν απ’ την Κρίση
αυτοί εκεί που σ’ έχουν ρίξει;
Λαέ, αν τώρα δεν ξυπνήσεις
σ’ αξύπνητο ύπνο θα βυθίσεις.

Η τελευταία σου ευκαιρία
είναι η Κρίση Κοινωνία.








        Ο ΑΡΧΗΓΟΣ

Πάχος που τονε κάνει να βαδίζει
με ανοιχτά τα πόδια, μη και πέσει΄
Στενό σακάκι που ασφυκτιά στη μέση
απ’ την κοιλιά που πλούσια το γεμίζει.

Και πάντοτε σκυφτός πάει λιγάκι
σαν έτοιμος κάθε στιγμή να ορμήσει
καθώς η λέαινα όταν συναντήσει
λαφίνα κάποια…ένα ζαρκαδάκι…

Με ύφος Χίτλερ, με στυφό το στόμα,
πάντα, μιλώντας, τη φωνή σηκώνει
σαν όλη την Ελλάδα να μαλώνει
κι όταν καλός να δείξει θέλει ακόμα.

Γλοιωδώς στον ισχυρό μπροστά γελάει
λυσσώντας  ν’ αποσπάσει μια ματιά του,
ενώ αδύναμους σα δει μπροστά του,
τους τρώει, τους λιανίζει, τους μασάει.

Και πονηρός καθώς η αλεπού,
και ύπουλος σαν ύαινα και σα φίδι
μπράβους μονάχα έχει εν κτακλείδι:
φίλοι γι αυτόνε να βρεθούνε πού;






ΣΤΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΈΣ ΤΩΝ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ ΠΟΥ ΤΌΣΟ ΕΙΡΗΝΙΚΆ ΔΙΑΔΉΛΩΣΑΝ ΦΈΤΟΣ ΤΟ ΔΕΚΈΜΒΡΗ ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΌΣΟ ΦΟΒΙΣΜΕΝΑ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΣΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΠΗΡΑΝ ΟΙ ΚΡΑΤΙΚΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ

 
Μόνο που δεν επέσατε
στα γόνατα ρε φίλοι-
και μόνο που δε φάγατε
σαν πρόβατα τριφύλλι…

Μόνο που δε φιλήσατε
ποδιές κατουρημένες
καθώς δειλά προφέρατε
λέξεις υποταγμένες...

Η Ελλάδα κατακλέβεται
απ’ τους πολιτικούς σας,
και σας να δείξτε ευγένεια
στους φαύλους είναι ο νους σας.

Βγαίνετε και κλαιγόσαστε
ότι δε σας ταϊζουν
και κείνοι από μέσα τους
χλευάζουν κι ονειδίζουν.

Με πιάτου ένα φαγητό-
πού θε’ μου έχετε φτάσει!..-
μπορεί ένας κλέφτης υπουργός
όλους σας ν’ αγοράσει....

Λες και δικό σας το φαϊ
δεν είν’ που χλαπακιάζουν,
και πρέπει να επαιτήσετε
για να σας το μοιράζουν.

Τέτoια ετούτο τον καιρό
κατάντια έχετε δείξει.
που ουτ’ έναν οι κουβέντες σας
δεν έχουνε αγγίξει.

Τα ίδια σας βλέπετε να τρων
αυτοί τα κρέατά σας,
και τους εκλιπαρείτε σεις
για εν’ απ’ τα κόκαλά σας...

«Σοσιαλιστή» έναν υπουργό
βρήκατε και χαιρό ’στε!!!
Μπράβο σας! Κι εις ανώτερα!
Αετοί μου!.. Δεν πιανό ’στε!!!...

Και πια, σας φταίνε οι βουλευτές-
δε σας ακούνε λέτε...
Μα όμως εξεχάσατε:
Θα’πρεπε και να κλαίτε...

Και πως τραβάτε είπατε
ένα σωρό μαρτύρια
(Κρίμα... πώς έγινε αυτό;
Βρε πράματα μυστήρια!...

Σεις τόσες τα ’χετε φορές
αυτά όλα ειπωμένα-
Πώς και οι υπηρέτες σας
Δεν τα ’χουν καμωμένα;)

Και τα λεφτά που δόθηκαν
στην κάθε μια Σχολή σας
δεν ξέρετε πού πήγανε...
Γκαρντάσια μου, άφερίμ σας!..

Μα μη σας γνοιάζει. Μία δυο
συνέντευξες ακόμα
και στο δικό σας τα λεφτά
θα έρθουνε το στρώμα...

Μον’ λείψατε να έχετε
μαζί σας και λιβάνι.
Και θυμιατό. Και άμφια.
Για δοκιμάστε... πιάνει!..

Όσο για ύφος...(δεν μπορεί
να γράψει η πένα ψέμα),
κλαψούρικο ήταν αρκετά!
Και νερωμένο το αίμα!

Και θέλετε, αν καλάκουσα,
πολλές πορείες να κάντε.
Βλέπω ψηλά στοχεύετε,
δεν είστε άντε άντε...

Μία πορεία το λοιπόν
ακόμα ετοιμάστε
που θα σας σεργιανούν αυτοί
ενώ σείς θα κοιμάστε...

Σφραγίδα κράτους θέλετε
δυο λόγια για να πείτε!...
Στους δρόμους θα σας έκοφτε,
ψοφοδεείς!, να βγείτε

και φοβερά ν’  αστράψετε-
τα νιάτα όπως μπορούνε-
που ως και τ’ αστέρια όταν σας δουν
κι εκείνα να κρυφτούνε;...

Μα μια σταγόνα είστε και σεις
στο έλος που λεν Ελλάδα.
Μαύρη καπνιά από της σβηστής
της λευτεριάς της δάδα.

Της τύχης σας είστε άξιοι-
της ατυχιάς σας ήτοι:
μην ξεσηκώνεστε-μπορεί
ν’ ανοίξει καμιά μύτη...

Και ο …σεμνός σας πρύτανης
ωραίο σάς ήταν ταίρι!
Μα μπρος! η φιέστα τέλειωσε-
φιλήστε του το χέρι

και πέστε πως τού αναρχισμού
θα σκίστε τη σημαία
και θα ’ναι πάλι στο εξής
όλα όμορφα κι ωραία.

Και πια καθείς στο σπίτι σας
ωραία ωραία καθίστε,
τα χέρια σας σταυρώσετε
κι απ’ το θεό ζητήστε.

Έτσι θα πάρτε πιο εύκολα
εκείνα που ζητάτε
πόρτες ατσάλινες παρά
με άνθη να χτυπάτε.

Πιο, έτσι, θα ’ναι πιθανό
να σας ακούσει κάποιος,
απ’ όσο είναι ένας νεκρός
να ζωντανέψει, σάπιος.

Μα φίλοι μου, ή λαθέψατε
ή έχετε κακομάθει-
αυγά κανένας με πορδές-
πασίγνωστο- δε βάφει.

Στεφάνια αν θέλετε χρυσά
το Δίκιο να σας πλέξει,
δεν είναι «ζητιανέψετε»,
«αρπάξτε!» είναι η λέξη!

Για να φλογίσει, φίλοι μου,
ο ήλιος της Πατρίδας
θέλει-αλίμονο!-κορμιά
στη ρίζα κάθε αχτίδας.

Δε θέλει ζητιανέματα
και σαχλοκαταλήψεις.
Δε θέλει κανακέματα
και γλείψιμο όπου φτύσεις.

Δε θέλει μέσα χώσιμο
του κεφαλιού στην άμμο-
δε θέλει με κακομοιριά
και με ραστώνη γάμο.

Δε θέλει «σας παρακαλώ»,
δε θέλει «ελεήστε!..»
Θέλει έργα. Θέλει πόλεμο.
Θέλει ζωές να σβήστε.

Θέλει στα μάτια φλόγισμα.
Θέλει στο χέρι αξιότη.
Θέλει την άκρατην ορμή
της νεολαίας την πρώτη.

Δε θέλει με τους άδικους
κουβέντα πουλημένη.
Δε θέλει λόγια όμορφα
κι έκφραση μια θλιμμένη.

Ελευθερία φέρετε!
Αυτός ειν’ ο αγώνας!
Αν όχι, σκλάβους θα σας βρει
κι ο άλλος ο αιώνας.

Αλλιώς σας μυκτηρίζουνε
και σας οικτίρουν όλοι-
και οι φτωχοί κι όσοι έχουνε
γεμάτο πορτοφόλι.

Όλων το ντρόπιασμα είσαστε
σεις τότε των ελλήνων
μιας και μιλάτε στ’ όνομα
μα και στη θέση εκείνων.

Κανόνες δημοκρατικούς
μη θέτε να τηρείτε
όταν με ανύπαρκτους μιστούς
και με υποτέλεια ζείτε;

Αν ναι, να τη χαιρόσαστε
τέτοια δημοκρατία.
Μα ό,τ’  είναι Ανθρώπινο,
σχέση μ’ εσάς καμία.

Κανόνες που εθέσπισαν
οι φαύλοι αν ακλουθάτε,
μες στο τσουβάλι τους δετοί
σε λίγο θα μετράτε.

Μα φαίνεται πως το ’χετε
Φίλοι μου αποφασίσει
τα μάτια σας στη λογική
καθείς σας να τα κλείσει.

Μπάτε στο Σύστημα λοιπόν
κι εσείς , καλοί μου φίλοι:
η που σ’ αυτό σας οδηγεί
ορθάνοιχτη ειν’ η Πύλη.

Δε σώζεται αδέρφια μου
η χώρα με τα λόγια
ούτε με μια που θα ’ρχονταν
από ψηλά ευλόγια.

Λοιπόν τραβάτε στο καλό
και στην καλή σας ώρα.
Με νέους ως σας-όχι, δε ζει
μα θάβεται μια χώρα.

Ξίφος εδώ χρειάζεται
και όχι δεκανίκι.
Με νέους άπραγους κι ωμούς
ποτέ δε θα ’ρθει η νίκη.

Ίσως φιλόσοφοι πολύ
μια μέρα εσείς να γίνετε,
μα του Αγώνα τη φωτιά
φίλε μου, έτσι τη σβήνετε.

Κι αν σ’ όλες μέρος λάβατε
τις που ’γιναν πορείες.
γι αγρίους είναι μόνο αυτό
καλοί μου ιστορίες.

Τους πλούσιους και τους ισχυρούς
αν δεν ταρακουνήστε,
ούτε ο αγώνας, ούτε σεις
τίποτα θα κερδίστε.

Το κράτος τους συθέμελα
να τρέμει αν δεν το κάνετε
ζήτουλες όλοι  έζήσατε,
ζήτουλες θα πεθάνετε.

Αγκάθι αν πολύαλγο
δεν είστε στο πλευρό τους
τότε νερό είστε γάργαρο
για τον νερόμυλό τους.

Στην άκρια η πέτρα αν δε βαλθεί
άβατος μένει ο δρόμος.
Αν δεν σκοτώσεις το θεριό
δε σταματάει ο τρόμος.

Και με πορείες σαν αυτήν
που έκανες τις προάλλες,
των φοιτητών το κίνημα
κατρακυλάει τις σκάλες.

Τον λιόντα , μον’ του κυνηγού
η σφαίρα θα τον χάσει.
Τα ξόανα τώρα ειν’ άχρηστα΄
ένας ο Θεός: Η ΔΡΑΣΗ!

Νέε, κάτσε στην καρέκλα σου
και γράφε στον κομπιούτερ.
Και για να μην κουράζεσαι
κάνε πορείες με σκούτερ…

Μ’ από τα νιάτα δε ζητά
ο λαός μακάριον ύπνο΄
ζητάει γεύμα γιορτινό
κι ίδιο για όλους δείπνο.

Δε θέλει να κρυβόσαστε
πίσω από τα βιβλία.
Θέλει ακράτηγη ορμή.
Κι η βία θέλει βια.

Αλλιώς και σάς εμπαίζετε
τους ίδιους, και το λαό σας,
που έχει κάνει δίκιο του
το δίκιο το δικό σας.

Μα να τελειώνω. Έγραψα εγώ
λόγια εδώ φλογάτα,
μετά τα «γράψατε» κι εσείς,
κι ούτε ζημιά ούτε γάτα.

Λοιπόν αντέστε κάνετε
κι άλλη καμιά πορεία,
κι αφήστε όσους μάχονται
να γράφουν Ιστορία.


                  -----











12-9-08-Ευθυμίου-στη ΝΕΤ: Το ΠΑΣΟΚ έκανε λάθη στη διακυβέρνηση της χώρας. Ο λαός γι αυτό μας παραμέρισε. Όμως σήμερα το ΠΑΣΟΚ έχει μάθει να μην κάνει τα ίδια λάθη.»

Έτσι είναι κύριοι-κλέψαμε-εμείς το ομολογούμε.
Μα είναι η αμαρτία μας αυτή συχωρεμένη
αφού ο λαός που άφησε το αίμα να του πιούμε
μας παραμέρισε…και πια κακία καμιά δε μένει.

‘Έτσι ο λαός μας ο καλός στις κυβερνήσεις κάνει:
αφού η κάθε μία τους μέχρι σκασμού χορτάσει,
στην πάντα όσα έφαγε, για να χωνέψει  βάνει
και άλλην φέρνει, ως κι αυτή απ’ το φαί να σκάσει.

Μα το ΠΑΣΟΚ καλό παιδί έχει εσχάτως γίνει.
Τα λάθη τότε που έκανε δε θα τα κάνει πάλι.
Με άλλα, νέα κόλπα πια το αίμα θα σας πίνει
και στο ίδιο (μ’ άλλες μέθοδες) θα σας βυθίσει χάλι.






ΧΊΤΛΕΡ ΚΑΙ ΒΕΝΙΖΈΛΟΣ:
                  ΒΙΟΙ ΠΑΝΑΘΛΙΟΙ

Εγώ αυτόν τον Χίτλερ κουτόν τον θεωρώ
που σοβαρά επήρε τα εγκλήματα σωρό
κι ο ίδιος που είχε κάνει κι όλοι του οι στρατηγοί-
τόσα που αίμα όλη εβάφτηκε η γη.

Αν ζούσε ανάμεσό μας, όσων κι αν ήτο ετών,
μια μέρα που ενώπιον θα ομίλει ηγετών,
τρανό ένα συγνώμη θα έλεγε ευθαρσώς
κι ευθύς θα εγινόταν ως άζαξ καθαρός.

Πού είσαι καημένε Χίτλερ-πού είσαι να σωθείς-
πού είσαι του Βενιζέλου να γίνεις μαθητής
που ενώ την κοινωνία χάμου τήνε πατάει
δίχως ντροπή καμία, συγνώμη της ζητάει…













       ΚΛΟΠΈΣ ΚΑΙ ΚΟΡΟΪΔΊΕΣ

Με κοροϊδεύουνε οι ταξιτζήδες
με κοροϊδεύουνε οι παντοπώλες
με κοροϊδεύουνε οι μπουζουκτσήδες
με κοροϊδεύουνε οι ζυθοπώλες.

Με κλέβουνε υπάλληλοι κι εμπόροι,
πρωθυπουργοί, υπουργοί και βουλευτάδες΄
με κλέβουν μαθητές και προφεσόροι
με κλέβουν διάκοι, μοναχοί, παπάδες.

Με κλέβουνε για χρόνια και για χρόνια.
Με κοροϊδεύουν για αιώνων αιώνες-
Της ζήσης μου ερημάχτηκαν τα κλώνια
μεγαλεξάντρειες μου οι χαρές γοργόνες.

Νόμο αφού έκανες την κοροϊδία
πότε, Θεέ, κι εγώ θα κοροϊδέψω;
Κι αφού όλοι κλέβουν μες στην κοινωνία,
εγώ θεέ μου, πότε-ποιον θα κλέψω;..


ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΡΧΗΓΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ-
Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ

Και είναι απορίας άξιον: πώς,
ο πρώτος ο πολίτης μας εγκρίνει
τα μέτρα που δε θέλει ο Λαός;
(…και άραγε το θέμα έτσι κλείνει;..)

Καλά , ο Λαός δεν είναι ο Παπούλιας;
Δεν είναι αυτός ο πληρεξούσιός Του;
Πώς χούγια γίνεται να έχει Πούλιας
αντίς να είναι ο Αυγερινός Του;

Το χέρι το Λαό που προστατεύει
πώς τώρα γίνεται να Τον χτυπάει
και όσους Τον σκοτώνουν να χαϊδεύει,
να τους καλόχει και να τους φιλάει;

Ο Πρόεδρος φρενάρει τους πολίτες
ή δυνατά το  γκάζι σανιδώνει-
σπρώχνει στη δυστυχία τους ψωμοζήτες
ή την αντίστασή τους δυναμώνει;

...Τουλάχιστο στα τόσα κούφια έπη
που θ’ ακουστούνε μέσα στο Συμβούλιο
έριξε ο Πρόεδρος και λίγα «πρέπει»-
χωνευτικά σε γεύμα ένα λουκούλλειο.










ΕΚΛΟΓΕΣ 6 ΜΑΗ ’12

Αργείοι και Τρώες ως μάχονταν στα φύλλα της Ιλιάδας
για τη σορό του Έκτορα την καταματωμένη,
έτσι και οι πολιτικοί σα σκύλοι λυσσασμένοι,
μάχονται πάνω απ’ τη σορό της άτυχης Ελλάδας.






                              ΚΛΈΦΤΕΣ

Ποιος κλέβει επιτέλους στην Ελλάδα;
Μήπως εκτός από τους βιομηχάνους,
και τους πολιτικούς, τους τσιφλικάδες,
εφοπλιστές, εφοριακούς, εμπόρους,
κι απ’ τους πολλούς μικρούς, κι απ’ τους μεσαίους,
κλέβει και όλος ο λαός συλλήβδην
ήγουν και ο μικρός ο εμποράκος,
και ο μανάβης και ο μπακαλάκος
και ο υπάλληλος είτε ο δημόσιος
ή ο ιδιωτικός, κι ο ιδιοκτήτης
κάποιου μικρού έστω μόνο κτίριου
κι ο λαχειοπώλης και ο παγοπώλης
των λαϊκών των αγορών οι τύποι,
 της αγιογδύτισσας της Βαρβακείου
κι οι λιανοπωλητές οι υπαίθριοί μας
κι ο χτίστης κι ο σκαφτιάς κι οι λασπιτζήδες
και οι υδραυλικοί κι οι ηλεκτρολόγοι
κι οι δάσκαλοι και οι καθηγητάδες-
μην κλέβουν κι όλοι αυτοί οι κερατάδες;
Ε, το λοιπό’, και τούτοι όλοι κλέβουν!
Το κατά δύναμιν βεβαίως, μα όμως
γόνα κι αυτών το κλέψιμο πηγαίνει!
Κι αυτή ’ναι η αιτία που ο λαός μας
δεν ξεσηκώνεται σ’ αυτούς ενάντια
που τα χοντρά λεφτά του τόπου τρώνε.
Κοράκου κόρακας μάτι δε βγάζει
και κλέφτης κλέφτη δεν τόνε πειράζει
μόνο καθένας ψάχνει να μπορέσει
σε κόλπο τρανταχτό ένα να πέσει
και την καλή κι αυτός γερά να πιάσει
και στη ζωή του να καλοπεράσει.
Γι αυτό ατιμώρητοι μένουνε τώρα
όσοι ρημάξαν στην κλεψιά τη χώρα.
Γι αυτό κι ελέω του καθενός μας κλέφτη,
η Ελλάδα σούμπητη στο χάος πέφτει.





   ΤΑ ΒΌΔΙΑ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΠΡΕΠΕΙ»

 Κάποτε ήτανε το «θα». Οι πολιτικοί το λέγαν
 και στις κλεψιές τους ύστερα και τις βρωμιές πηγαίναν..
 Κι ο ελληνικός  βοϊδολαός εχαίρονταν να βλέπει
 άχυρο να ‘χει πάτωμα και αχουριού μια σκέπη..

 Και ήρθε κάποτε ο γιος του γέρου Παπαντρέα
 που αν και χρήση έκανε του «θα» σε κόπια νέα
 μα αυτό εν τέλει του έβαλε στον κρόταφο την κάννη
 και πάει κι εκείνος και το «θα» που πια είχε αποκάνει.  

Και τότε κάποιοι ευφυείς –κουτοί μα την αλήθεια-
στα που ελέγαν στο λαό μεγάλα παραμύθια
την πρώτη λέξη άλλαξαν κι αντί με «θα», με «πρέπει»
αρχίζαν τα που ακούραστα πολυλογούσαν έπη.

Και από τότε «πρέπει» ακούς μες στης Βουλής το χάνι,
«πρέπει» το κάθε νουδικό ή πασόκο λέει τσογλάνι,
«πρέπει» κι οι χρυσοπλήρωτοι λεν δημοσιογράφοι,
«πρέπει» τα λίκνα όλα λεν κι αντιβοούν οι τάφοι.

«Πρέπει» ξελαρυγγίζονται υπουργοί στις συγκεντρώσεις,
«πρέπει» ακούς όπου σταθείς ή πόδι όπου απλώσεις,
«πρέπει» στους λόγους του έντιμου, του πρώτου μας πολίτη,
«πρέπει» σε κάθε άτιμου της ευτυχίας μας θύτη.

Κι όπως το «θα» υποταχτικά κατάπιναν-τα βόδια-,
ούτε του «πρέπει» βλέπουνε τα που ορθώνει εμπόδια
για να χαθούν έτσι άσκοπα οι όσοι εγίναν κόποι
και πια ποτέ τα ζωντανά να μη γινούν ανθρώποι..

Κι όπως γινόταν με το «θα», ο λαός και με το «πρέπει»
σκοτώνει ατός του τη χαρά κι άδεια έχει πάντα τσέπη΄
κι ακόμα αντίς για ουρανό, σπηλιάς μιας βλέπει σκέπη-
και θα ‘λεγε αν τον ρώταγες «γιατί;»: «γιατί έτσι…πρέπει!»..











ΛΑΓΚΆΡΝΤ ΚΑΙ ΈΛΛΗΝΑΣ

Τι περηφάνια ειν’ αυτή ‘Ελληνα που σε δέρνει-
που σ’ αξιοπρέπειας τ’ άβατα και τα ιερά σε φέρνει!
Και πόσο πίσω αφήνεις συ στρατιές λαών που τρέχουν
στον ίδιο αγώνισμα με σε, μα δίχως και ν’ αντέχουν…

Φοροφυγάδα η Λαγκράντ τόλμησε να σε πει.
Εσένα! Όπου προτιμάς η ζωή σου να κοπεί
παρά φόρο απλήρωτο ν’ αφήσεις! Τι κακία
στα λόγια της όπου αυτή έδειξε η κυρία!

Αλλά και ζήλεια προφανώς ,γιατί ο λαός εκείνης
ανέχεται η πατρίδα του να τελευτά εκ πείνης
παρά αυτός τους φόρους του να δώσει που χρωστάει
για να μπορέσει και αυτή η τάλαινα να φάει…

Μα σύ το φοροδοτικό κράτα ψηλά κεφάλι
και, έλληνα, πες της της Λαγκάρντ πως σου χρωστάει  και πάλι-
γιατί ενώ ψευτιές όπως αυτές για σένα έχει ξεράσει,
μα δεν την έχεις, έλληνα, ακόμα εσύ σχολάσει…











ΑΞΙΟΛΌΓΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΊΩΝ ΗΓΕΤΏΝ

Θα έλεγα τον Μάριο Ντράγκι
πως δεν τον έχουμε ανάγκη.

Αντίθετα όμως τον Ρομπάϊ-
αυτόν τον έχουμε σταντ-μπάϊ.

Για την Λαγκάρντ μας την Κριστίν
είναι ψηλή, άσ’ την αυτήν…

Η γερμανίδα η Μέρκελ μας η Άγγελα
πρωθυπουργός μας να ’ταν θα ’θελα.

Και απορώ τι ο μαύρος Σόιμπλε
με το δικό μας κόμμα έχει το μπλε…

«Αυτά που λέει ο Κλοντ Γιουνκέρ,
πες Μητσοτάκη τ’ είναι;» -«Ανφαίρ»…

Το ύφος του Ολάντ του Φρανσουά
δεν είναι σα να λέει: “L’ Etat c’ est moi!”?..

Αφού κι εσύ υπάρχεις Μάριο Μόντι
έχουμε στην Ευρώπη κι εμείς «δόντι»…

Συνάδελφέ μας συ –ΟΛΈ!- Ραχόϊ
σαράκι και τους δυο ίδιο μας τρώει…

Αν μας βοηθήσεις τελικά
Μπαρόζο μου εσύ Ζοζέ,
θα ’χεις μπουκάλι ένα κρασί-
το θέλεις άσπρο ή ροζέ;

Και συ ωρέ Νικόλα Σαρκοζί
Μα πήρα φόρα…όχι, αυτός δε ζει…











ΕΧΟΥΜΕ...

Είμαστε ένα κράτος για πέταμα.

Έχουμε κάτι υπουργούς που κλέβουνε.
Έχουμε κάτι πολιτικούς μυαλά του μεσαίωνα.
Έχουμε κάτι ποιητές ανόητους.
Έχουμε κάτι πίθηκους που καθηγητές πανεπιστημίου τους λέμε.
Έχουμε κάτι τραγούδια τούρκικα.
Έχουμε κάτι πρόγονους που δεν είμαστε απόγονοί τους.
Έχουμε κάτι ήθη κι έθιμα που τα κάναμε τρόπο ζωής.
Έχουμε κάτι νέους αγράμματους.
Έχουμε κάτι βιβλία ιστορίας γεμάτα ψέματα.
Έχουμε Παιδεία στ΄ όνομα μονάχα.
Έχουμε για πολιτισμό μια βαρβαρότητα.
Έχουμε για δικό μας ό,τι άχρηστο πετούνε οι ξένοι.
Έχουμε μίσος για ό,τι φιλοπρόοδο.
Έχουμε την ιδέα πως είμαστε έξυπνοι.
Έχουμε πόλεις βρώμικες.
Έχουμε κάλπικα σταθμά.
Έχουμε την τελευταία σειρά σε όλα τα καλά.
Έχουμε πρωτιά σε κάθε κακό.
Έχουμε για πρωθυπουργό έναν εκμεταλλευτή.
Είμαστε ένας λαός ηλίθιος που υπηρετεί αδιαμαρτύρητα τους βασανιστές του.
Είμαστε αγενείς και φθονεροί.
Θεωρούμε την ανευθυνότητα για προτέρημα.
Έχουμε διεφθαρμένους υπαλλήλους.
Έχουμε την απαίτηση να μας δώσουν οι άγγλοι κάτι ξένα αγάλματα.
Έχουμε το θράσος να καυχιόμαστε για την παλιανθρωπιά μας.
Έχουμε την ιδέα πως η Μακεδονία μας ανήκει.
Έχουμε την ιδέα πως οι λήσταρχοι του εικοσιένα ήσαν ήρωες.
Έχουμε την ιδέα πως τώρα δεν έχουμε δικτατορία.
Έχουμε τον φόβο σε όσον χώρο της ψυχής μας δεν κατέχει η βλακεία.
Έχουμε τη δουλεία στο αίμα μας.
Έχουμε δικτατορίσκους γραφειοκράτες για υπάλληλους δημοσίου και δήμων και Οργανισμών..
Έχουμε ευαισθησίες για θέματα φτηνά.
Έχουμε τη συνήθεια να χλευάζουμε τους ευεργέτες μας.
Έχουμε κάνει την ανεπάρκεια συστατικό της καθημερινότητάς μας.

Είμαστε ένα κράτος για πέταμα.




Ό,ΤΙ ΈΓΙΝΕ ΈΓΙΝΕ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Εγώ που ζούσα πάντοτε
σα να ’μουνα σε Κρίση
στην απορία μου: «ΓΙΑΤΙ;»
η Κρίση έχει απαντήσει.

Πάντοτε καταλάβαινα
ή ένοιωθα κατά βάθος
πως το πολύ το ξάνοιγμα
ήτανε κάπως λάθος.

Γιατί κανείς στον κόσμο αυτό
δωρεάν κάτι δε δίνει
κι ότι όσα του εδόθηκαν
 η λήθη δεν τα σβήνει.

Κι αυτός που του τα έδωσε
τριπλά θα τα ζητήσει
όταν θελήσει-όποτε
αυτός αποφασίσει.

Έτσι κι η Ευρώπη ζήτησε
τριπλά όσα μας έδινε
που αλόγιστα ο έλληνας
έτρωγε, γλένταγε, έπινε…




ΑΣΤΕΙΟΤΗΤΕΣ

Τι αστείο να βρω
που να μην το ’χει πει
πριν κανένας-
που απ’ το μαύρο υγρό
να μην έχει γραφτεί
όποιας πένας;

Όχι: αφότου στο φως
έχει βγει το ΠΑΣΟΚ
το γελοίο
τα ’χει πει μέχρι ενός  
και πια νιξ, νο και γιοκ
κάθε αστείο.





               ΚΑΤΑΡΑ

Άν ο εθνικός μας ύμνος άραγε
είχε σκοπό και λόγια άλλα
πάλι η ψυχή έτσι μεγάλα
ακούγοντάς τον θα λαχτάραγε;

Πάλι το δέντρο εντός μας θα ΄κανε
του έθνους σύγκορμο να τρέμει
σα με μανία να το χτυπάγανε
χίλιων Αιόλων οι ανέμοι;

Πάλι οι ρίζες του θα τράνταζαν
σα να γυρεύαν να πετάξουν;
Πάλι οι χυμοί του θ΄ αφροπλάνταζαν
να βυζαχτούνε...να διδάξουν;

Και μεις, ιερείς ενός πρωτάκουστου
θεριού που τρώει τα κρέατά του-
άθλιοι γραικοί πάνω στους κλάδους του-
θα το σωριάζαμε και πάλι κάτου;







ΌΛΟΙ ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΈΣ ΚΛΈΒΟΥΝ

Οι αρχικλέφτες βουλευτές
με κάσα πορτοφόλι,
λένε πως είναι φασισμός
να λες πως κλέβουν όλοι.

Και όλοι οι αρχικλέφταροι
απ’ τους δημοσιογράφους
το πήραν και το λεν κι αυτοί
στους έλληνες τους κάφρους,

μα αμέσως ύστερα από το
«οι βουλευτές μας κλέβουν»
να συμπληρώσουν τρέμοντας
«όμως όχι όλοι!» σπεύδουν.  

Και ο καθένας βουλευτής,
κρατεί σαν λάβαρό του
αυτό που κάθε της τιβί
λέει φερέφωνό του,

και σεργιανάει ανάμεσα
στους τίμιους ανθρώπους
σα να ’ναι το αριστούργημα
αυτός όλου του corpus.

Κι ενώ Κανάλια και Βουλή
ότι μας κλέβουν όλοι
η Πλάση βοά-ποιοι το αγνοούν;
οι έλληνες χαχόλοι.






      ΑΛΛΑΓΗ ΛΟΓΩ ΚΡΙΣΗΣ

Τι λαός που είμαστε όμως!
Πώς αλλάζουμε συντόμως
έξεις τάσεις και συνήθειες
αναχλές είτε και βύθιες…

Ήταν η ζωή μας τότες
να την τρώνε μόνο οι κότες
κι οι νεκροί πάνω στα κάρα
 δυο ντουζίνες μια δεκάρα.

Τώρα όμως τι λαός
που εγίναμε ακριβός-
Ένας κάπου αν πεθάνει
θέμα η τιβί το κάνει.

Αμ το άλλο; Χρόνια τώρα
κατακλέβανε τη χώρα
στρατιές πολιτικών
δεξιών κι αριστερών.

Και οργίαζε η σπατάλη
κι από δώθε παν οι άλλοι
και ανθούσε η διαφθορά
και κρυφά και φανερά.

Και να! βίλλες και οφ-σορ
να! κι αρμάνι και ντιορ
να! και πύργοι να! και κότερα
με ροζ σκάνδαλα στα ενδότερα.

Τώρα όμως τι λαός
που εγίναμε ηθικός
και κανένας πια δεν κλέβει
απ’ την πείνα και ας ρεύει…

Τι βαρύ να πάθαν σοκ
 η Νου Δου και το ΠΑΣΟΚ
και να κλέβουν σταματήσαν
λες τιμιότητα μεθύσαν;


Τι λαός που είμαστ’ αλήθεια!
Τι καρδιά κλειούμε στα στήθια!
Πώς γοργά που ’χουμε αλλάξει!
και στα λόγια και στην πράξη…








ΑΝΤΊΟ ΕΛΛΆΔΑ

Λίγα λογάκια θα ειπώ και πάλι ως συνήθως
όχι για κάποιο σήμερα ωραίο γυναίκας στήθος
μα για το κράτος που ’χουμε όλοι μαζί μοντάρει
και τέτοιο που ’ναι ήρθ’ ο καιρός ο διάολος να το πάρει.

Κράτος που μάτια ας έχει δυο, μα με το ένα βλέπει
που ’χει στραμμένο μόνιμα προς του λαού την τσέπη
ενώ υπουργούς και βουλευτές άβλεπους τους αφήνει
να τρώνε όλο, αδιάφοροι η χώρα τι θα γίνει.

Κι έπρεπε το μονόφθαλμο κράτος να πάει καλιά του,
να διαλυθούν τα κρέατα, και μένοντας τα οστά του
η άφατη φρίκη να φανεί του άσπρου των κοκάλων
κατάμαυρου απ’ το αδιάλειπτο λάδωμα των «μεγάλων».

Και τα οστά τα ανέλιωτα στο διάβα των αιώνων
θα δείχνουν στις που έρχονται γενιές επιστημόνων
πόσο μπορεί ένας λαός τέτοια κατάντια να ’χει
που να κοπεί απ’ της κλεψιάς το δρέπανο σαν στάχυ.







    ΤΟ ΝΈΟ ΠΟΥ ΈΡΧΕΤΑΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Σαν κύμα που έχει ανάκουστο κινήσει
κι έρχεται όλα τα παλιά να σβήσει-
σαν αύρα που όσο πάει δυναμώνει
και φτάνει σίφουνας κι όλα νεκρώνει-

κι ως φόνος που ακόμα δεν τον ξέρει
ούτε το φονικό του το μαχαίρι,
έτσι και κάτι έχει κινήσει Νέο
που τρέχει προς τα ’δω Μέγα κι Ωραίο.

Κι όλοι ενώ στη χώρα ησυχάζουν
κι άσκοπα ευχές και μόδας ρούχα αλλάζουν
Εκείνο φτάνει ανεμελιά γεμάτο.
Κι αφρός Αυτό κι όλα συντρίμμια κάτω.


ΔΙΛΉΜΜΑΤΑ

Θεέ μου! Παναγίτσα μου! Τόσο πολύ αξίζω
που όλοι οι πολιτικοί βαλθήκαν να με σώσουν
κι απ’ το αισχρό Μνημόνιο ζητούν να με γλιτώσουν;
Κι αν ναι, γιατί εγώ θλίβομαι και δεν πανηγυρίζω;
Αυτά λέω και χαίρομαι,
ότι αξίζω επαίρομαι
και ευτυχής πετώ
στον  έβδομο ουρανό.

…Μα πάλι, λέω, δεν ειν’ αυτοί
που έτσι με καταντήσανε:
μ’ ενός Μνημόνιου να γυρνώ
στην πλάτη μου το βάρος

και να μην έχω ούτε καν
διαμαρτυρίας το θάρρος;
Τι; Τώρα αυτοί ανάνηψαν
και ήθος αποκτήσανε;

Και με αυτό ζαλίζομαι
και πιο βαθιά βυθίζομαι
στο τέλμα που με άδειασαν
αφού με ξεπαράδιασαν.





ΑΡΧΗ ΣΑΜΑΡΑ

Αφότου άρχει ο Σαμαράς
ο Μνημονιομανής,
τέρμα: από δώ και ύστερα
χορτάτος πια κανείς!

Με άλλα λόγια νηστικοί
εις το εξής θα μένουμε
και θα μας επιτρέπεται
μονάχα ν’ ανασαίνουμε.

Γλιτώνουμε έτσι οριστικά  
από της μάσας τη σκλαβιά
κι απ’ όσα το φαϊ της
κουβάλαγε μαζί της.

Και πια θα καταργήσουμε
την τουαλέτα ευθύς-
βάσανο από τα μέγιστα
που υφίσταται καθείς.

Δίαιτες δε θα χρειάζονται
για να ’μαστε λεπτοί
και μάλιστα η διαφορά
αμέσως θα ’ναι απτή.

Χοντροί δε θα υπάρχουνε
και οι αρρώστιες πάνε
που του μεγάλου πάχους μας
απότοκες μετράνε.

Και τότε θα βαφτίζεται
το μανεκέν «Τουίγκι»,
όχι αν είναι αδύνατο
μα αν έχει λίγο ξύγκι.

Κλείνουν τα φαστφουντάδικα,
κλείνουν τα εστιατόρια,
και πάρτυ καθημερινό
θα στήνουν τα κοκόρια.

Θα πεταχτούνε στ’ άχρηστα
οι χύτρες, τα τηγάνια
και δε θα φκιάνουν κακαβιά
τα πλοία στα λιμάνια.

Παύουν οι στομαχόπονοι,
οι αυπνίες τα βράδια,
και παύουν να γεμίζουνε
τα γένια μας με λάδια.

Τόσα καλά οι εκλογές
οι τελευταίες μας φέρανε
που πόσο μας βοήθησαν
ούτε κι αυτές δεν ξέρουνε.

Κι όταν ο Χάρος θα χυθεί
να πάρει τη ζωή μας
για να τη βρει δε θα ’χει πια
να ψάξει στο κορμί μας,

αφού είτε είμαστε σοφοί,
είτε χαζοί είτε φρόκαλα
θα έχουν μείνει από μας
μόνο πετσί και κόκαλα,

κι η αφού η ζωή μας προ πολλού
θα είναι ξεπνοϊσμένη:
θα ’μαστε λόγω ζωντανοί,
έργω όμως πεθαμένοι…



ΤΣΆΒΕΣ 5-3-13
          
Η οικουμένη φτώχυνε.
Σκοτίδιασε η γη.
Της ανθρωπιάς του ανθρώπου
εστέρεψε η πηγή.

Στα μάκρη των Συμπάντων
τρεμόσβησε εν’ αστέρι.
Θρηνητικό απόψε
και ξέπνοο τ’ αγέρι.




ΚΩΣΤΆΚΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΉΣ

Καλά φυλάγεται
μες στη Ραφήνα.
Να κάθεται άστονε
στα μέρη εκείνα

κεφάλαιο να ‘χουμε
κάπου βαλμένο
μη και μας χρειαστεί
το ξορκισμένο.

Κι αν μας χρειαστεί ξανά
πάλι τον φέρνουμε
κι από το βάρος του
όλοι ας γέρνουμε.

Κι οκταετία μια
θα φέρει νέα
με όλα της παλιάς
τα τόσα ωραία:

Τους Γκοτζαμάνηδες,
το παρακράτος,
κλέψιμο πάλι ως
να του ’βγει ο πάτος,

Δεξιών Παράδεισο,
Κου Κου Ε κυνήγι
κι η νεολαία μας
που φύγει φύγει.

Κι όταν θα φάει
και την τυλώσει,
με τη βλακεία μας
εμείς την τόση

Εθνάρχη σίγουρα
ευθύς τον χρίζουμε
Και φίνο άγαλμα
τρανό του χτίζουμε-

δίπλα στο θείο του
να ’ναι κι αυτός,
να τους θαυμάζουμε
οικογενειακώς.








                         ΊΔΙΟΙ ΚΑΙ ΧΕΙΡΌΤΕΡΟΙ
«Μας βάζουν στο ίδιο τσουβάλι όλους-λένε πως όλοι κλέβουμε. Όμως δεν είμαστε όλοι ίδιοι.»
(οι πολιτικοί στις εφημερίδες και στις τηλεοράσεις)


«Δεν είμαστε ίδιοι όλοι μας».  Είσαστε όμως κύριοι.
και μάλιστα χειρότερος ο ένας απ’ τον άλλον.
Και κλέφτες και παλιάνθρωποι και κτήνη κι αλιτήριοι,
αλλά προπάντων ψεύταροι εκ των πολύ μεγάλων.

Μπορεί από το φόβο τους κάποιοι να μη σουφρώνουν.
Σημαίνει αυτό όμως πως κλεψιά δεν κάνανε καμία;
Τότε πού βρήκαν τα λεφτά-και κείνα που δηλώνουν
αλλά και κείνα σε κρυφά όπου φυλάν ταμεία;

Πού-που αυτός που εργάζεται οχτάωρο για χρόνια
δεν έχει ούτε δεύτερο σακάκι να φορέσει;
Πού-που λεφτά για διακοπές σε ήλιους ή σε χιόνια
ποτέ ο τίμιος δουλευτής δεν είχε να διαθέσει;

Όποιος δεν κλέφτει, ή άλληνε ωφέλεια αν δεν έχει
από κεινούς που κλέβουνε, τότε στο λαό μπρος πάει
και ξεμπροστιάζει τους μιαρούς. Κι αυτό αν δεν τ’ αντέχει
την κλίκα κάνε των κλεφτών αμέσως παρατάει.

Μα κτήνη ειν’ όλοι οι βουλευτές κι ολόπαχα γουρούνια.
Και πίνουν το αίμα του λαού και στον ιδρώ του πλένε.
Και είναι μέσα στη βρωμιά χωμένοι ως τα μπούνια.
Κι είναι οι χειρότεροι απ’ αυτούς οι, που δεν κλέβουν, λένε.

Και πρώτα μες στα λίπη τους η λάμα θα βυθίσει
που τη ζωή απ’ το σαπρό κορμί τους θα χωρίσει.
Και τότε μία θα πλαστεί αληθινή πατρίδα
που κάθε θα ’ναι της παιδί του ήλιου της μι’ αχτίδα.

            ΕIMAI EΛΕYΘΕΡΟΣ

        (Ο έλληνας μιλάει
             για την ελευθερία του)


Μες στην Ελλάδα, την ωραία μου πατρίδα,
ένας πολίτης της ελεύθερος μετράω.
Καμιά δουλείας δε με φτάνει εμένα αχτίδα
κι απ' την πολλή ελευθερία μου μεθάω.

Είμαι ελεύθερος να ψάχνω για εργασία
και να μη βρίσκω-και για δούλος να πουλιέμαι.
Είμαι ελεύθερος να ζω στην υγρασία
και για το άθλιο δωμάτιό μου να παινιέμαι.

Είμαι ελεύθερος να ζω δυστυχισμένος
ενώ τα πράσινα τα κτήνη θησαυρίζουν.
Είμαι ελεύθερος να υφίσταμαι το μένος
των μπλε υαινών όπου το βιος μου ξεκληρίζουν.

Είμαι ελεύθερος να ζω μέσα στη χώρα
που τη ρημάζουν της Βουλής οι συμμορίες
και είμ’ ελεύθερος ν' ακούω όλη την ώρα
όσες μεγάλες οι υπουργοί τους λεν βλακείες.

Είμαι ελεύθερος τις ζεύγλες να υπομένω
που μου πληγώνουνε το δέρμα του τραχήλου-
είμαι ελεύθερος σας λέω-κι επιμένω-
με τ' αποφάγια να χορταίνω εγώ του σκύλου.

Είμαι ελεύθερος ρακένδυτος και πένης
μες στης αθλιότητας το βούρκο να κυλιέμαι
και να οργώνω τον αγρό φυτείας ξένης-
και είμ' ελεύθερος μ’ αυτό να ευχαριστιέμαι.

Και μη μου πείτε πως δεν είν' ελευθερία
μες σε συντρίμματα απ’ οράματα κι ελπίδες
μόνος εγώ χωρίς βοήθεια ούτε μία
τις πιο μεγάλες να διαλέγω παρωπίδες.

Είμαι ελεύθερος μισθό έναν να παίρνω
που δε μ’ αφήνει περιθώριο για να ζήσω
κι από το βάρος των βασάνων μου να γέρνω
κι αντίς μπροστά, να προχωράω πάντα πίσω.

Νέο τύπο "ανθρώπου" ειμ' ελεύθερος να χτίζω
και με αυτόνε τους ανθρώπους να τρομάζω-
τον Χόμο Σάπιενς εγώ να τον γκρεμίζω
και τον "Μνημόνιαν" στη θέση του να βάζω.

Και είμ’ ελεύθερος αν κάποιος χέρι απλώσει
τα κρύα κάγκελα να σπάσει του κλουβιού μου
να τόνε κάνω ακριβά να το πληρώσει
και επιείκεια να ζητάει τ’ αφεντικού μου.

Να διαδηλώνω είμ' ελεύθερος ησύχως
χέρι αρκεί σ' όσα μου κλέψαν μην απλώσω.
Και να πεθαίνω είμαι ελεύθερος μα δίχως
μαχαίρι πάνω στους φονιάδες μου να υψώσω.

Είμαι ελεύθερος να δένω μοναχός μου
και πιο σφιχτά κάθε ημέρα τα δεσμά μου
και είμαι ελεύθερος στο πείσμα όλου του κόσμου
ελευθερία να ονομάζω τη σκλαβιά μου.

Μες στην ελεύθερη-μεγάλη μου πατρίδα
ένας πολίτης της ελεύθερος μετράω'
καμιά δουλείας δε με φτάνει εμένα αχτίδα
κι απ' την πολλή ελευθερία μου μεθάω.








ΣΥΓΚΥΒΈΡΝΗΣΗ ΣΑΜΑΡΆ-
    ΒΕΝΙΖΈΛΟΥ-ΚΟΥΒΈΛΗ

Συγκυβέρνηση! Καλό!
Τρία σ’ ένα! Λογικό,
ο σκοπός αφού κοινός:
να λεηλατηθεί ο λαός.

Συγκυβέρνηση: οι πολίτες
την κυβέρνηση όταν βρίζουν
υπουργό να μη διαλέγουν-
να μη κόμμα ξεχωρίζουν.

Συγκυβέρνηση: τη χώρα
να τη βλάφτουν τρεις μαζί
και οι τρεις ψιλό τη φτώχεια
να δουλεύουνε γαζί.

Να μη ρίχνουν μεταξύ τους
ένας τ’ άλλου φταίξιμο
και κοινό να είναι κι ίδιο
το λαμογιοκλέψιμο.

Και σε τσέπη ίδια να μπαίνουν
πλέον όλα τα κλεμμένα
και σωστά να τα μοιράζουν
τσακωμό δίχως κανένα.

Να ’ταν κι ο Καρατζαφέρης
τότε θα ’τανε τετράδα
οι ρομποτοειδείς φασίστες
που ρημάζουν την Ελλάδα.









ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

Οι κυρίες των υπουργών!
Τι καλές γυναίκες που ’ναι!
Και στα τόσα του σπιτιού
πόσο τα έξοδα βοηθούνε!

Βάζουν μια υπογραφή
και μία βίλλα-ιδού! κερδίζουν
Βάζουνε και άλλη μια
και-οι καλές μας!- θησαυρίζουν!

Και, οι καημένες, προσπαθούν
τις δουλειές γοργά να σπρώξουν
μη τον σύζυγο-υπουργό
απ’ το υπουργείο διώξουν

κι αρκεστούν τα όσα ως πριν,
έχουν φάει, να μασάνε,
μιας και –αλίμονο!- υπουργού
πια γυναίκες δεν μετράνε…

Και μην πάει το μυαλό
κανενός που με διαβάζει
πως μονάχα υπουργού
σύζυγος, χρυσάφι βγάζει-

όχι-το ίδιο θα γινόταν
και αν μόνο κόρη του ήταν:
πάλι ούτε μια θα είχε
στις που κάνει μπίζνες ήτταν.

Και κουνιάδα κι αδερφή
και γνωστή και φιλενάδα
τέτοια θα ’χε κέρδη αυτή
στην ταλαίπωρη Ελλάδα.

Κι όλες τους γι αυτό κοιτούν
πώς συγγένεια ν’ αποκτήσουν
οι γυναίκες, με υπουργό,
έτσι ώστε να πλουτίσουν.





ΑΓΡΟΤΕΣ-ΟΙ ΝΕΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ

Ποιος είπε πως δεν είμαστε απογόνοι
εκείνων των αρχαίων μας προγόνων-
ή ότι τάχα αυτοί δεν είν’ οι προγόνοι
των τόσο που τους μοιάζουν απογόνων;

Κι ιδού η απόδειξη μπροστά μας ζώσα:
Οι αγρότες μας, η δόξα κι η τιμή μας,
που όλοι οφείλουμε σε κείνους τόσα-
που με το αίμα τους καρπίζει η γη μας-

οι αγρότες μας λοιπόν οι τιμημένοι
Σπαρτιατική λιτότητα εδείξαν
κι όταν τους δώσαν ψίχουλα-οι καημένοι...-
τους δρόμους που ‘κλειναν ευθύς ανοίξαν!

Και παν τα μπλόκα…πάνε οι φωνές τους…
Και δείξαν ότι όσα τσαμπουνούσαν
δεν τα πιστέψαν ούτε αυτοί ποτέ τους .
Κι ήταν νεκροί όταν λέγαμε πως ζούσαν.













      Ο ΜΠΑΝΤΑΒΌΣ
    
Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας μπανταβός
που επήγαινε δυο πίσω
κι ένα βήμα τράβαε μπρος.

Που  τη σούπα του έτρωγε
με πιρούνι αντίς κουτάλι
κι όταν τον χτυπούσαν μια
έλεγε «δώστε μου κι άλλη».

Που όταν μοίραζαν χρυσό
κείνος χώμα εζητούσε
κι αντίς γλέντια και χαρές
λύπες όλο προτιμούσε.

Και στο γάϊδαρο επάνω
καβαλούσε προς τα πίσω
τη γαϊδαροουρά περνώντας
για κεφάλι γαϊδουρίσο.

Τον εχθρό έλεγε φίλο
και τη γάτα ποντικό
και καλό ό,τι οι άλλοι λέγαν
κείνος το ’λεγε κακό.

Του ελέγαν: «στάσου όρθιος»
και αυτός ξάπλωνε κάτω.
«Τράβα στον αφρό» τού λέγαν,
κείνος πήγαινε στον πάτο.


Κι έτσι επέρναγαν τα χρόνια
και οι μήνες και οι μέρες
να τον λέει τον τοίχο τζάμι
και χλωρές πλαγιές τις ξέρες.

Κι όλοι τονε κοροϊδεύαν
και μαζί του πλάκα εσπάζαν
και «ανάποδο» τον λέγαν
και «Μπροσπίσω» τον φωνάζαν.

Κι ήρθε σύγνεφο μια μέρα
κι ήρθε μια τρανή φοβέρα
κι ήρθαν του εχθρού φουσάτα
οργισμένα και φορτσάτα.

Και τους ντόπιους ενικήσαν
και γινήκαν αρχηγοί τους
και για δούλους τους τούς είχαν
και γελούσανε μαζί τους.

Κι αρχηγός τους ήταν κάποιος
που σκεφτόνταν με τα πόδια,
τα φτερά που ’τρωε της χήνας
και τις φλύδες απ’ τα ρόδια.

Απ’ τ’ αυγό έτρωγε το τσόφλι,
έλεγε τη νύχτα δείλι,
κι έτρωγε αντίς τη ρόγα
το τσαμπί απ’ το σταφύλι.

Κι έψαξε στη χώρα όλη
κι έβγαλε βουλή φερμάνι
ποιος ανάποδα εφερνόνταν
σύμβουλό του να τον κάνει.

Κι οι στρατιώτες του τον βρήκαν
και του φέραν τον Μπροσπίσω
και του είπαν: «τούτος μόνο
το στραβό δεν το ’λεγε ίσο».

Και τον είχε σύμβουλό του
και τον έκανε αρχηγό του
και την κόρη του τού δίνει-
διάδοχό του τον αφήνει.

Κι όσοι πριν τον κοροϊδεύαν
«Βασιλιά», τώρα του λέγαν,
«θα πεθάνουμε-πεινάμε!
δος μας άχυρα να φάμε!»

(Γιατί ένιωσαν εν τέλει
ότι ξύδι είναι το μέλι,
η κοιλιά πως είναι η ράχη
κι η ειρήνη ότ’ είναι μάχη).

Και του είπαν: «σχώρεσέ μας
για όσα σου ’χουμε ειπωμένα».
Και «δε σας σχωρνάω» τους είπε
«γιατι εταίριαζαν σε μένα».





         ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΉ ΝΟΥ ΔΟΥ
(Άδωνις και Βορίδης στη Ν.Δ.)

Γιατρούς γεμάτη είναι και δικηγόρους
η δόλια η Βουλή. Καθόλου απόρους
δε δέχεται να έχει βουλευτές...
Μα όχι φίλοι μου. Αυτά ως τα χτες.

Η λαϊκή μας Νέα Δημοκρατία
κι εδώ μας έδειξε πρωτοπορία:
μετράει στις τάξεις της-σπώντας το νόμο-
και βιβλιοπώλη, μα και υλοτόμο…