Η ΑΣΧΗΜΗ
H άσχημη εγέρασε-αρρώστησε-πεθαίνει.
Μπρόστά της λίγο πριν σβυστεί κι η τελευταία αχτίδα
περνά η ζωή που έζησε μόνη και πικραμένη
χωρίς του έρωτα χαρά-χωρίς χαράς ελπίδα.
Χοροί που δεν εχόρεψε' αλλέες όπου δε 'διάβη'
χείλια που δεν εφίλησε' κορμιά που δεν εχάρη'
Ο θολωμένος της ο νους όσο βαθιά κι αν σκάβει
χαρούμενο κι ευφρόσυνο δε βρίσκει ουτ' εν' αχνάρι.
Αλλά ενώ του λύχνου της η φλόγα τρεμοσβήνει
το σκοτισμένο βλέμμα της καθώς πλανιέται πέφτει
σ' ό.τι γι αυτήν πάντα ήτανε δεύτερη πόνου κλίνη
και πάντα την επότιζε φαρμάκι-στον καθρέφτη.
Και να! Εκεί μία μορφή χαρούμενη αντικρίζει.
Μία γυναίκα όμορφη χαμογελάει εντός του.
Κι από λαμπράδα κι ομορφιά η υπαρξη της σφύζει
λες κι ένας ήλιος μαγικός τη λούζει με το φως του.
Και πόσοι άντρες γύρω της τηνε ποθούν ωραίοι!
Πως λιώνουν για ένα της φιλί…γία ένα θερμό της χάδι!..
Α! Πόσο είναι όμορφη! Τι δροσερά που πνέει
του θαυμασμού τους η δροσιά μες στο ζεστό to βράδυ…
Η άσχημη επέθανε. Όμως το πρόσωπό της
από χαρά κι απ' ομορφιά τώρα λαμποκοπούσε
κι από ευτυχία που το στερνό αυτό χαμόγελό της
για ν’ απλωθεί επάνω του θαρρείς εκαρτερούσε.