Στο θάνατο του ξάδερφού μoυ Παναγιώτη,
(ενταγμένου στο κόμμα κουμουνιστή.
Πέθανε πενήντα πέντε χρονών.)
Πενηνταπέντε χρόνια πριν, πέθανες ξάδερφε.
Κι ήρθες στον Άδη-εδώ-πουλί πετάμενο.
Κι έβλεπες κάτω φίδια και σκουλήκια και σαλίγκαρους-
κι αχ! να γινόντανε κι αυτά πουλιά καλά που θα'ταν.
Μα δύναμη κι ας θα ’τανε για σένα ο θάνατός τους
ουτ' έναν τους δεν έστερξες να θανατώσεις:
ττέταξες μovo μ' όση δύναμη σου έδωσε
η πρώτη εκείνη πνοή που σ' έστειλεν εδώ.
Κι από το ύψος σου εκεί πάνω εζωγράφιζες
τα σάλια, τα σουρσίματα και τα φαρμάκια τους
και τους τα έδειχνες, μήπως ντραπούν κι αλλάξουν.
Κανείς δεν ένιωσε .Κανε ίς δεν ’ντράττη.
Κι έτσι ώσπου ήρθε η ώρα ξάδερφε να ζήσεις πάλι.
Κι έφυγες. Και μας άφησες μαζί τους.
Ο ξάδερφός σου
Γιώργης