ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ
ΩΡΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Σαν σύννεφο που μόνιμα θα μείνει
σα δέντρο που απ’ τη ρίζα έχει κοπεί-
έτσι μας πλησιάζει η ώρα εκείνη
και μας τυλίγει η κρύα της σιωπή.
Σαν ορφανή να ’χει απομείνει η Πλάση
κι ο ήλιος δίχως λάμψη και φωτιά
και μαραζώνεται κι έχει δειλιάσει
κι η πιο άβουλή μας αποκοτιά.
Και να την! Φτάνει η ώρα. Όπου να ’ναι
θα σωριαστεί το δέντρο. Κι ο ουρανός
απ’ όσα τώρα μας χαρίζει δώρα
θα μείνει ανεπίστροφα κενός.
ΣΤΗΝ ΚΟΠΕΛΑ ΤΟΥ «ΜΕΘΕΞΗ»
Δεν ξέρω ακόμα ούτε τ’ όνομά σου
Κι όλα ας το λεν τα πράγματα ένα γύρω
Καθώς μη θέλοντας να ναι μακριά σου
Σε κράζουν μες στης Άνοιξης το μύρο.
Και συ, μικρή κι αβρή χωράς σε όλα
Και τρέχεις σ’ όλα όσα σε καλούνε
Καθώς το φως από άστρα φεγγοβόλα
Λάμπει παντού κι όλα ’στραποβολούνε.
Ωραία κι άσπιλη κι αβρή προβαίνεις
σαν ουρανού ολοκάθαρου λαμπρότη
και κουβαλείς μαζί σου όθε διαβαίνεις
κρίνου κι ελάτου κι άνθους μια αθωότη.
Κι όπως τα ναι στα ίσως δεν χωράνε,
Όλα σου τα γλυκά και μελωμένα
τόσο ειν' πολλά και τόσο ξεχειλάνε
που πια η πόλη είναι μικρή για σένα.
Χωρίς κακίας ίχνος, δίχως διόλου
χαζές ψευτοντροπές κι οίηση δίχως,
χάρης σκορπάς σαϊτες γύρω αδόλου
και η φωνή σου ρυακιού είναι ήχος.
Το ξέρω. Όμως εδώ θα συμφωνήσεις:
Τ’ Ωραίο με την άγνοια του συμπλέει.
Το χρώμα δεν επαίρεται της δύσης
Και "είμ' όμορφο" τ' άστρο ποτέ δε λέει.
Όμως ετούτο εμάς δεν μας 'μποδίζει
το φως να κλέβουμε από μια ματιά σου
κι όπου η βαρκούλα σου η γλυκιά ποδίζει
να λικνιζόμαστε στο λίκνισμά σου.
Φέγγε στην Τρίπολη λύχνε λαμπρέ μας.
Στο αιθεροβάδιστο το πέρασμα σου
παραμεράνε οι συμπολίτισσες μας
μην άσχημες θα φαίνονταν μπροστά σου.
Και βάδιζε σκορπίζοντας τα σκότη
της ψηλομυτοσύνης και της πόζας,
Ποιήτρια εισ' εσύ απ' όλες πρώτη
κι αυτές ιέρειες κάποιες άθλιας πρόζας.
Ελευτεριά κι Αγνότητα και Χάρη
για κείνες δώρα ειν' άγνωστα και ξένα.
Σκόρπα τα εσύ: όποιος και όσα αν πάρει
δε θ' απολείψουνε ποτέ από σένα.
ΜΠΟΓΟΣ
Αν πόρνη λέγεται το θήλυ
που το κορμί του ξεπουλά-
που για να βρει ένα κοντύλι
δίνεται σ' όλους και γελά
πόρνες τα θήλεα πρέπει όλα
του κόσμου τότε να τα πουν
κι αυτά να μη μιλάνε διόλου
αν την αλήθεια αγαπούν.
Μα τον σωστό θα πούμε λόγο:
θα εξαιρέσουμε αυτές
που αντίς κορμί έχουνε μπόγο-
και πού να βρουν αγοραστές...
ΠΡΑΣΙΝΑ
Μου περισσεύει έρωτας και πού να τον χαρίσω.
Στη νεαρή ζωντόχηρα που πήγα να ρωτήσω
μου 'πε πως θέλει ομορφιά το ταίρι της να έχει
κι όχι εκείνος, αλλ' αυτή ξοπίσω του να τρέχει.
Η παντρεμένη μ' έδιωξε' ανύπαντρον δε θέλει
όπου σε όλους να το πει πού βρίσκει τόσο μέλι.
Κι η χήρα με κυνήγησε-θέλει του μακαρίτη
να μοιάζει όποιος φίλος της θα έμπαινε στο σπίτι.
Σε κάποια λεύτερη κι εγώ θα έβρω αποκούμπι.
Δεν είναι νια και όμορφη, δεν είναι και παρθένα.
To ρούχο της κουρελιαστό, το φαγητό της θρούμπι
μα κείνο που ετράβηξε κοντά σ' αυτήν εμένα
είναι τα μάτια τα πολύ πράσινα και μεγάλα
που πάντοτε στην άκρη τους υγρή έχουν μια
στάλα.
TO ΝΤΙΒΑΝΙ
Την τριγυρνούσε μέρες-μέρες τ' αρνιότανε.
Ώσπου είδε το ντιβάνι. Πια δεν κρατιότανε.
Η κόκκινη κουβέρτα πάνω στο στρώμα του
τα βυσσινί στα πόδια βαθύ το χρώμα του…
η θέση του στο χώρο-στου δωματίου τη μέση
με γύρω τους καθρέφτες ω! τώρα της αρέσει!
Την ίδια μέρα κιόλας επήρε την απόφαση
κι είχε το τραίνο χάσει με κάποια πρόφαση.
Και τάχα να μη δείξει συνήθεια σ' αυτά
όλη δεν εξαπλώνει μα κάθεται κοφτά
στου ντιβανιού την άκρη. Μα μόνο ως τη στιγμή
που αρχίσαν oι πνιγμένοι του πόθου οι στεναγμοί.
ΣΤΑ ΑΒΡΟΔΙΑΙΤΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ
Εσκόνταψα. Kαι ήταν η Νεολαία.
Έσκυψα κι είδα
ωχρή μια αχτίδα
και είδα μια να τρεμοσβήνει Ιδέα.
Και πόνο επλημμύρισε η ψυχή μου
που την ταράζει
και τη ρημάζει
καθώς σιμούν την άμμο της ερήμου.
Που ’ν’ οι ιαχές που φλέγουν τους αιθέρες;
Τ' αγωνιστήρια
πού εμβατήρια;
πού oι πληγές; το αίμα; πού οι σφαίρες;
Για να φλογίσει ο ήλιος της πατρίδας
προσμένει να 'δει
νιάτα στον Άδη-
θέλει νεκρούς στη ρίζα κάθε αχτίδας.
Ο σπόρος σεις του Μέλλοντος αν είστε
αστροπελέκι
πρέπει να στέκει
το πάθος σας, αν θέ ’τε να καρπίστε.
Κι ο λόγος σας ναν' όχι φλυαρίες
με δίχως τέλος,
μα να 'ναι βέλος
θανατηφόρο για τις αδικίες.
Μην η φρικτή σας ξεγελάει «ειρήνη»
που τήνε φτιάξαν
κείνοι που σφάξαν
το περιστέρι που ζωή της δίνει;
Η χώρα σας ζωσμένη από κινδύνους
που την αλώνουν
και τήνε λιώνουν΄
συντρίψτε τους-γλιτώστε τη από κείνους.
Έλληνες είσαστε. Η Ελλάδα η γη σας.
Αν δε χτυπάτε
την πολεμάτε
και τήνε πνίγετε με τη σιωπή σας.
Δείχτε πως είσαστε άξιο της θρέμμα:
της βίας ταίρι
κάντε το χέρι-
το χώμα τ άγιο της διψάει αίμα!