Τρίτη 23 Απριλίου 2024

 ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ


Αν δεν νιαζόμουν για τη βιβλιοθήκη της Τριπολης,αποδεχόμενος την τεταρτοκοσμική της κατάσταση σαν φυσιολογική,αν εξυμνούσα τον αδιάφορο δήμαρχο και τους όμοιους με αυτόν συνεργάτες του,αν έγλυφα τους κλέφτες βουλευτές του νομού και τους παρατρεχάμενους μπράβους τους,αν καλόπιανα και δικαιολογούσα την κλίκα του ΙΚΑ που ανακάλεσε τον διορισμό μου,αν δεν αποκάλυπτα τον συναινετικό με το βρωμερό κράτος χαρακτήρα του ομοτράπεζού του συνήγορου του πολίτη,αν δεχομουν να αποκαλώ ποιητές τους σαλτιμπάγκους της τριπολιτσώτικης ποίησης, τότε θα ήμουνα ένας μωρός ή ένα φοβισμένο και ανελεύθερο ον, και θα ζούσα με τιμές και δοξες που θα μου απόδιναν οι ανάξιοι.
Προτιμώ όμως να αξίζω τιμές που δεν μου αποδίδονται,παρά να μου αποδίδονται τιμές από ανάξιους.




*




 ΤΙ;

Να ΄χα ένα πάθος φορτικό σαν το πιοτί
τότε ίσως μπόρηγα να σε ξεχάσω.
Όμως μακριά σου δε θα ησυχάσω.
Και όμως φεύγω. Και λοιπόν,που φεύγω τι;

Να ΄χα εγώ κλείσει της Πανδώρας το κουτί
Και μέσα να ΄χε μείνει το φιλί σου
Και το για με που θα ΄λυωνε κορμί σου....
Δεν το ΄χα. Φεύγω! Και να είχα μείνει τι;

Να ΄μασταν κάπου έτσι οι δυο μας ξαπλωτοί
Και γω μεγάλος να ΄μουν-συ μικρούλα
Και την πραμμάτεια μου όλη να ξεπούλαα...
Τώρα...χωρίς εσέ να τηνε κάνω τι;
               
Κι αν πεις οι πόθοι μου οι θρασείς οι ανείπωτοι,
βογγούν μες στου φευγιού μου τη βαλίτσα
καλώντας την καυτή σου τη φωλίτσα.
Και τώρα πες μου εσύ: τι να τους πώ εγώ; ΤΙ;

Έλα μαζί μου. Του έρωτά μου οι λωτοί
που μια στιγμούλα δε θα σου απολείψουν
με λήθη ατέλειωτη θα σ΄ ανταμείψουν
για ό,τι άφησες για να ΄ρθεις-ξέρεις τι.

Τους δύο μαύρους κύκλους μου που ασορτί
Με τους δυο κύκλους σου τους άσπρους πάνε
Μακριά απ΄τους μεν οι δε δε θα πονάνε;
Τάχα με τι θα τους γελάσουμε-ΜΕ ΤΙ;


Αν η ζωή μας έμενε άγραφο χαρτί-
Θα πει ασυνάντητοι να ΄μασταν πάντα-
Θα ΄ταν καλά. Μα κάθε μια του πάντα
Εγράφτηκε άσβυστα. Κι αν φεύγω,σβύνω τι;

Να ΄χα ένα πάθος φορτικό σαν το πιοτί
τότε θα μπόρηγα να σε ξεχάσω.
Τώρα φαρμάκι αν πιω θα ησυχάσω.
Μα εις υγείαν να το πιω-ποιανού; Για τι;

Φαίνεται λίγο «στριμωγμένο για να βγει» (για όσους ξέρουν) αυτό το ποιηματάκι και γι αυτό και δεν το συνεχίζω.
Μα τι πειράζει,όταν τόσα ωραία ποιήματα έγραψα για σένα;

Τώρα η ψυχή σου είναι ένα κομμάτι πάγος.
Σιγά σιγά,λυώνεις.
*

Και κάποτε θα νιώσεις.
Τότε θυμώντας τα όσα έζησες τα τρία αυτά χρόνια,και διαβάζοντας τα τόσα δικά σου  ποιήματά μου,θα νιώσεις όπως τώρα νιώθω εγώ.
Η καρδιά σου θα συγκινηθεί και το μυαλό σου θα δουλεύει με δυνάμεις που θα παίρνει από τις θύμησές σου που μιλάνε για μένα. Και κάθε ώρα και στιγμή θα είμαι στη σκέψη σου.
Μα τότε θα είναι αργά. Το χέρι σου,ούτε για να μου κλείσει τα μάτια δε θα είναι κοντά μου. Και στη σκέψη μόνον αυτή η ψυχή σου θα σπαράζει.

Καλλίτερα να μην είχα αγγίσει ποτέ το χέρι σου. Ούτε όταν σε συγχάρηκα για το ωραίο χωριό σου-πρόφαση που βρήκα και γω για να σ΄αγγίξω...
Καλλίτερα να μην το είχα κάνει. Θα έφευγα καποια μέρα,οπως καληώρα τώρα,και όταν θα είχα εγκατασταθεί για τα καλά στη νέα μου πόλη,θα αναλογιζόμουν: «Τι ήτανε αυτό για το οποίο υπόφερα; Ήτανε πράγματι μια γυναίκα ή μια φαντασία;» Και θα κατάληγα στο δεύτερο,μιας και δε θα σε είχα ποτέ αγγίσει να δω πως είσαι από σάρκα. Και θα σ΄έβαζα με τα υπόλοιπα φαντάσματά μου-ένα ακόμα μέσα στα τόσα.

Ναι. Κάποτε θα πονέσεις.
Ό,τι δίνεται ζητάει αντίδωρο.
Και μην υπολογίζεις στο που έχεις μια καρδιά πέτρα.  Όταν θα έρθει η ώρα σου,ο Καιρός θα  σε κάνει ευαίσθητη μόνο και μόνο για να υποφέρεις και συ με τη σειρά σου.

Όλες μας οι πράξεις ,και πιο πολύ όλα μας τα αισθήματα,ποτέ δε σπαταλιούνται στον βρόντο. Για ό,τι δίνεται σε κάποιον,κάτι άλλο του ζητιέται.
Ο χρόνος έχει το καθήκον να ξεπληρώσει με κάποιο άλλο δόσιμο το κάποτε,έστω και σε ανύποπτον χρόνο,δοσμένο.
 Δάκρυα έδωσες,δάκρυα θα πάρεις.
 Χαρά έδωσες,Χαρά θα πάρεις.
 Μόνο αν δεθείς με κάποιον σε ένα,τότε δίνεις και παίρνεις την ίδια στιγμή κι από σένα κι απ΄αυτόν,και τότε δε χρωστάς ούτε σου χρωστάει κανείς τίποτα.

Αυτή είναι η  πληρότης.
Δεν έστερξες σ΄αυτό.
Θα πληρώσεις μαζεμένα.
Είναι το τίμημα της συνάντησής μας πάνω σ΄αυτή τη γη.

Αν είχες εξισορροπήσει την επιθυμία μου για σένα με κάτι-με μια ολιγόλεπτη συνομιλία,με μια συνύπαρξη σε κάποιον κύκλο-,ίσως θα έμενα στην πόλη.
Μα τώρα μένοντας πρέπει να ισοφαρίζω την απώλειά σου με την ποίησή μου. Κάτι που δεν πρέπει να συνεχίσει να γίνεται.

Σκέφτομαι (πριν φύγω μπορώ να σου αφιερώσω κάποιες σκέψεις)πώς θα είσαι γρηά και πώς θα φέρεσαι όταν φέρνεις στο μυαλό σου τα τωρινά ή όταν σε ρωτάνε για μένα τότε.
Η εγγονή σου θα σου λέει: “γιαγιά σε αγάπησε κανένας;”  Εσύ θα της λες: «Kάποιος, μια φορά με ήθελε. Μα εγώ ούτε να με αγγίξει δεν τον άφησα. Ήμουνα τίμια εγώ!...» Κaι αυτό θα το λες χωρίς να σου περνάει από το μυαλό ότι ατιμία είναι ακριβώς αυτό που έκανες εσύ.
Πάλι μπορεί να σκέφτεσαι:Kαι γιατί να μην κάνω αυτό που μου ζητούσε; Μού ζήτησε να του αφιερώσω πέντε λεφτά για να κουβεντιάσουμε. Γιατί να μην το κάνω; Ποιος ξέρει τι θα μου έλεγε...ούτε αυτό δεν μπορώ να ξέρω πια. Και πάλι γιατί να μην έβρισκα τον τρόπο,όπως εμείς οι γυναίκες μονάχα ξέρουμε,να είχα μια συνάντηση μαζί του,και,γιατί όχι,να τον άφηνα να με φιλούσε μια φορά...μπορεί και να μού άρεσε... Μάλιστα η στάση μου,της αποφυγής του με κάθε τρόπο,δεν έδειχνε  ότι ήξερα πως αυτός ο κύριος δεν ήτανε  ξοφλημένος ερωτικά;Ψόφιο σκυλί κανένας δεν κλοτσάει. Ναι,θα μπορούσα να έχω μια συνάντηση μαζί του. Μα τώρα πια...ουφ...ας μη τα θυμάμαι...»
Μα όλα αυτά που θα θυμάσαι,τα μικρά και τα ανεπαίσθητα τώρα,τότε θα θεριεύουν λίγο λίγο ώσπου να σου γίνουν τυραννικά.
Όπου κι αν βρίσκωμαι τότε,θα έχω πάρει την «εκδίκησή» μου,με άλλα λόγια θα δικαιωθεί η αγάπη μου για σένα.-