ΔΕΝ ΤΑ ’ΚΑΙΓΕ…
Τ’ αδέρφια μου τα ποιήματά μου κάψανε.
Και βρώμισε ο αέρας.
Του Καρυωτάκη η σπιτονοικοκυρά
Στην Πρέβεζα
Μου είπε πως
Όταν εκείνος πέθανε
Πέταξε τα χαρτιά που βρήκε μες στο δωμάτιό του
Γιατί δεν ήξερε πως ήσαν ποιήματα.
Δεν τα ’καιγε να ευωδιάσει ο κόσμος;
Να οσφραινόμαστε οι άνθρωποι εσαεί
Μύρα Τέχνης
Ευωδιές Πόνου Ανθρώπων και Πραγμάτων
Κι ανάσα θάνατου να μας μυρώνει…