Τρίτη 23 Απριλίου 2024

 Ο ΑΓΓΕΛΟΣ

Πέρασαν χρόνια χρόνια κι αλλα χρόνια.
0 άγγελος ήρθε
Με τα τεράστια κρυστάλλινα φτερά του
Όπως περνάει την άλλη μέρα ο γιατρός να δει τοn άρρωστο•
Κι αλαφροπέταγε κατ’ απ’ τα σύννεφα•
Πρώτος τον άγγελο τον είδε ο γεωργός.
Κι έτρεξε και το μήνυσε στην πόλη.
Βγήκανε όλοι από τα σπίτια τους και ξεχυθήκανε στους δρόμους•
Η αστυνομία τα ’χε χαμένα.
Η τάξη είχε διασαλευτεί.
Και "Ήρθε• δε μάς ξέχασε", ακουγες•
Η: "Δεν τον περίμενα έτσι. Πολύ απόμακρος".
Οταν κι o τελευταίος πολίτης βγήκε έξω ο άγγελος εστάθηκε.
Και φαίνονταν το στόμα του το διάφανο που ανοιγόκλεινε καθώς μιλούσε.
Και είπε:
«Και μεις ακόμα νιώθουμε χαρά
όταν το δημιούργημά μας προοδεύει"•
Και ακουγόταν η φωνή του αντηχώντας στον ουράνιο θόλο.
«Χτες ακόμα σας εγέννησε ο νους μου
πάνω στην πέτρα που επέταξα φηλά, παίζοντας, στην αυλή μου.
Και σκέφτηκα και γίναν ζώα και φυτά.
Ψάρια και σαύρες-πρόβατα κι ελέφαντες.
Και βρύα και πεύκα και μηλιές και κρίνα.
Και επειδή νου ο νους δε γίνεται να πλάσει
και επειδή έπρεπε να τρώτε
είπα να τρώνε τα φυτά το χώμα και τα ζώα τα φυτά•
Και σαν ανάμνηοη και σα σφραγίδα
της πράξης και της εξουσίας μου
έβαλα, μοναχά σε σας απόλα μυαλό,
έτσι που ό,τι αυτό γεννά λιγάκι να θυμίζει,
εμένα που σας έφτιαξα•
Κι αν κάπου η ουσία αας η γήινη
βοήθεια θέλει, να ’χετε το νου βοηθό σας,
να μην τρέχετε να βρείτε αλλού ό,τι σας λείπει•
Και επειόή μη όντας νους ήσαστε στο σκοτάδι
Τον ήλιο έφτιαξα να σας φωτά•
Και για να υποψιαζόσαστε το μεγαλείο
έβαλα πανω σας τ’ αστέρια,
στη φούχτα μου πιάνοντας και πετώντας λίγην άμμο
με του πάθους μου το φλογινο το χέρι•
Σε μας τους άγγελους κάποιες φορές αρέσει το παιχνίδι"
Και γέλασε.
Κι εν αντιβούισμα γλυκόηχο τ’ αυτιά έτερπε των ανθρώπων
"Και χαίρομαι να βλέπω ότι παίζετε κι εσείς
παιδιά και σεις δικά μου ευτυχισμένα•
Σπιτάκια χτίζετε
τραινάκια φτιάχνετε
αεροπλανάκια
ζώα μεγαλώνετε ώστε να μην κοπιάζετε κυνηγώντας.
Βλέπω καλά χρησιμοποιήσατε το νου σας-
Μικροί άγγελοι κι εσείς ευτυχισμένοι».
Και τα κρυστάλλινα τρεμίσανε φτερά, καθώς τοιμάζονταν και πάλι να πετάξουν.
"Παίξτε λοιπόν παιχνίδια μου αγαπητά.
Ζήστε τη λίγη σας ζωή•
Γελάστε.
0 ήλιος άσβηστος πάντοτε θα ’ναι.
Κι έχει στροφές η πέτρα μου πολλές να πάρει ακόμα
Στροφές τόσες, που φορές πολλές
θα ξαναγίνουν τα ίδια και τα ίδια παλι,
που τόσο βαρετά θα σας φανούν στο τέλος
που θα πείτε:
"Ω! Νου Δημιουργέ μας-Αγγελέ μας. Πάρε τη σκέψη σου από μας.
Να σβύσουμε…να πάμε…να χαθούμε…"
Παίξτε Χαρείτε•
Και τη μορφή μου όταν σμικρύνοντας ξανάρθω-Αύριο, Μεθαύριο, σαν θελήσω,
εύχομαι ίδια ευτυχισμένα να σας δω".
Και τα φτερά ανασκώθηκαν•
Μυριόστομη ακούστη τότε η κραυγή απ’ το συγκεντρωμένο πλήθος:
«Μη φεύγεις. Όχι. Στάσου. Σε χρειαζόμαστε•"
Στάθηκε•
"Με χρειαζόσαστε; Τί θέλετ’ από μένα; Κάτι δεν σας έδωσα;"
"Λυπήσου μας-πεινάμε".
"Πεινάτε; Αφθον’ η τροφή• Ποιά ζώα
είναι που σας στερούνε την τροφή σας;»
"Δεν είναι άλλα ζώα μ’ άλλοι άνθρωποιπ•
"Ανθρωποι παίρνουν την τροφή τ’ ανθρώπου; Ποιοι; ‘ξηγήστε μου.»
"Οι πλούσιοι"•
"Τ’ είναι πλούσιοι;"
"Εκείνοι που ‘χουνε το χρήμα".
"Και τ’ είναι χρήμα;"
«Μέσο ανταλλαγής στην αγορά των προϊόντων και στο πούλημά τους"•
"Γιατί θα πρέπει ν’ αγοράζετε και να πουλάτε;
Δεν εμπορούσατε να τρώτε φρούτα;
Ζώα να σκοτώνετε;
Η' απ’ τη γη να μασουλάτε ρίζες;"
"Μας είπαν πως το εμπόριο είναι πρόοόος•
Μας το ’παν όσοι να πουλήσουν είχαν.
Αυτοί που φτιάξανε το χρήμα.
Oι πλούσιοι,
Αυτοί είναι που μας κλέβουν το φαΐ μας και πεινάμε»
"Χέρια σας έδωσα• Σκοτώστε τους πλούσιους".
"Εχουν τα όπλα. Είναι oι δυνατοί. Θ’αντισταθούνε.»
"Σκοτώστε τους πλούσιους. Το αίμα τους χύστε".
«Εχουν λακέδες. Μπράβους πουλημένους. θα μας πολεμήσουν.”
"Χύστε το αίμα-το αίμα των πλούσιων!»
"θα πέσουνε πολλά κορμιά. Θ’ αποόεκατιστούμε"
«Το αίμα χύστε-το αίμα των πλούσιων!»
"θρήνους και γόους θα γεμίσει η γη.»
«Αφανίστε τους! Μη μείνει ουτ’ ένας! Ουτ’ ένας! Ουτ’ ένας! Αίμα! Αίμα! Αίμα! και πάλι αίμα!"•
«Μας λένε πως αυτό είναι ισότητα"• !
«Αίμα! Αίμα! Αίμα!»
«Μας λένε πως αυτό ειν' ελευθερία"
"Αίμα! Αίμα! Αίμα!"
"Μας λένε πως αυτό είναι Δικιοσύνη»
"Αίμα! Αίμα! Αίμα!"
Ακούγοντας αυτά oι πλούσιοι
διάταξαν τους χωροφύλακες ν’ανοίξουν τα μεγάφωνα ως το τέρμα
τα λόγια να σκεπάσουν του άγγελου.
Και λέγανε: "Κλείστε τ’ αυτιά σας. Δεν ειν’ ο άγγελος. Διαλυθείτε"
Μα τότε η φωνή του άγγελου τρομερή εγίνη,
που οι φτωχοί εχαίρονταν ν’ ακούνε
Και κατατρόμαζε τους μισητούς.
Και φύγαν ολοι εκείνοι και κρυφτήκανε (πού να κρυφτούν από τον άγγελο…)
Και χώθηκαν στα σπίτια τους
σαν κιόλας να ‘βλεπαν το αίμα τους-άλλη του άγγελου φωνή-να τους πνίγει.
"Χέρια σάς έδωσα- Αίμα! Σκοτώστε τους πλούσιους! Αφανίστε τους από τη γη! Εγώ σάς έπλασα για να ευτυχείτε!"•
"Αγγελε, μας λες να βάψουμε τα χέρια μας στο αίμα;"
"Σας λέω τον μόνο δρόμο για την ευτυχία σας. Σάς ζητώ, παιδιά μου εσείς, παιδιά μου να σκοτώστε-και ρωτάτε ακόμα;
Βλέπω μαχαίρια έχετε που κόβετε φωμί.
Αδράξτε τα και κόψτε το λαιμό κείνων που σάς το παίρνουν.
Τη σωτηρία σας φέρνω: Λεπίδι στων πλούσιων τους λαιμούς!
Βαμμένα είναι τα χέρια σας με το δικό σας αίμα. Ξεπλύντε τα στων μιαρών πλούσιων το αίμα•
Τους είδατε πώς κρύφτηκαν•
Εσάς φοβήθηκαν.
Όχι εμένα.
Εμπρός: ουτ’ ένας να μη μείνει!
θέλω στα χέρια σας να δω μαχαίρια!"
Και γέμισαν τα χέρια τους μαχαίρια
κι η ματιά τους θάνατο.
Κι ένας κουτός φτωχός, σήκωσε τη φωνή του:
"To ψέμα και το άδικο να βλέπω δεν μπορώ. Άγγελε, σε κοροΐδεύουν όλοι αυτοί• Ψωμί όλοι έχουμε να φάμε• Μάς λείπει μόνον η χαρά"•
Κι ακούστηκε για τελευταία φορά η φωνή του άγγελου:
«Το πρώτο το λαρύγγι που θα κόφτε
Του άμυαλου αυτού θέλω να είναι».
Κι ως να το πει, εκόπη το λαρύγγι•
Κατόπι ολ’ οι φτωχοί κινήσαν για των πλούσιων τα σπίτια•
Ψηλά
0 άγγελος φτερούγισε και χάθηκε αμέσως.
Κανείς δεν το κατάλαβε γιατί ο νους τους όλος
ήταν,
του άγγελου το θέλω ακολουθώντας
στα σπίτια να ‘μπουν των πλουσίων.
Και βάδιζαν με βήμα σταθερό
Οπλισμένοι
Και για όλα έτοιμοι.